Αμερικάνικες επιχειρήσεις… συνεργάτες του 3ου Ραϊχ

γράφει στο peripteron.eu ο Βαγγέλης Πάλλας, ∆ηµοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ / SPJ

Πριν και κατά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο οι Αμερικάνοι βιομήχανοι δεν συμβιβάστηκαν απλώς με το ναζιστικό καθεστώς, αλλά συνεργάστηκαν με αυτό. Δυο παραδείγματα: Η ΙΤΤ και η Τζένεραλ Μότορς ανέπτυξαν τις επιχειρήσεις τους στη Γερμανία κατασκευάζοντας η πρώτη βομβαρδιστικά αεροπλάνα και η δεύτερη στρατιωτικά οχήματα που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των συμμαχιών στρατευμάτων και δεν ήταν οι μόνες.

Στα μέσα της δεκαε­τίας του 1920 η Γερ­μανία ήταν μια ηττημένη χώρα, κατε­στραμμένη από τον πληθωρισμό και τις επαχθείς αποζημιώσεις που απαι­τούσαν οι Σύμμαχοι. Την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέ­μου ένα δολάριο ισοδυναμούσε με οκτώ μάρκα. Ύστερα από τέσ­σερα χρόνια η αναλογία ήταν ένα προς πεντακόσιες χιλιάδες: ένα πράσινο χαρτονόμισμα (δολάριο) άξιζε τέσσερα εκατομμύρια μάρ­κα. Αλλά στις αρχές της δεκαε­τίας του 1930, η οικονομική ανόρ­θωση της χώρας ήταν θεαματική. Οι υπερατλαντικές εταιρείες με το ισχυρό νόμισμά τους αγόραζαν σε πολύ χαμηλές τιμές ολόκληρα τμήματα της γερμανικής βιομηχα­νίας: οι εταιρείες Φορντ, Τζένεραλ Μότορς, IBM, Ντυπόν ντε Νεμούρ, ITT, Τζένεραλ Ελέκτρικ κ.ά., απέκτησαν μετοχές επιχειρήσεων στις πέραν του Ρήνου περιοχές. Η μορφή του πολιτικού καθεστώτος είχε μικρή σημασία γι’ αυτές δε­δομένου ότι ορισμένοι Αμερικανοί κεφαλαιοκράτες δεν ήταν και τό­σο αδιάφοροι απέναντι στις εθνικο­σοσιαλιστικές «σειρήνες».
Εξάλλου είχαν ειδική μεταχείριση από τις νέες γερμανικές αρχές: στο φύλλο της 4ης Αυγούστου 1933, η εφημερίδα «Τάιμς» της Νέας Υόρκης ανέ­φερε σε ένα άρθρο της ότι ο νέος καγκελάριος Χίτλερ είχε δεχθεί στο Μπερχτεσγκάντεν μια αντιπροσωπία Αμερικανών επιχειρηματιών. Μεταξύ των προσκεκλημένων: ο Σωσθένης Μπεν, διευθυντής της εταιρείας τηλεπικοινωνιών ITT και ο γενικός αντιπρόσωπός του στη Γερμανία, Χένρυ Μαν. Ο Μπεν ζήτησε από τον οικονομικό σύμβουλο του Χίτλερ Βίλχελμ Κέπλερ, να του υποδείξει ανθρώ­πους εμπιστοσύνης τους οποίους οι ναζί θα διόρι­ζαν προέδρους στα διοικητικά συμβούλια των περί­που είκοσι θυγατρικών εταιρειών του στη Γερμα­νία. Ο Βίλχελμ Κέπλερ πρότεινε τον Κουρτ φον Σραίντερ, τραπεζίτη του Χίτλερ και μετέπειτα στρα­τηγό των Ες Ες. Ο Σραίντερ έγινε μέλος του διοικη­τικού συμβουλίου της SEG (Κεντρικής Ηλεκτρικής Εταιρείας) που ήταν ιδιοκτησία της ITT. Αυτός ανέ­λαβε να υποστηρίζει όσο το δυνατόν καλύτερα τα συμφέροντα της μητρικής εταιρείας στο Γ’ Ράιχ. Αναδιοργάνωσε τη θυγατρική εταιρεία, διέγραψε τα χρέη της και υπέγραψε νέα συμβόλαια από τα οποία μερικά αφορούσαν την άμυνα. Ένας άλλος πράκτορας με επιρροή, που στρατολόγησε ο Αμε­ρικανός βιομήχανος, ήταν ο Γκέρχαρντ Αλόις Βέ στρικ. Αυτός, όντας επικεφαλής του νομικού γραφείου της εταιρείας Άλμπερτ και Βέστρικ, αντιπροσώπευε ήδη τα συμφέροντα ορισμένων αμερικανικών επιχειρήσεων στη Γερμανία, κυρίως της Κόντακ και της Τεξάκο.
