Βρεφοδόχος, “κρίση” και πολιτική

γράφει στο peripteron.eu ο Βαγγέλης Πάλλας, ∆ηµοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ / SPJ

Σε ένα κομμάτι χαρτί, που το καρφίτσωσε στη πάνα του μωρού της, η μητέρα του έγραφε: «Λόγω της κρίσεως σάς χαρίζω το παιδί μου. Σώστε το εσείς». Ήταν αρχές του 1935 και το συγκεκριμένο μωρό οδηγήθηκε στο Δημοτικό Βρεφοκομείο «Άγιος Στυλιανός» στη Θεσσαλονίκη, όπου πέθανε μερικές εβδομάδες αργότερα. Η Ελλάδα ζούσε σε συνθήκες «κρίσης», είχε προηγηθεί η πτώχευση του 1932 από τον Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος είχε επιστρέψει ως «μεσσίας» στο πολιτικό προσκήνιο, από το 1927. Υπό τη διακυβέρνηση του Βενιζέλου, το εξωτερικό χρέος είχε διογκωθεί από δάνεια που είχε συνάψει η κυβέρνησή του, κυρίως στο Σίτυ του Λονδίνου. Συγκεκριμένα το εξωτερικό χρέος την τετραετία 1928-1932 αυξήθηκε από 27,8 δισεκατομμύρια δραχμές στα 32,7 δισεκατομμύρια και η διεθνής οικονομική και πολιτική σκηνή «ζούσε» τα απόνερα του κραχ του 1929. Ο Βενιζέλος αποφάσισε, τότε, να δώσει την μάχη τής σκληρής δραχμής έναντι της στερλίνας, με το σκεπτικό της εξυπηρέτησης του διογκωμένου δημόσιου χρέους. Έτσι, η Τράπεζα της Ελλάδος χρησιμοποιούσε τα λιγοστά αποθέματά της για να στηρίζει την δραχμή και στα τέλη τού 1931 άρχισε να διαφαίνεται το αδιέξοδο. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε προσωπικά τη πρωτοβουλία και έκανε ευρωπαϊκή περιοδεία για εξεύρεση χρημάτων το πρώτο τρίμηνο του 1932, χωρίς επιτυχία. Δεν υπήρχε άλλος χρόνος για διαπραγματεύσεις και την Τετάρτη 27 Απριλίου 1932, η Ελλάδα εγκαταλείπει τον «κανόνα του χρυσού» και ένα μήνα αργότερα χρεοκοπεί και επισήμως.

Στις περιόδους «κρίσεων» αυξάνεται σημαντικά το ποσοστό των παιδιών που εγκαταλείπονται από τους γονείς σε ιδρύματα και νοσοκομεία. Είναι μια ακόμη παράπλευρη εξέλιξη που συντελείται λόγω των βίαιων μεταβολών που πραγματοποιούνται στην κοινωνία. Η εγκατάλειψη των βρεφών και ο θεσμός των βρεφοκομείων απαντώνται από πολύ παλιά και συγκεκριμένα από το 1200 περίπου στη Ρώμη. Μέχρι τον 19ο αι. βρεφοκομεία υπήρχαν παντού σε ολόκληρη την Ευρώπη και το πρόβλημα τής εγκατάλειψης αυξανόταν. Κατά τον 18ο αι. κάθε βρεφοκομείο αλλά και μητέρες από τις ανώτερες τάξεις της Γαλλίας συνεργάζονταν με τροφούς που διέμεναν κυρίως σε αγροτικές περιοχές. Βρεφοκομεία συνεργάζονταν σταθερά με ορισμένα χωριά, σε σημείο που η τοπική οικονομία αυτών των χωριών να στηρίζεται επί το πλείστον στην επί πληρωμή θηλασμού διαδικασία. Ασφαλώς και το ζήτημα της εγκατάλειψης δεν είναι κάτι καινούργιο αλλά έρχεται από τις αρχαίες και μεσαιωνικές κοινωνίες. Όμως, όπως σημειώνει ο Boswell, η εμφάνιση των βρεφοκομείων κατά τον 14ο αι. επέφερε βασικό ρήγμα στις έως τότε αντιλήψεις. Διότι η θεσμοποίηση της εγκατάλειψης, μέσω της οδού του βρεφοκομείου, ανέτρεψε τις μέχρι τότε συνήθεις πρακτικές, που ήταν η έκθεση των βρεφών στους δημόσιους χώρους, γεγονός που παραδόξως τούς εξασφάλιζε την επιβίωση, αλλά και την ενσωμάτωσή τους στη κοινωνία, σε αντίθεση με τα βρεφοκομεία που ουσιαστικά έθεταν τα νήπια για μεγάλο διάστημα εκτός του κοινωνικού πλαισίου. Οφείλουμε, όμως, να σημειώσουμε ότι και η πρακτική της εγκατάλειψης σε δημόσιους χώρους δεν είχε πάντα τα καλύτερα αποτελέσματα, αφού ένα ποσοστό έκθετων παιδιών κατέληγε στα πορνεία της εποχής.

