Άγριος αιώνας

γράφει στο peripteron.eu ο Βαγγέλης Πάλλας, ∆ηµοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ / SPJ

ΟΤΑΝ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ ΡΑΓΙΖΕΙ «Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΚΑΘΡΕΠΤΗ ΟΠΟΥ ΑΛΛΟΤΕ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΕ Ο ΒΥΘΟΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΕΑΤΗ» ΠΩΛ ΒΑΛΕΡΥ

Το πιο παράξενο στην εποχή μας είναι η πεποίθηση ότι το κακό έχει ριζώσει στην καρδιά της ιστορίας και, συνάμα, η μα­νιώδης άρνηση αυτής της διαπίστωσης. Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα παρουσιάζει έτσι μια παράξενη ομοιότητα με τον πρω­τόγονο άνθρωπο, που προσπαθεί να απωθήσει το κακό πέραν του γνωστού κόσμου και να το μετατρέψει σε ταμπού. Γι’ αυ­τόν, όπως και για μας, το κακό φέρνει δυστυχία. Αλλά ο κόσμος μας δεν έχει πια σύνορα πέρα από τα οποία θα μπορούσαμε να εξοστρακίσουμε ό,τι δεν θέλουμε να βλέπουμε, και, επιπλέον, η εμπειρία του κακού έχει τέτοια δύναμη στις σύγ­χρονες συνειδήσεις, η αταξία των πνευμάτων και των πραγμά­των είναι τόσο έκδηλη, που μάλλον επείγει να ξαναδώσουμε ισχύ σε ό,τι μπορεί να μετριάσει την πανταχού παρούσα αγωνία. Ο φόβος του αύριο και η αδυναμία μπροστά στις αντιξο­ότητες δεν απειλούν μόνο την ειρήνη των πνευμάτων, αλλά ε­νισχύουν και την αστάθεια των πραγμάτων. Τα πλέον οδυνηρά ερωτήματα για το μέλλον είναι όσα θέτουν οι ταραγμένες επο­χές που γνώρισαν φυσικούς ή πολιτικούς κατακλυσμούς, και που προσμένουν μεταμορφώσεις ή αποκαλύψεις. Αυτό ακρι­βούς διαβάζουμε στα βλέμματα των σύγχρονων μας: την προ­σμονή ενός πράγματος που δεν έχει ακόμα όνομα και που, όπως και το 1905, έχει μυστικούς δεσμούς με την απωθημένη μνήμη και την προσδοκία του μέλλοντος. Η ιστορία του προηγούμενου αιώνα, αυτό το hortus indusus στο οποίο άθελα μας είμαστε αιχμάλωτοι, έχει τόσες δυστυχίες ν’ αναλογιστούμε, ώστε κάποιες φορές νιώθουμε να μας βαραίνουν οι νεκροί που θέρισαν οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις, σαν φαντάσματα που περιπλανιούνται στις πόλεις μας ζητώντας δικαιοσύνη. Όσο για το μέλλον, φαίνεται τόσο βαθιά αποδιαρθρωμένο, ώστε τα σχέδια και οι προσδοκίες είναι ευάλωτα και μετέωρα, όπως, άλλωστε, επισφαλής είναι και η ειρήνη.

