Κοινοβουλευτισμός με δόντια

Πόση αστυνομοκρατία και στέρηση ελευθεριών μπορεί να χωρέσει τελικά ένα κοινοβουλευτικό κέλυφος; Το ερώτημα δεν είναι καθόλου θεωρητικό, από τη στιγμή που η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει προαναγγείλει ότι «θα γκρεμίσει τις παθογένειες της Μεταπολίτευσης» –της μοναδικής, ουσιαστικά, περιόδου του εικοστού αιώνα, κατά την οποία η έννοια της δημοκρατίας είχε στη χώρα μας πραγματικό νόημα.

Οπως διαπιστώνουμε από τα αλλεπάλληλα σχετικά νομοθετήματα της τελευταίας διετίας και τις διακηρύξεις που τα συνοδεύουν, στόχος των κυβερνώντων δεν είναι βέβαια η κατάργηση του κοινοβουλευτισμού, αλλά η επιστροφή σε μια κοινωνικά αποστειρωμένη και πολιτικά άκρως αυταρχική εκδοχή του, όπως αυτή που είχε επιβληθεί διά ροπάλου στη χώρα κατά τις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες και δοκίμασαν ανεπιτυχώς να μονιμοποιήσουν θεσμικά ο Καραμανλής το 1963 και ο Παπαδόπουλος το 1973. Θωράκιση που κρίνεται προφανώς απαραίτητη, εν όψει της όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και της συνακόλουθης απομάγευσης μιας μεγάλης μερίδας μεσοστρωμάτων από τις νεοφιλελεύθερες επαγγελίες.

Η φαλκίδευση των δημοκρατικών ελευθεριών διαθέτει άλλωστε ήδη ένα αξιοσημείωτο μαζικό έρεισμα, στα κοινωνικά εκείνα στρώματα που εκτιμούν ότι θα βγουν κερδισμένα από την καταστροφή κάθε θεσμικής προστασίας της μισθωτής εργασίας και από την επιστροφή σ’ ένα ξετσίπωτα πελατειακό κράτος. Το επιβεβαιώνει περίτρανα η πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron Analysis, στα τέλη Φλεβάρη, για τη στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην πανδημία και στους διαχειριστές της έναν χρόνο μετά το πρώτο λοκντάουν.

Οπως και τον Δεκέμβρη του 2008, βρισκόμαστε μπροστά σε δύο Ελλάδες κάθετα διαχωρισμένες με κριτήρια ηλικιακά, ταξικά και ιδεολογικά· το εντυπωσιακότερο εύρημα είναι ωστόσο ένα τρομακτικό 38% το οποίο συμφωνεί με την εκτίμηση (που του υπέβαλαν οι δημοσκόποι για λογαριασμό της «Λέσχης Ιδεών» του Ευάγγελου Βενιζέλου) πως «η πολλή δημοκρατία βλάπτει την ισχύ των χωρών και τελικά τους ίδιους τους πολίτες». Η πολιτική προέλευση αυτού του 38% δεν διευκρινίζεται, σε αντίθεση με τις απαντήσεις στα υπόλοιπα ερωτήματα, ενδεχομένως επειδή είναι κάτι παραπάνω από ευνόητη: μια Δεξιά «του νόμου και της τάξης», που νοσταλγεί, αν όχι τον Παττακό, τουλάχιστον τη σιδερένια φτέρνα του «εθνάρχη» όταν (τον) ψήφιζαν και τα δέντρα.

Φως φανάρι ότι βρισκόμαστε μπροστά στους καρπούς της συστηματικής καμπάνιας για την απονομιμοποίηση της Μεταπολίτευσης, που ξεκίνησε εκείνο το «αντιτρομοκρατικό» καλοκαίρι του 2002 και κορυφώθηκε το 2010-2011 από τη μνημονιακή προπαγάνδα, με μπροστάρηδες κυρίως το συγκρότημα Αλαφούζου, το «Πρώτο Θέμα» του Αναστασιάδη και το protagon.gr του Σταύρου Θεοδωράκη (βλ. «Ετσι δέθηκε το “μίσος”», «Εφ.Συν.», 23/5/2020). Η κατασυκοφάντηση της μοναδικής περιόδου της ιστορίας του ελληνικού κράτους στην οποία η κινητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων διεύρυνε διαρκώς τις ελευθερίες και πολλαπλασίασε τις κοινωνικές κατακτήσεις τους δεν ήταν βέβαια καθόλου τυχαία. Ούτε πρόκειται, φυσικά, να σταματήσει.