Τον 19ο αι. και συγκεκριμένα το 1811 στη Νάπολη της Ιταλίας επιβλήθηκε η χρήση της βρεφοδόχου, η οποία τοποθετούνταν στην εξωτερική πλευρά των βρεφοκομείων ώστε να μπορεί κάποιος «ανώνυμα» να εναποθέσει το βρέφος. Στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Βρεφοκομείο της οδού Πειραιώς, η βρεφοδόχος ήταν ένα κιβώτιο που χωρούσε μέχρι και δύο βρέφη ξαπλωμένα. Κατά τη δεκαετία του ’50 και μετέπειτα, όταν τοποθετούνταν ένα μωρό στο κιβώτιο, ένα ηλεκτρικό κουδούνι ανήγγελλε στο προσωπικό του βρεφοκομείου την «πράξιν της εγκαταλείψεως». Την περίοδο εκείνη, στο Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών, στην οδό Πειραιώς, βρίσκονταν 230 εγκαταλελειμμένα παιδιά. Παραπάνω απ’ τα μισά θα πέθαιναν μέσα σε λίγους μήνες, λόγω έλλειψης τροφίμων και φαρμάκων. Η συγκεκριμένη πρακτική, της βρεφοδόχου, θα τερματιζόταν με την ίδρυση του Κέντρου Βρεφών «Μητέρα» στο Ίλιον.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 η δημογραφική ιστορία και η μελέτη της εγκατάλειψης βρεφών προσπάθησε να αναλύσει τους λόγους αυτής της στάσης. Αρκετοί, όπως οι Fuchs, Da Silva ανέλυσαν αυτήν την συμπεριφορά με όρους ταξικούς και οικονομικούς. Άλλοι, όπως ο Kertzer, δεν συμμερίζονται αυτές τις προσεγγίσεις μονοδιάστατα, αλλά τις τοποθετούν στο πεδίο της εκβιομηχάνισης. Ο Kertzer, παρετἠρησε ότι οι πλουσιότερες περιοχές της Ιταλίας ήταν αυτές που παρουσίαζαν τα μεγαλύτερα ποσοστά εγκατάλειψης και ότι η εκβιομηχάνιση επέβαλε στον γυναικείο πληθυσμό συνθήκες εργασίας ασυμβίβαστες με τα μητρικά καθήκοντα. Σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι η φτώχεια στον αγροτικό χώρο και η φτώχεια στον αστιακό χώρο είναι δυο εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Κάτι που φανερώνεται και από την υψηλή δημογραφική αναπαραγωγή που είχαν οι φτωχές αγροτικές περιοχές του ελλαδικού χώρου μέχρι και τη δεκαετία του ’50.