ITT και βομβαρδιστικά
Οι συνεννοήσεις ανάμεσα στην ITT και στο ναζιστικό καθεστώς βρίσκονταν σε πολύ καλό σημείο. Ο Μπεν συναντήθηκε επανειλημμένα με τον Χέρμαν Γκαίρινγκ στον οποίο ο Χίτλερ είχε αναθέσει την εκτέλεση του «τετραετούς σχεδίου». Αυτό εσή- μαινε ότι θα ήταν επικεφαλής σημαντικών βιομηχα­νικών συγκροτημάτων. Το 1938, η εταιρεία του α­πέκτησε το 28% του κεφαλαίου της Φόκε Βουλφ που κατασκεύαζε βομβαρδιστικά αερο­πλάνα. Τον ίδιο χρόνο, την επομένη του Άνσλους (πολιτικής προσάρτησης της Αυστρίας στη Γερμανία), ο Μπεν συνά­ντησε και πάλι τον φύρερ. Η αυστριακή εταιρεία Τσάιχα Νίσι, στην οποία ήταν μέτοχος, μόλις είχε εξαγορασθεί. Όλοι οι Εβραίοι απολύθηκαν συμπεριλαμβα­νομένου και του προέδρου Φρανκ Νίσι. Αν και ο Αμερικανός εξασφάλισε το μέλλον της ITT στο Ράιχ, απέφυγε ω­στόσο να αναφερθεί στην τύχη των Ε­βραίων υπαλλήλων του. Μάλιστα, μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέ­μου το 1939, ο Κουρτ φον Σραίντερ έ­πεισε το Υπουργείο να αποκτήσουν γερμανική ιθαγένεια οι θυγατρικές της ITT, αποφεύγοντας έτσι τα μέτρα με­σεγγύησης που έπλητταν τις ξένες πε­ριουσίες. Ενώ ο κρότος από τις γερμα­νικές μπότες αντηχούσε στην Ευρώπη, οι μεγάλες αμερικανικές εταιρείες εξόπλιζαν το Ράιχ, είτε α­πευθείας είτε μέσω των θυγατρικών τους που λει­τουργούσαν υπό τη διαχείριση ουδετέρων χωρών, κυρίως της Ελβετίας. Αυτό έκανε και η Τζένεραλ Μότορς. Τα Χριστούγεννα του 1936, ο Τζαίημς Μούνεϋ, αντιπρόσωπος του ευρωπαϊκού κλάδου, βρισκόταν στο Βερολίνο, για να συζητήσει με τον Γιάλμαρ Σαχτ, υπουργό Οικονομικών του Ράιχ. Το σχόλιο του Αμερικανού πρεσβευτή Ουίλιαμ Ντοντ, που δημοσιεύθηκε στους «Τάιμς» της Νέας Υόρκης είναι ενδεικτικό: «Μια κλίκα Αμερικανών βιομηχάνων θα έβλεπε με μεγάλη ευχαρίστηση τη δημι­ουργία ενός φασιστικού κράτους, που θα υποκαθιστούσε τη δημοκρατία μας και θα συνεργαζόταν στενά με τα φασιστικά καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας». Ο διπλωμάτης επαναλαμβάνει επί­σης τα λόγια που είπε «κάποιος σημαντικός ιθύνων ενός μεγάλου οικονομικού οργανισμού μας, ο ο­ποίος ήταν έτοιμος να εγκαθιδρύσει φασιστικό κα­θεστώς στην Αμερική, αν ο πρόεδρος Ρούσβελτ συνέχιζε την προοδευτική πολιτική του κυρίως στον κοινωνικό τομέα». Αυτό, όμως, δεν ανησύχη­σε ιδιαίτερα τον Μούνεϋ. Καθώς ήταν εγκατεστη­μένος στην Αγγλία, ολόκληρο τον Απρίλιο του 1939 έκανε αλλεπάλληλα ταξίδια στο Βερολίνο, όπου συνάντησε όλες τις σημαντικές προσωπικότητες της ναζιστικής