Χωροφύλαξ εξ Οξφόρδης

Το πιο πρόσφατο δείγμα τέτοιας δαιμονοποίησης δημοσιεύθηκε στις 7/3 στην «Καθημερινή», με τίτλο «Το μεταπολιτευτικό “παρακράτος”» και συντάκτη τον γνωστό Στάθη Καλύβα, καθηγητή πολιτικής επιστήμης στην Οξφόρδη και μέλος της ανεκδιήγητης «Επιτροπής Ελλάδα 2021» που συγκρότησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης μ’ επικεφαλής τη Γιάννα Αγγελοπούλου.

Το θεώρημα του κ. Καλύβα είναι εξαιρετικά απλό και ισοδυναμεί με μηχανική μεταφορά ενός παλιότερου ερμηνευτικού σχήματός του, από τον χώρο της ιστοριογραφίας σε αυτόν της «πολιτικής βίας». Το προδικτατορικό «λεγόμενο “παρακράτος”», εξηγεί στο πρώτο μέρος του άρθρου, απαρτιζόταν από κάποιους «εξωθεσμικούς μηχανισμούς οι οποίοι συνδέονταν παρασκηνιακά με κρατικούς παράγοντες, κυρίως στο παλάτι και στις Ενοπλες Δυνάμεις»· «οι παρεμβάσεις του ήταν συνήθως βίαιες και στο στόχαστρο βρισκόταν το Κέντρο και ιδίως η Αριστερά».

Μέχρις εδώ, τίποτα το αξιοπερίεργο. Μπορεί ο καλός επιστήμων να ξεπλένει διακριτικά τον εθνάρχη Καραμανλή που έστησε αυτοπροσώπως αυτούς τους «εξωθεσμικούς μηχανισμούς» μετά την εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ το 1958, η αποσιώπηση αυτής της σχέσης αποτελεί όμως έτσι κι αλλιώς κοινό τόπο για σύμπασα τη δεξιά πολιτική επιστήμη και ιστοριογραφία. Εκεί όπου ο κ. Καλύβας πρωτοτυπεί είναι στη συνέχεια του άρθρου, με την αναγόρευση σε «παρακράτος» των μαζικών κινημάτων της Μεταπολίτευσης. «Παρακράτος» που, όπως ξεκαθαρίζει, προέκυψε μάλιστα λόγω… υπερβολικής δημοκρατίας:

«Η υποδειγματική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος στα χρόνια της Μεταπολίτευσης», διαβάζουμε, «πρόσφερε γόνιμο έδαφος στην ανάπτυξη νέων εξωθεσμικών μηχανισμών. Αυτοί μπορεί να διέφεραν σε αρκετά σημεία από το προδικτατορικό παρακράτος, αλλά μοιράζονταν με αυτό ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, κυρίως τη χρήση της βίας ως μέσου πολιτικής παρέμβασης και διαμόρφωσης των εξελίξεων. Τώρα βέβαια μπήκε η Δεξιά στο στόχαστρο, ενώ η δράση του [του νέου “παρακράτους“] συνδύασε μια χαμηλής έντασης, αλλά συνεχή, πεζοδρομιακού τύπου βία με τη δράση ένοπλων “ανταρτών πόλης”, δηλαδή τρομοκρατών».

Στην επόμενη παράγραφο πληροφορούμαστε ότι «το παρακράτος επανάκαμψε δυναμικά μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008» και πως απ’ αυτό ακριβώς «εκπορευόταν η βία» της πρώτης μνημονιακής περιόδου («προπηλακισμοί υπουργών ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. αλλά και άλλων, επιθέσεις, π.χ., στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, βομβιστικές ενέργειες κ.λπ.»). Οσοι εκλάμβαναν αυτά τα ξεσπάσματα ως «αποτέλεσμα του θυμού της κοινωνίας» υπήρξαν, απλώς, «αφελείς».

