Εκκλησία και Πολιτική
γράφει στο peripteron.eu ο Βαγγέλης Πάλλας, Δημοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ/SPJ
Κράτος και Εκκλησία στη Νέα Εποχή
Η πολιτική είναι αναμφισβήτητα ο κατ’ εξοχήν χώρος του σχετικού. Μόνο φανατικοί ή αφελείς δεν το αντιλαμβάνονται και πονηροί προσπαθούν να το κρύψουν. Η σχετικότητα αφορά την αντιμετώπιση των κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων και πηγάζει από το ότι, αντίθετα απ’ ό,τι νόμισε ο Καντ, δεν υπάρχει «πρακτικός λόγος» που να υποδεικνύει κάθε φορά ένα μονόδρομο για την «ορθή» λύση των ζητημάτων αυτών. Η πολυφωνία της δημοκρατίας οφείλεται σε αυτό το φιλοσοφικό δεδομένο. Η αλήθεια αυτή κινδυνεύει όχι μόνο από ολοκληρωτικές ιδεολογίες και αυταρχικά καθεστώτα -που μπορεί να είναι μόνο κατά φαινόμενο δημοκρατικά («ελευθεριάζουσες φυλακές»)- αλλά και από εκείνες τις θρησκείες -που είναι οι περισσότερες- που αγνοούν τη διάκριση Θεού και Καίσαρος (πολιτικής εξουσίας) και νομίζουν ότι μπορούν να δίνουν μονοδρομικές λύσεις στα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα.
Η χριστιανική πίστη -η γνήσια- όχι μόνο δεν ανήκει σ’ αυτές τις θρησκείες, αλλά καταργεί εκ βάθρων αυτήν τη σύγχυση, αποσυνδέοντας τον Θεό από τον Καίσαρα, αφαιρώντας δηλαδή από την πολιτική εξουσία κάθε θρησκευτική θεμελίωση και, επομένως, τη δυνατότητα να (αυτοχαρακτηρίζεται «χριστιανική». Αυτή η αποϊεροποίηση της πολιτικής εξουσίας δεν σημαίνει βέβαια αποστασιοποίηση και αδιαφορία για τα πράγματα του κόσμου αυτού: στην ορθόδοξη λατρεία το εκκλησίασμα δια του ιερέως εύχεται «υπέρ του σύμπαντος κόσμου» και «υπέρ πάσης αρχής και εξουσίας». Σημαίνει όμως ότι οι οποιεσδήποτε απόψεις και θέσεις στα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα εξ ορισμού δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν «χριστιανικές» και η διαμόρφωση τους ανήκει αποκλειστικά στην προσωπική ευθύνη του κάθε πιστού.
Η ορθοδοξία διέσωσε διπλά τη γνησιότητα της χριστιανικής πίστης: δεν αυτοπροσδιορίστηκε ως πολιτική εξουσία (όπως έκανε η ρωμαιοκαθολική εκκλησία) και έτσι απέφυγε το μέγιστο κίνδυνο να διαμορφωθεί μια ιεραρχική -πολιτική- δομή που να θεωρείται αυτή ως εκκλησία· στην καθ’ ημάς Ανατολή, εκκλησία δεν είναι η διοίκηση της εκκλησίας ούτε το σύνολο των κληρικών, αλλά το σύνολο των πιστών, το σώμα Χριστού.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι στα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα μόνο προσωπικές απόψεις μπορούν να εκφράζονται, και κανείς δεν μπορεί να ομιλεί εν ονόματι της εκκλησίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον κλήρο και πρώτα απ’ όλα για τους εκπροσώπους της διοικούσας εκκλησίας. Είναι εξαιρετικά σημαντικό όταν παίρνουν θέση σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, και μάλιστα τρέχοντα ή επίκαιρα, να τονίζουν ότι πρόκειται για προσωπικές απόψεις. Αλλιώς, ο κίνδυνος είναι άμεσος να εκτρέψουν τη χριστιανική πίστη σε ιδεολογία ανάλογη με αυτήν που υπάρχει στο ρωμαιοκαθολικισμό, όπου δίνονται αφ’ υψηλού διαρκώς συνταγές με τη μορφή παπικών εγκυκλίων ή κηρυγμάτων, ή ακόμα στον προτεσταντικό κόσμο, όπου οποιαδήποτε ομάδα αυτοαποκαλείται, αν θέλει, χριστιανική και όπου μπορεί ελεύθερα να γίνεται ανίερη επίκληση του Θεού για οποιαδήποτε επιχείρηση ή για ανομολόγητους πολιτικούς σκοπούς.