Γερμανίας. Ο Μούνεϋ ήταν φίλος του Ράιχ. Το 1938, παρασημοφορήθηκε από τον ί­διο τον Χίτλερ (όπως επίσης ο πρόεδρος της IBM και ο πιλότος Τσαρλς Λίντμπεργκ) με το παράσημο του Αετού, μια ειδική διάκριση για ξένους. Ήταν ε­πίσης ο πιο σημαντικός επενδυτής του Γερμανοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, ενός οργανισμού που διοικούσε ο Γερμανός τραπεζίτης Τέοντορ Γκάουσεμπεκ, πρόεδρος της Ρόμπερτ Μάγιερ Ινκορποραίησον. Η εταιρεία αντιπροσώπευε στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Κουρτ φον Σραίντερ μέσω της τράπεζας του αδελφού του Χένρυ Σρόντερ, ο οποίος είχε εξαμερικανίσει το όνομά του.
Αντί για την έντιμη ειρήνη, που προέβλεπαν οι Συμφωνίες του Μονάχου το 1938, είχαμε τον ατι­μωτικό πόλεμο που άρχισε με την εισβολή των ναζί στην Πολωνία. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1939 η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία μπήκαν στον πόλεμο. Αν και αυτό δεν εμπόδιζε τις εμπορικές δοσοληψίες, μπο­ρούσε ωστόσο να τις δυσχεράνει. Έτσι ο υπουρ­γός Εξωτερικών του Ράιχ, φον Ρίμπεντροπ, ζήτησε από τον Βέστρικ, αντιπρόσωπο των αμερικανικών επιχειρήσεων, να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες την άνοιξη του 1940, για να συναντήσει ορισμέ­νους βιομήχανους μεταξύ των οποίων και τον Φορντ. Η κυρίως αποστολή του ήταν να πείσει τους Α­μερικανούς να σταματήσουν τις αποστολές τροφί­μων στην Αγγλία.
Η εταιρεία Μάγιερ του Γκάουσεμπεκ ετοίμασε το ταξίδι που χρηματοδότησαν ο Σ. Μπεν και ο Τζ. Μούνεϋ. Στις 26 Ιουνίου 1940, όλος αυτός ο καλός κόσμος συναντήθηκε στο ξενοδοχείο «Ουώλντορφ Αστάρια» της Νέας Υόρκης: κύριο «πιάτο» στο με­νού ο πανηγυρισμός για τη γερμανική νίκη επί της Γαλλίας. Μεταξύ των προσκεκλημένων ο Μούνεϋ, ο Φορντ, αλλά και ο Τ. Ρίμπερ της Τέξας Κόμπανυ, ο Ρ. Στράσμπουργκερ, εκατομμυριούχος από την Πενσυλβάνια, με μεγάλα κτήματα στη Γαλλία και στη Γερμανία, οι πρόεδροι της Κόντακ, της Αντεργουντ κ.ά. Η «Νιου Γιορκ Χέραλντ Τρίμπιουν» απο­κάλυψε την όλη υπόθεση. Ο Βέστρικ αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει εσπευσμένα τις Ηνωμένες Πολι­τείες. Όσο για τον Γκάουσεμπεκ, που τον προστά­τευε η ιδιότητα του «διπλωμάτη της Βολιβίας» κα­τέφυγε στη Νότιο Αμερική το 1942. Από εκεί πήγε στο Βερολίνο, έπειτα στο Μονακό όπου ίδρυσε μια τράπεζα και ένα οικονομικό δίκτυο με σκοπό τις ε­μπορικές ανταλλαγές μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Γ’ Ράιχ μέσω ουδετέρων χωρών.