Μπροστά σ’ αυτή τη βαθυστόχαστη ανάλυση, σηκώνει ψηλά τα χέρια όχι μόνο η επιστήμη αλλά και η απλή λογική. Να υποθέσουμε πως οι διαδηλωτές απεργοί, φοιτητές και λοιποί ατίθασοι νέοι της Μεταπολίτευσης είχαν κέντρα συντονισμού και ορμητήρια τα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα, όπως προδικτατορικά οι (αυθεντικοί) παρακρατικοί του Καραμανλή; Οταν πάλι «το παρακράτος επανάκαμψε δυναμικά μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008», σε ποιανού ακριβώς κράτους τις εντολές υπάκουε; Αυτού που μόλις είχε «επανιδρύσει» ο Καραμανλής τζούνιορ ή της «Δανίας του Νότου» που οραματιζόταν ο ελάσσων Παπανδρέου, με υπουργό αστυνομίας τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη; Από ποιο παρακράτος «εκπορεύθηκε», τέλος, η αντιμνημονιακή εξέγερση του 2010-2012; Του ΠΑΣΟΚ, που κυβερνούσε στις δύο από τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες, ή της Ν.Δ., που κατείχε τα ηνία του κράτους στο υπόλοιπο τρίτο;

Ή μήπως «παρακράτος» ίσον «πολιτική βία», δίχως άλλα προαπαιτούμενα –πέραν, ίσως, της «ασυλίας σε έναν ευρύτερο πολιτικό χώρο», ακόμη κι εσαεί αντιπολιτευόμενο ή σχεδόν περιθωριακό; Φως φανάρι πως ο «μη αφελής» φωστήρας εξ Οξφόρδης έχει ξεφτιλίσει ακόμη και τις πιο στοιχειώδεις έννοιες της επιστήμης που (υποτίθεται ότι) θεραπεύει, στην προσπάθειά του να νομιμοποιήσει διά των τίτλων του την ακροδεξιά πολιτική μιας στριμωγμένης κυβέρνησης.

Κάποια εκδοχή «παρακρατικών», καθόλου συγκρίσιμη με τους προδικτατορικούς ομολόγους τους, εξακολούθησε βέβαια να υφίσταται και στα μεταπολιτευτικά χρόνια –στην εντελώς αντίθετη πλευρά, όμως, από εκείνη στην οποία τους διέγνωσε ο αρθρογράφος. Αναφερόμαστε, φυσικά, στους ΕΠΕΝίτες του Βορίδη (και κάποιους ΠΑΣΟΚους) που συνέδραμαν στρατιωτικά την ΕΛ.ΑΣ. κατά τη δεκαετία του ’80, αλλά και στους χρυσαυγίτες που φωτογραφίζονταν άφοβα στις 2/2/2008 (επί Ν.Δ., με υπουργό Δημόσιας Τάξης τον Προκόπη Παυλόπουλο) στο πλευρό των ΜΑΤ με παλούκια και στιλέτα ανά χείρας.

Οπως και στα παλιότερα θεωρήματα του Καλύβα για τη δεκαετία του ’40, έτσι κι εδώ η όλη ταχυδακτυλουργία βασίζεται στην έντεχνη εξαφάνιση (από τη φιλοτεχνούμενη εικόνα) του ίδιου του κράτους. Ενός ολόκληρου θεσμικού πλέγματος, δηλαδή, που αντανακλά μεν έμμεσα τον εκάστοτε κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων, διαθέτει όμως –ιδίως ο σκληρός πυρήνας του– αξιοσημείωτη πολιτική κι επιχειρησιακή αυτοτέλεια.

Για τα πεπραγμένα αυτού του κράτους στο πεδίο των πολιτικών ελευθεριών μέχρι το 1974 (προτού δηλαδή επέλθει η Μεταπολίτευση, τις φιλελεύθερες «παθογένειες» της οποίας υπόσχεται να εξαλείψει ο κ. Μητσοτάκης), αποκαλυπτικά είναι δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, με εξαιρετικά εύγλωττες μαρτυρίες ανθρώπων πολύ διαφορετικών μεταξύ τους.

