Η επιλογή της κατώτατης ασφαλιστικής κλίμακας των μη μισθωτών, αποδεικνύει ότι ο «βασιλιάς είναι γυμνός».

Γράφει στο peripteron.eu ο Διονύσης Τεμπονέρας Δικηγόρος – Εργατολόγος

Η είδηση ότι εννιά στους δέκα μη μισθωτούς, επέλεξαν την κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία για το 2021, ήταν αναμενόμενη. Κυρίως λόγω της πανδημίας, και της οικονομικής κρίσης, το εύρος της οποίας, παραμένει ακόμα, απροσδιόριστο.

Πάνω από 1,157 εκατ. ελεύθεροι επαγγελματίες, αυταπασχολούμενοι και αγρότες επί συνόλου 1,287 εκατ., επέλεξαν να ενταχθούν στην 1η, επί συνόλου 7 ασφαλιστικών κατηγοριών, λαμβάνοντας υπόψη και την ειδική κατηγορία, των νέων επαγγελματιών.

Θυμίζουμε ότι, η κυβέρνηση το 2020, μετά τις αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ, ψήφισε τον ν.4670/2020 που κατήργησε τον περίφημο ν.4387/2016, γνωστό και ως «νόμο Κατρούγκαλου». Ο ισχύων νόμος, αύξησε τις ελάχιστες εισφορές κατά 20%(από 185 ευρώ το μήνα, η ελάχιστη εισφορά σκαρφάλωσε, στα 220 ευρώ) ενώ αποσύνδεσε την ασφαλιστική εισφορά, από το εισόδημα.

Το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης τότε, ήταν ότι με το νέο νόμο, εισάγεται ένα απλοποιημένο σύστημα 7 κλάσεων, σύμφωνα με το οποίο, οι ασφαλισμένοι, επιλέγουν την κλίμακα που επιθυμούν στις αρχές κάθε έτους, γνωρίζοντας και τι σύνταξη θα λάβουν.

Έτσι, το νέο σύστημα, καταργούσε την «δημευτική πρόβλεψή» του προηγούμενου νόμου ο οποίος προέβλεπε το εξής «εξωφρενικό»: Τον υπολογισμό των εισφορών στη βάση του φορολογητέου εισοδήματος. Δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχτεί ότι, ο ν. 4387/2016 είχε σημαντικά προβλήματα και αδυναμίες(βίαιή και άναρχη ενοποίηση ταμείων, απουσία πόρων, καμία πρόβλεψη για προσλήψεις προσωπικού, σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης κλπ.). Αν υπήρχε όμως μια ορθή ρύθμιση, αυτή ήταν, η σύνδεση της εισφοράς με το εισόδημα, κάτι αντίστοιχο δηλαδή, με αυτό που συμβαίνει με τους μισθωτούς(ο εργοδότης παρακρατεί το 20% από το μισθό του εργαζομένου και το αποδίδει στον e-ΕΦΚΑ για τον κλάδο σύνταξης).

Τι σημαίνει όμως, αυτή η επιλογή των μη μισθωτών και ποιες θα είναι οι συνέπειες, αν το φαινόμενο της επιλογής της κατώτατης κλίμακας, συνεχιστεί και στο μέλλον;

1. Αρχικά, θα συμβεί το προφανές. Οι ασφαλισμένοι που επιλέγουν την χαμηλή κλίμακα θα λάβουν «συντάξεις πείνας». Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά από 35 χρόνια ασφάλισης, ένας γιατρός, μηχανικός ή δικηγόρος, ασφαλιζόμενος στην κατώτατη κλίμακα, θα λάβει μικτή σύνταξη, ύψους 673 ευρώ! Μετά από 40 έτη, ένας ελεύθερος επαγγελματίας θα λάβει σύνταξη 772 ευρώ, μικτά.