Έφοδος στη γερμανική αγορά
Μικροί-μεγάλοι, οι Αμερικανοί επιχειρηματίες, έ­καναν έφοδο στη γερμανική αγορά. Συχνά το έκα­ναν για επιχειρηματικούς λόγους, άλλες φορές ό­μως γιατί επρόσκειντο στη ναζιστική ιδεολογία. «Η παγκόσμια ειρήνη πραγματοποιείται μέσω του παγκόσμιου εμπορίου», είχε πει ο Τόμας Ουώτσον της IBM, όταν εξελέγη πρόεδρος του Διεθνούς Ε­μπορικού Επιμελητηρίου το 1933. Αυτό το σύνθη­μα έγινε «ο παγκόσμιος πόλεμος (πραγματοποιεί­ται) μέσω του παγκόσμιου εμπορίου».
Συνολικά οκτώ δισεκατομμύρια δολάρια επενδύ­θηκαν στη ναζιστική Γερμανία από τις αμερικανι­κές επιχειρήσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν μπει ακόμη στον πόλεμο και η καρδιά τους έκλινε προς τους Ευρωπαίους πατροπαράδοτους συμμά­χους τους με πρώτη κατά σειράν την Αγγλία παρά τις ελπίδες του Ρίμπεντροπ και τις προσπάθειες του Βέστρικ. To FBI είχε ως αποστολή τον αγώνα εναντίον της διείσδυσης των φιλοναζί στη βιομηχα­νία και στην οικονομία.
Στις 3 Μαΐου 1941 ο αρχηγός του Τζων Έντγκαρ Χούβερ, συνέταξε ένα υπόμνημα προς τον πρόε­δρο Ρούσβελτ: «Στο γραφείο μου έφθασε μια πλη­ροφορία από κοινωνικά υψηλή πηγή και γνωστή για τις επαφές της με ορισμένα εμπλεκόμενα πρό­σωπα (…) σύμφωνα με την οποία ο Τζόζεφ Π. Κέν­νεντυ, πρώην πρεσβευτής μας στην Αγγλία και ο Μπ. Σμιθ, χρηματιστής στην Ουώλ Στρητ, είχαν κά­ποτε στο παρελθόν συναντηθεί με τον Γκαίρινγκ στο Βισύ της Γαλλίας και, στη συνέχεια, ο Κέννεντυ και ο Σμιθ κατέβαλαν ένα σημαντικό χρηματικό ποσό υπέρ της Γερμανίας. Και οι δύο περιγράφονται ως αντιβρετανοί και γερμανόφιλοι».
Και ο πατήρ Κέννεντυ;
Αυτό το υπόμνημα ήταν φοβερά αόριστο και ε­νοχοποιητικό συγχρόνως. Ο Μπ. Σμιθ συνδεόταν φιλικά με τον Κέννεντυ που ήταν πρεσβευτής στο Λονδίνο και έκανε παρέα με τα μέλη μιας ομάδας Άγγλων αριστοκρατών και βιομηχάνων καθαρά φιλοναζί. Μαζί του πλούτισε στο Χρηματιστήριο κατά τη δεκαετία του 1930. Ήταν επίσης γνωστός στη Γενική Ασφάλεια του Παρισιού. Ήταν επικεφαλής πολλών επιχειρήσεων, κυρίως των χρυσωρυχείων του Καναδά, της εταιρείας ελαστικών Τζένεραλ Τάιρ της Νέας Υόρκης και της Τράπεζας Τόμψον και Μάκινουν. Ασκούσε επίσης μεγάλη επιρροή στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Στην Ευρώ­πη απέκτησε τίτλους ευρεσιτεχνίας που εκμεταλλεύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια διακοίνωση του Γάλλου πρεσβευτή στην Ουάσινγκτον, τον Νο­έμβριο του 1939, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ο Σμιθ είχε επισύρει την προσοχή του λόρδου Φορμπς, εμπορικού ακολούθου της Μεγάλης Βρετα­νίας στο Βουκουρέστι, γιατί προσπαθούσε να που­λήσει αλουμίνιο στη Γερμανία με τη διαμεσολάβηση της Ρουμανίας. Στις 7 Δεκεμβρίου 1941, η ιαπω­νική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ άλλαξε άρδην την κατάσταση. Η Αμερική μπήκε στον πόλεμο και ο νόμος περί Εμπορικών Συναλλαγών με τον Εχθρό (Trading with Ennemy Act) απαγόρευσε τις δοσο­ληψίες με τη Γερμανία. Τότε η ITT ανακάλυψε ότι έρρεε πατριωτικό αίμα στις φλέβες της.