Η δημοκρατία του εθνάρχη

Το πρώτο είναι τα απομνημονεύματα του πρώην βουλευτή και υφυπουργού του ΠΑΣΟΚ, Φοίβου Ιωαννίδη, στελέχους της Νεολαίας της Ενωσης Κέντρου (ΕΔΗΝ) προδικτατορικά και αγωνιστή της κεντρώας αντιστασιακής οργάνωσης ΔΕΚΑ επί χούντας («Μια ζωή γεμάτη», Αθήνα 2020, εκδ. Καστανιώτη). Στις σελίδες του σκιαγραφείται γλαφυρά η ριζοσπαστικοποίηση ενός νέου από την επαρχία αρκούντως μετριοπαθούς μεν, αλλά που η αντιπαράθεση με το αστυνομοκρατούμενο προδικτατορικό κράτος τον μετέτρεψε –για λόγους πολιτικής συνέπειας και προσωπικής αξιοπρέπειας– σε «αντικαθεστωτικό στοιχείο».

Μεγάλο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει η εξιστόρηση της σύντομης δυναμικής δράσης της ΔΕΚΑ το 1967, η βασανιστική ανάκριση του αφηγητή στην Ασφάλεια, η δίκη στο Στρατοδικείο και η διαβίωσή του την επόμενη εξαετία στις φυλακές της Αίγινας, της Χαλκίδας και του Κορυδαλλού.

Εξίσου ενδιαφέρουσες αποδεικνύονται όμως και οι αναμνήσεις από τα μαθητικά του χρόνια στο Κολλέγιο Αθηνών, όταν αντέδρασε δυναμικά στο κοινωνικό μπούλινγκ που υπέστη ως επαρχιώτης υπότροφος από τους αστούς συμμαθητές του· το ίδιο και κάποιες τολμηρές παραδοχές, όπως η διαπίστωσή του ότι στο επίλεκτο αυτό ίδρυμα «μεγαλύτερο κύρος είχαν όσοι διακρίνονταν στον αθλητισμό, κυρίως στο μπάσκετ και στο ποδόσφαιρο, και όχι όσοι πρώτευσαν στα μαθήματα» (σ.83).

Απ’ όλα αυτά, επιλέγουμε εδώ ένα απόσπασμα που σχετίζεται άμεσα με την ποιότητα της δημοκρατίας όταν κυβερνούσε η προδικτατορική Δεξιά: τις αναμνήσεις του αφηγητή από την προσπάθειά του να οργανώσει τον Μάιο του 1963, ως πρόεδρος της ΕΔΗΝ του Ηρακλείου, μια δημόσια εκδήλωση καταγγελίας της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη:

«Στις κρίσιμες μέρες πριν από την πάνδημη συγκλονιστική κηδεία του Λαμπράκη, έμπλεος αγανάκτησης για την άγρια δολοφονία του ηρωικού βουλευτή της ΕΔΑ αποφάσισα την πραγματοποίηση συγκέντρωσης διαμαρτυρίας στα γραφεία μας, που ήταν στο Μεϊντάνι, στο κέντρο του Ηρακλείου. Θα χρησιμοποιούσα το μπαλκόνι των γραφείων –γιατί άδεια για ανοιχτή συγκέντρωση δεν θα μπορούσα βέβαια να πάρω– και τη μικροφωνική εγκατάσταση που είχαμε, για να ακούγεται η ομιλία μου στην πλατεία των Λιονταριών. Με την εξαγγελία της συγκέντρωσης δέχτηκα πολλά ανώνυμα απειλητικά τηλεφωνήματα και προειδοποιήσεις από την Ασφάλεια Ηρακλείου ότι δεν έχω άδεια για συγκέντρωση και θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες.

Η σοβαρότερη απειλή προήλθε από γνωστό αντάρτη, καπετάνιο της Κατοχής, παλιό βενιζελικό μάλιστα, που με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε επί λέξει: “Τι κάνεις εσύ, ρε; Ποιον ρώτησες για να κάνεις συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τον θάνατο ενός κομμουνιστή; Τι δουλειά έχουμε εμείς οι βενιζελικοί με τους κομμουνιστές; Να ματαιώσεις αμέσως τη συγκέντρωση που πας να κάνεις”.