2. Τεράστιες, θα είναι οι απώλειες για τα έσοδα του e-ΕΦΚΑ. Το νέο σύστημα εισφορολόγησης προκαλεί «έμφραγμα» στα οικονομικά του ασφαλιστικού γίγαντα της χώρας, αφού συμπιέζει τις εισπράξεις προς τα κάτω. Αν συνυπολογίσει κανείς, την σταδιακώς μειούμενη κρατική χρηματοδότηση, τις απώλειες εσόδων λόγω πανδημίας(το πρώτο δίμηνο του 2021 τα έσοδα του e-ΕΦΚΑ έκλεισαν, με έλλειμα 500 εκατομμύρια ευρώ έναντι του στόχου) και την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, που σχεδιάζει η κυβέρνηση τα επόμενα έτη, τότε το μέλλον των συντάξεων, φαντάζει δραματικό.

3. Η επιλογή αυτή εισφορολόγησης, δεν έγινε καθόλου τυχαία, από πλευράς της κυβέρνησης. Οι αρμόδιοι γνώριζαν πολύ καλά ότι, η συντριπτική πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών, ερχόμενοι από μια δεκαετή μνημονιακή κρίση, υπερδανεισμένοι, θα ήταν αδύνατο να κάνουν διαφορετική επιλογή. Έτσι όμως, ανοίγει ο απαραίτητος «χώρος» για την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης. Τα λεγόμενα μεσοστρώματα, σύντομα θα αντιληφθούν ότι, θα καταλήξουν σε πολύ μικρές συνταξιοδοτικές παροχές και θα αναζητήσουν συμπληρωματικούς πόρους, για «ασφαλή οικονομικά» γηρατειά. Οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες «τρίβουν ήδη τα χέρια τους», για την κατάργηση του προηγούμενου συστήματος, που δεν άφηνε σχετικά περιθώρια. Τώρα όμως, ένας μηχανικός, που έχει μεσαία ετήσια εισοδήματα κοντά στα 20.000-30.000 ευρώ, θα αναγκαστεί να στραφεί στην ιδιωτική ασφάλιση, για να μπορεί να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές εισόδημα, όταν γεράσει.

4. Τέλος η επιλογή αυτή των μη μισθωτών, θα έχει μια παρεπόμενη συνέπεια, που θα επιφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα, στον ίδιο τον «πυρήνα» της κοινωνικής ασφάλισης. Ένας νέος λογιστής, που ανακαλύπτει ότι, μετά από 40 έτη στη δουλειά, θα λάβει 650 ευρώ «καθαρή» σύνταξη, θα οδηγηθεί στο αμέσως επόμενο ερώτημα-συμπέρασμα: «Για ποιο λόγο να πληρώνω εισφορές στα ταμεία για κοινωνική ασφάλιση, αφού η σύνταξη που θα λάβω, θα είναι πενιχρή; Άρα, ας μην πληρώνω καθόλου εισφορές ή ας έχουν αυτές προαιρετικό χαρακτήρα». Και κάπως έτσι αποδομείται «από τα κάτω», ο ίδιος ο θεσμός της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, για χάρη των ιδιωτικών ασφαλιστικών κολοσσών.

Το αφήγημα περί ανάπτυξης και νέων μεγαλύτερων συντάξεων, που «έπαιξε» η κυβέρνηση πριν ένα χρόνο, καταρρέει, μέσα σε λίγους μήνες, αποδεικνύοντας πως η «ελεύθερη αγορά», έχει σαφή και προκαθορισμένα όρια. Η πανδημία άλλωστε, όπως και στην υγεία, κατέδειξε περίτρανα ότι, η στήριξη του κοινωνικού κράτους είναι μονόδρομος, για να μην περάσουμε σε παλιότερες προ-δημοκρατικές κοινωνίες, όταν τα μεσαία και φτωχά λαϊκά στρώματα, πέθαιναν αβοήθητα, μόλις αποσύρονταν από την «γραμμή παραγωγής».

Η λύση είναι μία. Να πληρώσουν αυτοί που έχουν και όσοι συσσώρευσαν υπερκέρδη όχι μόνο κατά το διάστημα της πανδημίας, αλλά και όλη την προηγούμενη περίοδο. Αν συμφωνήσουμε ότι, θέλουμε να έχουμε δημόσια σχολεία, νοσοκομεία, κοινωνική ασφάλιση κλπ., άλλος δρόμος δεν υπάρχει.