Η κατάρρευση του Εθνικού Αφγανικού Στρατού και τα διδάγματα για την Ελλάδα
γράφει στο peripteron.eu ο Αντιστράτηγος (ε.α) Δημήτριος Μπονώρας, Επίτιμος Υπαρχηγός ΓΕΣ, Πρώην Γενικός Επιθεωρητής Στρατού, Μεταπτυχιακό Τίτλο στις «Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Σπουδές» του ΕΚΠΑ
Το ερώτημα που έχει αναδυθεί, μετά την κατάληψη της Καμπούλ από τούς Ταλιμπάν είναι τι οδήγησε στην ταχύτατη κατάρρευση του Εθνικού Αφγανικού Στρατού.
Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν υπήρξε καμία άξια λόγου συμπλοκή μεταξύ του Αφγανικού Στρατού και των Ταλιμπάν. Ούτε για την «τιμή των όπλων». Οι κάποιες μικρές αντιστάσεις πρέπει να αποδοθούν σε προσωπικές πρωτοβουλίες που σκοπό είχαν οι επικεφαλής να πετύχουν μια θέση στη νέα διακυβέρνηση ή να αποφύγουν τη σύλληψη.
Βεβαίως τα στοιχεία, τα δεδομένα και τα γεγονότα που σχετίζονται με το θέμα είναι διαβαθμισμένα και θα αποδεσμευτούν ύστερα από δεκαετίες. Έτσι οι απόψεις που θα αναπτύξω στηρίζονται σε πληροφορίες που έχουν αντληθεί από ανοικτές πηγές.
Σύμφωνα με τον Klausewitz ο πόλεμος κυριαρχείται από μία «εκπληκτική τριάδα», η οποία συγκροτείται από το λαό, το στρατό και την κυβέρνηση. Η σωστή δοσολογία των τριών συστατικών της «εκπληκτικής τριάδας» καθορίζει την νίκη σε μια πολεμική σύγκρουση. Ένας στρατός για να έχει υψηλή επιχειρησιακή ικανότητα, πειθαρχία στο σκοπό και ηθικό δεν αρκεί να είναι καλά εξοπλισμένος και εκπαιδευμένος. Πρέπει να νοιώθει ότι οι πράξεις του νομιμοποιούνται και στηρίζονται από τον λαό γιατί πολεμά έναν μισητό εχθρό και υλοποιεί ένα σχέδιο που αποσκοπεί στην επίτευξη των πολιτικών αντικειμενικών στόχων που έχει θέσει η Κυβέρνηση.
Μέσα από αυτή την οπτική γωνία πρέπει να ερμηνευτεί η κατάρρευση του Αφγανικού Στρατού.
Στο λαό βρίσκει κανείς την «πρωταρχική βία». Είναι η βία και το μίσος που πρέπει να έχει ο λαός απέναντι στον εχθρό. Δεν αρκεί η εμπιστοσύνη του λαού στον στρατό αλλά πρέπει να μισεί τον εχθρό. Οι πολίτες του Αφγανιστάν δεν φαίνεται να έτρεφαν εχθρικά αισθήματα εναντίον των Ταλιμπάν. Αντίθετα στους Ταλιμπάν έβλεπαν τους πατριώτες που αγωνιζόταν απέναντι στη δύναμη «κατοχής» και ταυτόχρονα ήταν η πολιτική δύναμη που θα έδιωχνε τη διεφθαρμένη κυβέρνηση.
Το δεύτερο συστατικό της «εκπληκτικής τριάδας» είναι η κυβέρνηση που ασκεί τον πολιτικό έλεγχο στο στρατό και θέτει τον πολιτικό σκοπό του πολέμου. Στο Αφγανιστάν η κυβέρνηση αποδείχτηκε ιδιαίτερα αναποτελεσματική και βαθιά διεφθαρμένη. Παρά το γεγονός ότι έγινε προσπάθεια από τα δυτικά κράτη η αφγανική κυβέρνηση να ενδυθεί με το ένδυμα της δημοκρατικότητας και της νομιμοποίησης μέσα από εκλογές, ποτέ δεν απέκτησε την εμπιστοσύνη του αφγανικού λαού. Τα, δε, μέλη της αφγανικής κυβέρνησης είδαν τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση ως μια ευκαιρία για πλουτισμό και δεν ασχολήθηκαν με την αντιμετώπιση των προκλήσεων και απειλών που η πραγματικότητα υπαγόρευε. Ο Αμερικανικός Στρατός, γνωστός για τη αγάπη του να χρησιμοποιεί ακρωνύμια, όταν αναφερόταν στην αφγανική κυβέρνηση χρησιμοποιούσε το ακρωνύμιο VICE (Vertically Integrated Criminal Enterprise – Κάθετα Ολοκληρωμένη Εγκληματική Οργάνωση). Όπως γίνεται αντιληπτό, η ανάπτυξη αποτελεσματικών στρατιωτικών δυνάμεων και δυνάμεων ασφαλείας δεν ήταν ψηλά στις προτεραιότητες της. Για το λόγο αυτό δεν έθεσε στον Αφγανικό Στρατό τους στόχους που έπρεπε να πετύχει ούτε άσκησε μια στιβαρή διοίκηση πάνω στο στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας ώστε να επιτευχθούν οι εν λόγω στόχοι.