Του απάντησα ότι εμείς κάνουμε ανένδοτο αγώνα κατά του παρακράτους της Δεξιάς και ο αρχηγός μας, ο Γ. Παπανδρέου, κατήγγειλε τη δολοφονία του Λαμπράκη, για την οποία κατηγόρησε την κυβέρνηση Κ. Καραμανλή ως ηθικό αυτουργό. “Αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Ούτε ο Παπανδρέου δεν συγκάλεσε συγκέντρωση. Ακούς τι σου λέω, να ανακοινώσεις αμέσως τη ματαίωση γιατί θα έρθω ο ίδιος εκεί να σου σπάσω τα μούτρα και τα πόδια”, και έκλεισε το τηλέφωνο.

Στη σκέψη μου ήταν σαφές ότι τον είχε επιστρατεύσει η Ασφάλεια για να με φοβίσει και να καμφθώ. Το βραδάκι, στις 7 μ.μ., ήταν η ώρα της συγκέντρωσης. Στα γραφεία είχαν έρθει καμιά εικοσαριά μέλη μας και άλλα τόσα ήταν στο πεζοδρόμιο, κάτω από το μπαλκόνι από το οποίο θα μιλούσα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν καμιά σαρανταριά, προφανώς οπαδοί της ΕΔΑ, πολλούς από τους οποίους γνώριζα. Στους δρόμους γύρω από τα γραφεία ήταν δεκάδες χωροφύλακες, άλλοι ένστολοι και άλλοι με πολιτικά, που κοίταζαν προκλητικά και κατέγραφαν τους συγκεντρωμένους. Υπήρχε κλίμα γενικής τρομοκρατίας. Οταν βγήκα στο μπαλκόνι πρόσεξα ότι στην ταράτσα τού απέναντι αστυνομικού τμήματος είχε στηθεί ένα πολυβόλο που στόχευε στα γραφεία μας! Δεν ξέρω αν αυτό έγινε για εκφοβισμό ή για να προστατεύσουν το τμήμα από ενδεχόμενη επίθεση του πλήθους, που ανοήτως φοβούνταν ότι θα είναι μεγάλο παρά την τρομοκρατία» (σ.148-9).

Ολα αυτά συνέβαιναν όχι σε κάποιο προπύργιο της σκληρής Δεξιάς, αλλά στην πρωτεύουσα ενός νομού όπου λίγους μήνες αργότερα η Ενωση Κέντρου θ’ αποσπούσε το 64% των ψήφων, η ΕΔΑ άλλο ένα 11,6% και η ΕΡΕ μόλις 23,1%.

«Το νησί του θανάτου»

Επί κοινοβουλευτισμού υπήρξαν όμως και πολύ χειρότερα. Το διαπιστώνουμε, για μιαν ακόμη φορά, διαβάζοντας το πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Δαμασκηνού για τους εκτοπισμένους στη Γαύδο («Εξόριστοι στο “νησί του θανάτου”», Αθήνα 2020, εκδ. Παρασκήνιο). Φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, ο συγγραφέας έχει συγκεντρώσει εκεί οτιδήποτε γράφτηκε κατά καιρούς σε εφημερίδες, απομνημονεύματα ή ειδικές εκδόσεις (όπως η νουβέλα του Στάβρου Τσακίρη) για τους εκατοντάδες πολίτες που εξορίστηκαν στο νοτιότατο αυτό νησί της Ελλάδας μεταξύ 1926 και 1951, στο πλαίσιο της δικαστικής κι εξωδικαστικής καταστολής του «εσωτερικού εχθρού». Μια εποχή που τα ξερονήσια, αντί για ειδυλλιακοί τόποι καλοκαιρινών διακοπών, ήταν συνώνυμα της απομόνωσης και των ανατριχιαστικών στερήσεων όσων εγκλωβίζονταν εκεί σαν «λεπροί», για να μη μολύνουν πλέον (όπως εξηγούσε σε κύριο άρθρο της η «Καθημερινή») με τις ιδέες τους την υπόλοιπη, υγιή κοινωνία.