Η εταιρεία τοποθέτησε δικούς της ανθρώπους σε όλες τις βαθμίδες του στρατιωτικοβιομηχανικού μηχανισμού. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1942, ο Μπεν ανήγγειλε την κατασκευή ενός εργοστασίου στο Νιου Τζέρσεϋ. Η ITT, με τη βοήθεια Γάλλων μη­χανικών που είχαν καταφύγει στην Αμερική, πραγ­ματοποίησε ορισμένες ανακαλύψεις, όπως τη ρα­διογωνιομετρία υψηλής συχνότητος, που ονομά­σθηκε «Huff-Duff» και που θα χρησίμευε στον εντο­πισμό των γερμανικών υποβρυχίων. Έτσι, ενώ τα α­εροπλάνα «Φόκε Βουλφ» έριχναν τις βόμβες τους στα συμμαχικά πλοία και τα τηλεφωνικά καλώδια της ITT έδιναν πληροφορίες στα U-Boot (τα γερμα­νικά υποβρύχια), τα όργανα εντοπισμού της ITT των Ηνωμένων Πολιτειών προστάτευαν τα συμμα­χικά πλοία από τις τορπίλες του εχθρού.
Μια άλλη ευρωπαϊκή πόλη, όπου παιζόταν η τύ­χη της εμπόλεμης Ευρώπης, ήταν η Βέρνη. Στην Ελβετία, οι Ηνωμένες Πολιτείες διέθεταν μια πρε­σβεία, όπου ένας και μοναδικός διπλωμάτης συ­γκέντρωνε πολλές αρμοδιότητες. Ο Άλεν Ντάλες ήταν τότε επικεφαλής του γραφείου της OSS, της μελλοντικής CIA, της οποίας έγινε αρχηγός μετά τον πόλεμο. Ήταν επίσης και δικηγόρος ορισμένων εταιρειών. Μαζί με τον αδελφό του Τζων Φόστερ Ντάλες (υπουργό Εξωτερικών στη δεκαετία του 1950) διηύθυνε το γραφείο Κρόμγουελ και Σάλιβαν που αντιπροσώπευε δύο εταιρείες χημικών προϊό­ντων, οι οποίες είχαν διασυνδέσεις με τον γερμανι­κό βιομηχανικό όμιλο Φάρμπεν.
Η Κρόμγουελ και Σάλιβαν είχε άμεσες επιχει­ρηματικές σχέσεις με τη γερμανική εταιρεία Άλμπρεχτ και Βέστρικ, εκείνην ακριβώς που υποστήριζε τα συμφέροντα της ITT.
Ο Ντάλες κατάσκοπος
Η αποστολή του Ντάλες ήταν να κατασκοπεύει’ τους ναζί. Και ποιους διάλεξε για να τον περιστοιχί­σουν; Αποκλειστικά γιους μεγάλων αμερικανικών οι­κογενειών βιομηχάνων που είχαν όλες προνομιακές επιχειρηματικές σχέσεις με το ναζιστικό καθεστώς. Στη Ζυρίχη επίσης ο Ντάλες διόρισε έναν πολύ δρα­στήριο υποπρόξενο, πρώην διευθυντή της Τράπεζας Σρόντερ στη Νέα Υόρκη. Με το ένα πόδι στην κατα­σκοπία, με το άλλο στις επιχειρήσεις, ο Άλεν Ντάλες προσπάθησε να συνάψει χωριστή ειρήνη με τους γερμανικούς συντηρητικούς κύκλους και τους αντιναζιστές βιομηχάνους, κυρίως με τη μεσολάβηση του κόμητα Μόλτκε, συγγενή του φον Σραίντερ. Θα τον βοηθούσε ο αρχηγός της υπηρεσίας πληροφο­ριών των …Ες Ες, Βάλτερ Σέλενμπεργκ. Ένα άτομο για το οποίο το FBI διαβεβαίωνε ότι είχε αναλάβει μια αποστολή στις Ηνωμένες Πολιτείες περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930 στον οίκο … Γκάουσεμπεκ!