Προς επίρρωση των παραπάνω έρχονται τα λόγια του Αφγανού Σαρούχ Ματζέντι που υπηρετούσε σε επιτελική θέση στις Ειδικές Δυνάμεις του Αφγανικού Στρατού. Ο Σαρούχ Ματζέντι λέει:
«Το βράδυ της 14ης Αυγούστου, πριν πέσει η Καμπούλ ήμουν στο φυλάκιο. Αποστολή μας ήταν να φυλάξουμε το Κέντρο Ειδικών Δυνάμεων στην περιοχή Ρισχόρ. Μοιράσαμε τα όπλα και είμαστε στις θέσεις μας. Το επόμενο πρωί ο Α/ΓΕΣ μας ενημέρωσε ότι ο Πρόεδρος Γκάνι πήρε τα λεφτά και παράτησε τη Χώρα. Μας είπε ότι μείναμε μόνοι μας και μας ζήτησε να παρατήσουμε το Ρισχόρ. Βγάλαμε τις παραλλαγές, αφήσαμε τα όπλα και πήγαμε στα σπίτια μας.» (Το Βήμα 31 Οκτ21)
Τέλος η «εκπληκτική τριάδα» του Κλαούζεβιτς συμπληρώνεται με τον στρατό. Ο Εθνικός Αφγανικός Στρατός οργανώθηκε, εξοπλίστηκε και εκπαιδεύτηκε από το ΝΑΤΟ και γενικότερα από τις χώρες της Διεθνούς Συμμαχίας που είχαν παρουσία στο Αφγανιστάν. Η δύναμή του υπολογιζόταν στις 300.000. Όμως στην πραγματικότητα δεν πρέπει να ξεπερνούσε τους 170.000 στρατιώτες. Από την άλλη πλευρά οι Ταλιμπάν διέθεταν 75.000 μαχητές ελαφρά οπλισμένους. Οι στρατιώτες του Αφγανικού Στρατού είχαν την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό που θα ζήλευαν αρκετοί στρατοί «μοντέρνων» χωρών. Αξίζει να σημειωθεί ότι για τον εξοπλισμό, υποδομές, εκπαίδευση και μισθοδοσία του Αφγανικού Στρατού δαπανήθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια περίπου 85$ δισεκατομμύρια από τις ΗΠΑ. Όμως αξίζει να σημειωθεί ότι η απόδοσή του προσωπικού του Αφγανικού Στρατού στην εκπαίδευση ήταν εξαιρετικά χαμηλή λόγω του μειωμένου ενδιαφέροντος που έδειχνε. Μεγάλος αριθμός Αφγανών στρατιωτών λιποτακτούσε. Ο αριθμός των λιποταξιών ήταν αυξημένος ειδικά μεταξύ των εκπαιδευομένων πιλότων. Γεγονός που ανάγκασε τον Αμερικάνικο Στρατό να διακόψει οριστικά το αντίστοιχο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Ο μεγάλος αριθμός λιποτακτών και η απροθυμία στην εκπαίδευση είχαν αποδοθεί στο φόβο που προκαλούσαν οι Ταλιμπάν, στην παθητική, εάν όχι ευνοϊκή στάση, του αφγανικού λαού προς τους Ταλιμπάν, και βεβαίως στον ανύπαρκτο πολιτικό έλεγχο.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κατάρρευση του Αφγανικού Στρατού ήταν το φυσικό επακόλουθο του γεγονότος ότι όχι μόνο δεν είχε την υποστήριξη του αφγανικού λαού αλλά και ότι ο αφγανικός λαός δεν έτρεφε εχθρικά συναισθήματα προς τους Ταλιμπάν. Ταυτόχρονα, η πολιτική κατεύθυνση και ο κυβερνητικός έλεγχος ήταν ανύπαρκτοι καθώς η Κυβέρνηση ήταν βαθύτατα διεφθαρμένη. Τέλος, το στρατιωτικό προσωπικό του Αφγανικού Στρατού δεν είχε το όραμα και τις ψυχικές δυνάμεις που να το κινητοποιούν.
Το δίδαγμα που προκύπτει και θα πρέπει να κρατήσουμε εμείς εδώ στην Ελλάδα είναι ότι ένας νικηφόρος πόλεμος δεν απαιτεί, μόνο, έναν άριστα εξοπλισμένο και εκπαιδευμένο στρατό. Ταυτόχρονα απαιτεί έναν λαό που έχει εχθρικά συναισθήματα προς αυτόν που θεωρείται ως απειλή για την πατρίδα μας. Σε τέτοιο βαθμό που κάθε Ελληνίδα μάνα θα χρησιμοποιούσε τα λόγια της Σπαρτιάτισσας μάνας «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς» ή το πάθος της μάνας από την Κυπαρισσία όταν στις 2 Φεβ 1941 τηλεγραφούσε στον Έλληνα Πρωθυπουργό πληροφορώντας τον ότι ζήτησε από τους τέσσερις γιούς της, που ήδη είναι στρατιώτες, να εκδικηθούν τα θάνατο τού αδελφού τους που σκοτώθηκε στην Κλεισούρα πολεμώντας τους Ιταλούς. Επιπλέον, ζητούσε να κληθούν ονομαστικά στο Στρατό και οι άλλοι τέσσερις γιοι της.
Σε ό,τι αφορά στην πολιτική ηγεσία, αυτή πρέπει να έχει θέσει έναν σαφή και συγκεκριμένο πολιτικό σκοπό πολέμου και να ασκεί μια στιβαρή διοίκηση στις Ένοπλες Δυνάμεις. Επιχειρήματα ότι η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει να βλέπει «φέρετρα» Ελλήνων που έδωσαν τη ζωή τους για την Πατρίδα προσβάλλουν τον πατριωτισμό των Ελλήνων, υπονομεύουν την αξιοπιστία της αποτροπής και αποτελούν δικαιολογία της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας να αναλάβουν την ευθύνη λήψης σημαντικών αλλά και δύσκολων αποφάσεων.
Τέλος, αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι εάν το μίγμα της «εκπληκτικής τριάδας» δεν είναι σωστό τότε έχουμε εθνικές καταστροφές ως αποτέλεσμα ήττας σε πολεμική αναμέτρηση.