Για προφανείς λόγους, μεγαλύτερο ενδιαφέρον εμφανίζουν κι εδώ οι 215 πρώτες σελίδες του βιβλίου, με τις μαρτυρίες για τη ζωή των εκτοπισμένων στη Γαύδο προτού εγκαθιδρυθεί η μεταξική δικτατορία. Είτε οδηγούνταν εκεί για την έκτιση παρεπόμενης ποινής είτε στο πλαίσιο «προληπτικής» διοικητικής δίωξης με απόφαση της τριμελούς Επιτροπής Δημοσίας Ασφαλείας (νομάρχης-διοικητής χωροφυλακής-εισαγγελέας), η μοίρα τους ήταν κοινή: ατέλειωτη πείνα, καθώς το νησί είχε ελάχιστη γεωργική παραγωγή και καθόλου αλιεία… Οι αναμνήσεις των εξορίστων (του γιατρού Αντωνιάδη, του Μάρκου Βαφειάδη, του Πολύδωρου Δανιηλίδη, του Γιάννη Ταμτάκου και άλλων) συμπίπτουν πλήρως σ’ αυτό το σημείο· το ίδιο και οι εξιστορήσεις της απεγνωσμένης προσπάθειας για επιβίωση, με την οργάνωση της κοινής ζωής τους στο πλαίσιο της Ομάδας Συμβίωσης ή «Κολλεχτίβας».

Οι σχέσεις με τους ντόπιους αρκετά δύσκολες, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του χωροφύλακα. Ενίοτε και σαφώς εκμεταλλευτικές, όπως πιστοποιούν τα συμβόλαια του 1933 και του 1940 για την ανέγερση της συλλογικής κατοικίας των εξορίστων (διάσημης πλέον ως «σπίτι του Βελουχιώτη»), που μνημονεύει ο συγγραφέας (σ.68-9): δωρεάν διαμονή των ανθρώπων που το έχτισαν για μία μόνο επταετία και στη συνέχεια έναντι ενοικίου στον ιδιοκτήτη του «οικοπέδου». Συγκλονιστικές κορυφώσεις, οι αναφορές στο χρονιάρικο παιδάκι της καπνεργάτριας Αλεξανδρίδου που έκλαιγε διαρκώς το 1932 από την πείνα (για να πεθάνει μερικούς μήνες αργότερα στις φυλακές της Λάρισας), αλλά και στον πνιγμό από τους εξορίστους του αγαπημένου τους σκύλου, όταν δεν μπορούσαν πια να τον θρέψουν.

Οι αποκαλυπτικότερες πληροφορίες σχετίζονται ωστόσο με τους λόγους για τους οποίους κατέληγε κανείς στη Γαύδο: εγκλήματα όπως η απλή διανομή προκηρύξεων (σ.157), η οργάνωση «παράνομης» εργατικής συγκέντρωσης (σ.83) ή η έκδοση ενός φιλοσοβιετικού οδοιπορικού (σ.178). Ακόμη και η… νίκη στις αυτοδιοικητικές εκλογές, όπως στην περίπτωση του «κόκκινου δημάρχου» της Καβάλας, Δημήτρη Παρτσαλίδη (σ.75). Εκτοπίσεις διατάσσονταν και για καθαρά εκδικητικούς λόγους, μετά τη συντριβή λ.χ. του υποψηφίου της Δεξιάς στις εκλογές του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (σ.176).

Η κατάργηση της διοικητικής εκτόπισης υπήρξε, κι αυτή, μια από τις μεγάλες «παρενέργειες» της Μεταπολίτευσης. Οταν στις 8/11/1976 ο Καραμανλής προσπάθησε να την επαναθεσπίσει, ξεσηκώθηκαν ακόμη και οι πέτρες, αναγκάζοντάς τον ν’ αναδιπλωθεί μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα. Ιστορία που ελπίζουμε να μην επαναληφθεί, ούτε καν ως φάρσα.

πηγή: kar.org.gr

Print Friendly, PDF & Email