Από την πλευρά τους, οι διευθυντές της Τζένεραλ Μότορς φρόντιζαν για τα συμφέροντά τους. Παρά τις άριστες σχέσεις ανάμεσα στον Μούνεϋ και στο Γ’ Ράιχ, στις 25 Νοεμβρίου 1942, η ναζιστική κυβέρνη­ση διόρισε τον Καρλ Λούερ, διαχειριστή του συγκρο­τήματος Όπελ στο Ρύσελχαϊμ, θυγατρική εταιρεία, που η Τζένεραλ Μότορς κινδύνευε να χάσει. Αλλά το επαρχιακό εφετείο του Ντάρμστατ διαβεβαίωσε ότι «το κύρος του διευθυντικού συμβουλίου δεν θα πληγεί από αυτή τη διοικητική απόφαση. Οι μέθοδοι και οι υπεύθυνοι της διαχείρισης δεν θα αλλάξουν». Πράγματι, οι διευθυντές της Τζένεραλ Μότορς εξα­κολούθησαν να μετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο της Όπελ και κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Επιπλέον, κατά παράβαση του νόμου Περί Εμπο­ρικών Συναλλαγών με τον Εχθρό, οι πληροφορίες, οι αναφορές, οι μεταφορές υλικού κυκλοφορούσαν α­νάμεσα στο κεντρικό εργοστάσιο του Ντητρόιτ και στις θυγατρικές εταιρείες που είχαν ιδρυθεί στις συμμαχικές χώρες, αλλά και σε εκείνες που είχαν ε­γκατασταθεί στα υπό τον έλεγχο του Άξονα εδάφη. Τα αρχεία της Όπελ αποκάλυψαν ότι, μεταξύ 1942 και 1945, η επιχείρηση ανέπτυξε τη βιομηχανική στρατηγική της σε απόλυτο συντονισμό με τα διά­σπαρτα ανά τον κόσμο εργοστάσιά της, κυρίως με την ιαπωνική Τζ. Μ., την ευρωπαϊκή Τζ.Μ. (Αμβέρσα), στην Τζ.Μ. της Κίνας, της Ουρουγουάης και της Βραζιλίας. Το 1943, ενώ η επιχείρηση εξόπλιζε την αμε­ρικανική αεροπορία, η θυγατρική της Όπελ κατα­σκεύαζε τους κινητήρες του Μέσερσμιτ 262, του πρώτου στον κόσμο καταδιωκτικού με αντιδραστή­ρα. Ικανό να πετάει σχεδόν με ταχύτητα 1.000 χλμ. την ώρα, αυτό το αεροπλάνο ξεπέρασε το αμερικα­νικό Μάσταγκ Ρ-510.