Η υπόσχεση του μέλλοντος είναι αυτό που λείπει περισσό­τερο από το σύγχρονο κόσμο, του οποίου η συνείδηση έχει παρακμιακό χαρακτήρα. Η Δύση θα έπρεπε να καταλαβαίνει κα­λύτερα από τον καθένα τι προκαλεί αυτή την παρακμή, γιατί γνωρίζει τα σημάδια της πτώσης και διαθέτει εμπειρία αιώ­νων γύρω από καταστροφές. Έχοντας συμβάλλει επί μακρόν στην πνευματική διάπλαση του κόσμου, δεν αγνοεί το γεγονός ότι το χάος των ιδεών είναι ανησυχητικό ακόμα και όταν το βλέ­πουμε επί το έργον στις δυτικές κοινωνίες. Αυτές έπαψαν πια ν’ αποτελούν πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο και έχασαν ακόμα και τον πιο μετριοπαθή ρόλο τους: την ικανότητα να εμπνέουν. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε ν’ ανταποκριθούν σ’ αυτόν, αφού και οι ίδιες είναι βυθισμένες στην σύγχυση; Ο εκθειασμός της μετριοπάθειας, της επιχειρηματολογίας και της επιστροφής στην ορθολογική δραστηριότητα είναι μια τάση θεμιτή, που έχει και τα πλεονεκτήματα της. Φοβόμαστε όμως ότι αυτή η έκκληση είναι καταδικασμένη να αποτύχει, για δύο τουλάχι­στον λόγους. Ο πρώτος οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο α­παξιώθηκε η λογική επειδή επιτρέπει τη δικαιολόγηση των πάντων, ακόμα και εκείνων που δεν μπορούν με τίποτα να δικαιολογηθούν, και άρχισε να ευημερεί το ψέμα. Οι ιδεολογίες ήταν προϊόντα μιας υπερτροφίας της ορθολογικής δρα­στηριότητας, τις πρώτες εκτροπές της οποίας συναντάμε στον 18ο αιώνα, κι αυτή ακριβώς γέννησε τα τέρατα που προ-αναγγέλθηκαν με τόση διαύγεια έναν αιώνα αργότερα, από οραματιστές όπως ο Νίτσε.

Ο δεύτερος λόγος είναι εντελώς διαφορετικής τάξεως. Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο στις εκφράσεις της σύγχρονης συνείδησης, δεν είναι τόσο το αίτημα για ορθολογισμό, όσο η ανάγκη να δοθεί και πάλι μια θέση στο ανορθολογικό, βασική συνιστώσα του ανθρώπινου ψυχισμού. Ο Καρλ Γιουνγκ ανησυχούσε για μια εξέλιξη που θα καταδίκαζε τα άτομα στην ανισορροπία, καταπιέζοντας ό,τι αποκαλούσε «μυθική πλευ­ρά του ανθρώπου» και απαγορεύοντας την έκφραση όλων όσα δεν μπορεί να συλλάβει το πνεύμα με τη λογική. Τη στιγμή που η θρησκεία επανεμφανίζεται εντυπωσιακά μ’ ένα πρόσωπο βί­αιο και καταστροφικό, θα ήταν τεράστια πρόοδος να αναρωτηθούμε για το πνευματικό κενό που υπονομεύει τις κοινωνί­ες μας και για τις ψυχικές ανισορροπίες που συνοδεύουν αυτό το φαινόμενο. Αν δεν καταφέρουμε να βρούμε μια νέα αρμο­νία μεταξύ ορθολογικού και ανορθολογικού, οι υπερβολές του ενός, όπως και του άλλου -σήμερα, πιθανότατα οι υπερβολές του ανορθολογικού- μπορούν και πάλι να προκαλέσουν συλ­λογικές καταστροφές.

Όσο για τη λογική, θα πρέπει να ξαναβρούμε το νήμα μιας σκέψης χαμένης. Τα ερωτήματα που επί αιώνες ταλάνιζαν την ανθρωπότητα σχετικά με την ανθρώπινη ελευθερία, το νόημα της ιστορίας, την πολιτική ευθύνη, έχουν όλα καταντήσει ύπο­πτα. Δεν έχουν παρ’ όλα αυτά εξαφανιστεί· ωστόσο, από τα τέ­λη του 19ου αιώνα, η πολιτική φαίνεται να έχει ως μοναδικό σκοπό τον εαυτό της -δηλαδή την άσκηση της εξουσίας- ή την ανάπτυξη της οικονομίας.

Ο Άνταμ Σμιθ διείδε τους κινδύνους που ελλοχεύουν στα έ­θνη όπου δεσπόζουν τα οικονομικά συμφέροντα: «Η διάνοια συρρικνώνεται, η πνευματική ανύψωση καθίσταται ανέφικτη… και σε λίγο το πνεύμα του ηρωισμού θα σβήσει εντελώς.» Και κατέληγε, με μια σκέψη, που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει κι εμείς: «Θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον ν’ αναλογιστούμε τρό­πους θεραπείας αυτών των ατελειών.» Πράγματι. Γιατί έρχε­ται μια στιγμή που η αδυναμία της διάνοιας και της βούλησης δεν μας επιτρέπει πια να κατανοήσουμε, όχι μόνο τις ευθύνες που έχουμε για τις υποθέσεις του κόσμου, αλλά ακόμα και για τα δικά μας συμφέροντα ασφάλειας.