Η παραγνωρισμένη από τους διανοουμένους ορθοδοξία έχει αποφύγει αυτές τις στρεβλώσεις, παρά τις πολλαπλές αδυναμίες πολλών εκπροσώπων της, που επιτείνονται από τα στοιχεία εξουσίας που ανεγνώρισε αρχικά η βαυαροκρατία στους επισκόπους και τα οποία δυστυχώς επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Μήπως ορισμένοι εκπρόσωποι της διοίκησης της Εκκλησίας πέφτουν συχνά σε κάτι ανάλογο μ’ αυτό που ο Οδυσσέας Ελύτης είχε ονομάσει «μεγάλη αμαρτία»;
Ο σεβασμός στην ελληνική Εκκλησία και την αποστολή της είναι δεδομένος. Όμως ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιβάλλει να αναγνωρίζουμε απολύτως σε όλους τους πολίτες το δικαίωμα τους να θρησκεύονται ή όχι. Ανεξάρτητα από το δόγμα ή το θρήσκευμα που επέλεξαν ή κληρονόμησαν από τους προγόνους τους. Δεν αναγνωρίζουμε και δεν μπορούμε να αποδεχθούμε την εμπλοκή εκκλησιαστικών παραγόντων στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Η άσκηση πολιτικής από την Εκκλησία δεν συνιστά ούτε κανονική ούτε θεμιτή κατάσταση. Δεν ανήκει στην αποστολή της και δεν κρίνεται από τον λαό γι’ αυτό. Αντιθέτως, αποτελεί υποχρέωση όλων των πολιτικών παραγόντων της χώρας να μην εμπλέκουν άμεσα ή έμμεσα την Εκκλησία στις πολιτικές τους στοχεύσεις, πολύ περισσότερο στις κομματικές τους επιδιώξεις. Εξίσου αποτελεί υποχρέωση της Εκκλησίας να επιτελεί τον θρησκευτικό και ανθρωπιστικό της ρόλο, χωρίς να εμπλέκεται στα πολιτικά πράγματα. Και ασφαλώς είναι δικαίωμα της να ζητά τη συνδρομή της Πολιτείας, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο και από τις δύο πλευρές, προκειμένου να επιτελέσει τα δικά της ηθικά και πνευματικά καθήκοντα.
Γίνεται πια σαφές ότι η λύση του μέλλοντος είναι ο πλήρης και σαφής διαχωρισμός των ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας. Άλλωστε, η πίστη και η επιλογή του θρησκεύεσθαι αφορά τη συνείδηση των ανθρώπων. Η πολιτική αφορά τους τρόπους οργάνωσης της κοινωνίας με τις διαδικασίες που προβλέπονται από το δημοκρατικό πολίτευμα. Οποιαδήποτε σύγχυση δημιουργεί περιπλοκές. Δημιουργεί προβλήματα στους πολίτες που επιθυμούν γνήσια να θρησκεύονται ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους επιλογές και να πολιτεύονται ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Ισχυρίζομαι ότι στη νέα εποχή, την περίφημη εποχή της παγκοσμιοποίησης, ο ρόλος των παραδοσιακών θρησκειών ενδυναμώνεται. Η ανασφάλεια και οι αβεβαιότητες που γεννά αντικειμενικά το νέο περιβάλλον στους ανθρώπους δημιουργούν σε πολλούς και πολλές – περισσότερους/ες από ό,τι στο παρελθόν – την αναζήτηση στη θρησκεία καταφυγίου ελπίδας για τις προσδοκίες τους και ανακούφισης από τις αγωνίες τους.
Ιδιαίτερα η Ορθοδοξία έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι είναι σε θέση να λειτουργεί και να εδράζεται σε πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές πραγματικότητες, όχι ως δύναμης επιβολής αλλά ως δύναμη υπεράσπισης των πανανθρώπινων αξιών που εμπεριέχονται στη χριστιανική πίστη.
Νομίζω ότι και στις σημερινές συνθήκες μπορεί αναμφίβολα να συμβάλλει ακόμη περισσότερο στην προσέγγιση των ανθρώπων μεταξύ τους, στην ομαλή ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία από άλλους δρόμους και μεγάλους τρόπους από αυτούς που χρησιμοποιεί η πολιτική.
Μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη κουλτούρας διαλόγου, συνεννόησης και ανθρωπιάς πού τόσο έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα στην ταραγμένη περιοχή των Βαλκανίων. Μπορεί να εργασθεί για την ανακούφιση όσων υποφέρουν» ανεξάρτητα από το θρήσκευμα, το φύλο ή τη φυλή.
Στην προοπτική της ενωμένης και διευρυμένης Ευρώπης, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει, λοιπόν, σημαντικό κοινωνικό και υπερεθνικά ρόλο. Σ’ αυτόν της τον ρόλο και το έργο όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες θα είναι σταθερά και αταλάντευτα στο πλευρό της.
