Το «αφεντικό» από την Αμερική
Παρίσι, 25 Αυγούστου 1944. Την ημέρα της Απε­λευθέρωσης, οι υπάλληλοι της ITT στη Γαλλία γιόρ­τασαν το γεγονός στο εργοστάσιο αφού πρώτα ύ­ψωσαν την τρίχρωμη σημαία. Ένα τζιπ σταμάτησε μπροστά στην πόρτα. Και ποιον είδαν να κάθεται δί­πλα στον γιο του που οδηγούσε; Τον ίδιο τον συ­νταγματάρχη Μπεν, που φορούσε μια λασπωμένη στολή εκστρατείας. Επισήμως ο Μπεν ήταν ειδικός των μεταβιβάσεων στον στρατό των ΗΠΑ. Με την ι­διότητα αυτή το αφεντικό από την Αμερική πραγμα­τοποιούσε μια περιοδεία επιθεώρησης των εργοστα­σίων του στην Ευρώπη. Πήγε στην Αμβέρσα, στις Βρυξέλλες και ξαναγύρισε στο Παρίσι. Στο φύλλο της 20ής Σεπτεμβρίου, η αγγλική εφημερίδα «Νταίηλυ Μαίηλ» έγραψε με ποιο τρόπο μια χούφτα Αμερι­κανών βιομηχάνων -από τους οποίους ο ένας ειδι­κευόταν στο «ηλεκτρικό υλικό»- προσγειώθηκε στο Λονδίνο. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Κόρντελ Χωλ θεώρησε καλό να διαψεύσει την είδηση.
Ο Μπεν δεν ήταν το μόνο στέλεχος της ITT που συνόδευε τον αμερικανικό στρατό. Ορισμένοι διευ­θυντές της επιχείρησης φορούσαν στη στολή τους διάσημα στρατηγού. Ένας από αυτούς είχε χρη­ματίσει πρόεδρος του συμβουλίου των ευρωπαϊ­κών θυγατρικών εταιρειών και προήδρευε στο πλευρό του Γερμανού Βέστρικ. Γεγονός που προκάλεσε την αγανάκτηση του Αμερικανού βουλευτή Τζέρυ Βούρχις: ενώπιον του Κονγκρέσου κατηγό­ρησε ανοιχτά «Μια μεγάλη διεθνή εταιρεία η οποία κατέχει στη Γερμανία περιουσία και συμφέροντα των οποίων τη φύση γνωρίζουμε πολύ καλά. Ο α­ντιπρόεδρός της είναι εξουσιοδοτημένος να απο­φασίζει για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε να μην μπορεί η Γερμανία να ανασυγκροτήσει τις επιθετικές δυνάμεις της…».
Τον Οκτώβριο του 1945, η ITT κατάφερε να διαλύ­σει τα αεροναυπηγικά εργοστάσια που βρίσκονταν στον σοβιετικό τομέα της Θουριγγίας και να τα ανασυγκροτήσει μετά στη Νυρεμβέργη, στην αμερικανι­κή ζώνη. Με την υποστήριξη του Βέστρικ, φυσικά.
Τι κρυβόταν πίσω από αυτή τη μεταμόρφωση που έκανε έναν πρώην υποστηρικτή του Χίτλερ, δηλαδή τον Μπεν, να γίνει υπέρμαχος της συμμαχικής υπό­θεσης; Είναι ολοφάνερο ότι ο συνταγματάρχης Μπεν είχε αρχίσει να συνεργάζεται με τις μυστικές μυστικές υπηρεσίες. Με τον Άλεν Ντάλες στ ρόλο του μεσολαβητή και με την υποστήριξη του αμερικανικού στρατού, η ITT μπόρεσε να επανεγκατασταθεί στην Ευρώπη και να διασφαλίσει την προστα­σία του συνεταίρου της, Βέστρικ. Γεγονός που ανη­σύχησε ορισμένους κύκλους στις Ηνωμένες Πολιτεί­ες. Έτσι, το 1946, ο υπουργός Δικαιοσύνης Τομ Κλάρκ, και ο προϊστάμενος της Αντιμονοπωλιακής Υ­πηρεσίας κατέθεσαν αγωγή κατά της ITT. Η κατηγο­ρία αναφερόταν κυρίως στο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου ορισμένοι δεσμοί «διατηρήθη­καν … μεταξύ των εταιρειών ITT και των συμβατικών συνεταίρων της, της ISEC (ευρωπαϊκής θυγατρικής της ITT) που λειτουργούσε στη χώρα του εχθρού ή σε έδαφος