Στις συγκεκριμένες περιοχές συναντάμε πρακτικές μετακίνησης και διακίνησης παιδιών για διαφόρους και ποικίλους λόγους. Συνεπώς δεν μπορεί να συσχετίζεται η εγκατάλειψη ενός βρέφους μόνο με όρους οικονομικής ανέχειας, αν και φυσικά σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί βασικό παράγοντα.

Επίσης, ο Kertzer, μέσα από τη μελέτη που έχει πραγματοποιήσει, για το σύνολο της ιταλικής επικράτειας, απαντά και στην έννοια της «γονεϊκής αδιαφορίας», όπως αυτή αναπτύχθηκε από τον Aries περί της «ιστορικότητας της παιδικής ηλικίας». Για ορισμένους συγγραφείς το φαινόμενο της παιδικής θνησιμότητας και της εγκατάλειψης πρέπει να θεωρηθεί απόρροια της γονεϊκής αδιαφορίας. Αντίθετα, ο Kertzer πιστεύει ότι η αυξημένη παιδική θνησιμότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αιτία της γονεϊκής αδιαφορίας, ως ένας αμυντικός ψυχικός μηχανισμός που προστάτευε τους γονείς από την επώδυνα επαναλαμβανόμενη εμπειρία του θανάτου των νεογνών. Κατά τον ίδιο, είναι σαφές ότι το σύστημα της εγκατάλειψης διαμορφώθηκε από την ιδεολογία και την πρακτική της καθολικής εκκλησίας, μέσα σε ένα σύστημα ελέγχου της σεξουαλικότητας και της εδραίωσης του θεσμού της οικογένειας. Σε σύγκριση με τις καθολικές κοινωνίες, οι προτεσταντικές εμφανίζουν το φαινόμενο της εγκατάλειψης σε εξαιρετικά περιορισμένο επίπεδο, αφού οι γονείς (ακόμη και για τα εκτός γάμου παιδιά) θεωρούνται οι πλέον κατάλληλοι για την ανατροφή τους. Η εκκλησία, λοιπόν, οργανώνει τον έλεγχο της καθημερινής ζωής και εισχωρεί και στον έλεγχο των μαιών κατά τον 16ο αι. μετατρέποντας τη μαία, την επί αιώνες κύρια βοηθό και μυστικοσύμβουλο των γυναικών, σε όργανο αστυνόμευσης και υποχρεώνοντάς την να αναφέρει κάθε εγκυμοσύνη και κάθε εκτός γάμου γέννηση. Ο έλεγχος αυτός ολοκληρώθηκε με την απόδοση της μαιευτικής στην ανδροκρατούμενη ιατρική και τη γενίκευση τού τοκετού στις κλινικές κατά τον 20ο αι. Άλλωστε, οι πρώτες γυναίκες που υποχρεώθηκαν να γεννήσουν σε δημόσιες μαιευτικές κλινικές ήταν οι ανύπαντρες γυναίκες.

Συνεπώς, η έκθεση και η εγκατάλειψη των παιδιών είναι μια πρακτική η οποία ενέχει πολλές παραμέτρους και αιτίες, οι οποίες είτε αλληλεπιδρούν είτε αναπτύσσονται αυτόνομα στις αποφάσεις που λαμβάνονται από τους γεννήτορες. Μεγάλο ποσοστό των έκθετων παιδιών σήμερα είναι από τοξικομανείς μητέρες, άλλα απορρίφθηκαν από τους γεννήτορες τους λόγω προβλημάτων υγείας των βρεφών και άλλα λόγω οικονομικής αδυναμίας. Όλοι σχεδόν οι λόγοι και αιτίες αυτής της στάσης, πηγάζουν από τη παρουσία εξουσιαστικών, εκκλησιαστικών και οικονομικών θεσμών και την παρουσία του κράτους στις ζωές των ανθρώπων.

Print Friendly, PDF & Email