κατεχόμενο από τον εχθρό. Και όλα αυτά υπό την υψηλή εποπτεία κάποιου ονόματι Βέστρικ. Σ’ αυτόν είχε αναθέσει ο πρόεδρος της εναγόμενης εταιρείας Σωσθένης Μπεν και για τη διάρκεια της πο­λεμικής περιόδου, τη διαχείριση του συνόλου των θυγατρικών εταιρειών της ITT που είχαν ιδρυθεί σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ε­κτός αυτού, ο Βέστρικ είχε πλήρη εξουσιοδότηση να αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του συγκροτήματος της ITT στη Γερμανία». Κατά την ανάκριση στην ο­ποία υποβλήθηκε μετά τον πόλεμο, ο Γερμανός τρα­πεζίτης Κουρτ φον Σραίντερ διαβεβαίωσε ότι ο Βέστρικ είχε εγκρίνει την αγορά των μετοχών της Φόκε Βουλφ. Και πρόσθεσε: «Από το 1933 έως την κήρυξη του πολέμου, ο συνταγματάρχης Μπεν θα μπορούσε να μεταβιβάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες το μεγαλύ­τερο μέρος των κερδών που είχαν αποφέρει οι θυγα­τρικές της ITT στη Γερμανία αλλά ποτέ δεν μου ζήτη­σε να τον βοηθήσω να το κάνει. Απεναντίας, φαινό­ταν πολύ ικανοποιημένος που μπορούσε να επανε­πενδύει τα κέρδη των εταιρειών που είχε υπό τον έ­λεγχό του στη Γερμανία σε καινούργια κτίρια, σε νέ­ους εξοπλισμούς, καθώς και σε άλλες επιχειρήσεις οπλισμών». Τον ρώτησαν: «Μάθετε απευθείας ή από φήμες αν ο συνταγματάρχης Μπεν ή οι αντιπρόσωποί του αμφισβήτησαν ποτέ τις ενέργειες των επιχειρήσεών του οι οποίες συμμετείχαν στον εξοπλισμό της Γερμανίας με σκοπό τον πόλεμο;» Απάντηση: «Όχι!». Ο φάκελος της ITT έκλεισε χωρίς να υπάρξει συνεχεία. Και όχι μόνο. Το 1967, η εταιρεία εισέπραξε 27 εκατομμύρια δολάρια από την αμερικανική κυβέρνηση για τις ζημιές που είχαν υποστεί τα εργο­στάσιά της στη Γερμανία, και επιπλέον άλλα πέντε ε­κατομμύρια για τις ζημιές που είχαν προκληθεί στα εργοστάσια Φόκε Βουλφ με το πρόσχημα ότι αποτε­λούσαν «αμερικανικές ιδιοκτησίες τις οποίες είχαν καταστρέψει εν μέρει τα συμμαχικά βομβαρδιστικά». Τον ίδιο χρόνο, η Τζένεραλ Μότορς πήρε 33 εκατομ­μύρια δολάρια υπό μορφήν φορολογικών απαλλα­γών επί των κερδών γης για «τις δυσλειτουργίες και τις καταστροφές των εργοστασίων της που κατα­σκεύαζαν αεροπλάνα και μηχανοκίνητα οχήματα στη Γερμανία, Αυστρία, Πολωνία και Κίνα».
Η Φορντ πήρε κάτι λιγότερο από ένα εκατομμύριο δολάρια για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα εργο­στάσιά της κατασκευής στρατιωτικών φορτηγών στην Κολωνία. Χωρίς να λογαριάσουμε τα 38 εκατομ­μύρια φράγκα που κατέλαβε η γαλλική κυβέρνηση του Βισύ στη διάρκεια του πολέμου μετά τον βομ­βαρδισμό του εργοστασίου της στο Πουασύ, όπου κατασκεύαζε είκοσι φορτηγά την ημέρα για λογαρια­σμό της Βέρμαχτ.
Το 1947, ο Τζ. Σ. Μάρτιν, προϊστάμενος του Οικο­νομικού Πολεμικού Τμήματος του αμερικανικού Υ­πουργείου Δικαιοσύνης υπέβαλε την παραίτησή του λέγοντας: «Στη Γερμανία δεν ήταν οι Γερμανοί που μας είχαν υπό τον έλεγχό τους (…). Στη Γερμα­νία είχαμε μπλοκαρισθεί από τους Αμερικανούς επιχειρηματίες (…).