Δεν μας εκπλήσσει και τόσο αυτή η εξέλιξη. Σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας είναι η πρώτη φορά που οι κίν­δυνοι της πολιτικής και τα όρια της οικονομίας έγιναν αντικεί­μενο τόσο βίαιων εκδηλώσεων. Ποτέ άλλοτε η ηθική δεν ήταν τόσο εμφανώς παρούσα στο επίκεντρο της δημόσιας δράσης. Το κεντρικό ερώτημα που τέθηκε από τον ολοκληρωτισμό ή­ταν εκείνο της ανθρώπινης ελευθερίας, της άρνησης του ατό­μου, της ικανότητας αντίστασης στον τρόμο και της μαζικής δολοφονίας. Το ίδιο ερώτημα θέτει και η τρομοκρατία, που αρ­νείται την ελευθερία, με όλη τη βία που διαθέτει. Σε έναν κόσμο χωρίς προσανατολισμό, που ακολουθεί το ρεύμα και λειτουργεί στο -κενό, η ανθρώπινη ελευθερία δεν έχει ίσως και τόσο νόημα. Αν όμως αναλογιστούμε τον παροξυσμό της βίας των νέων τρο­μοκρατών, ή την άμετρη απληστία των παράνομων δικτύων που πωλούν, σε όποιον πληρώνει περισσότερα, όλα τα συστατικά του πυρηνικού όπλου, ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι αναρωτιό­μαστε, αφενός για τον κόσμο που προετοιμάζεται με αυτόν τον τρόπο και αφετέρου γι’ αυτό που τον οδήγησε σε τέτοια επι­κίνδυνα μονοπάτια.

Οι σύγχρονες κοινωνίες διακατέχονται από το φόβο του α­γνώστου, γιατί οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν πια το πεπρω­μένο τους στην ιστορική εξέλιξη. Χωρίς αυτή την αναγνώρι­ση, πώς θα χαράξουν ένα σχέδιο για το μέλλον; Το νόημα της ιστορικής συνέχειας φαίνεται να έχει χαθεί. Οι επιζήσαντες του ψυχρού πολέμου μοιάζουν με εκείνους της Γαλλικής Επανάστασης, που είχαν συνειδητοποιήσει ότι βρέθηκαν «μέσα στα χαλάσματα μιας μεγάλης καταιγίδας», αλλά έτρεμαν τις αναμνήσεις τους και σπάνια μιλούσαν για τους εαυτούς τους. Ο Μπαλζάκ βάζει στο στόμα τους τη λέξη «λησμονημένοι». Αυ­τή η λήθη, πιο βαριά το 2005 από ό,τι στις αρχές του 19ου αιώ­να, αποτελεί μέρος του εκβαρβαρισμού των σύγχρονων συνει­δήσεων. Τις προστατεύει από μια πρωτοφανή ηθική κρίση που θα τις έπληττε όλες, αλλά που θα ήταν ιδιαίτερα έντονη σε χώ­ρες όπως η Ρωσία, η Κίνα ή η Καμπότζη, όπου είναι λιγότερο υποφερτές οι τραγωδίες του παρελθόντος. Κάποια μέρα θα παραδεχτούμε, αναμφίβολα, ότι ένα ουσιαστικό μέρος των διε­θνών σχέσεων βρίσκεται ακριβώς σε όλα όσα συγκαλύπτει αυτή η λήθη.

Οι διαδηλώσεις που έγιναν στις κινεζικές πόλεις τον Απρίλιο του 2005 έδωσαν μια βίαιη εικόνα των άσχημων ονείρων της Κεντρικής Αυτοκρατορίας (όπως αποκαλούσαν την Κίνα οι μανδαρίνοι). Οι αναμνήσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κινδυνεύουν να παραμεριστούν από άλλες πιο πρόσφατες, όπως οι τραγωδίες του Μεγάλου Άλματος προς τα Εμπρός και της Πολιτιστικής Επανάστασης. Θα πρέπει λοιπόν να κλείσουν οι λογαριασμοί με το κινεζικό εσωτερικό παρελθόν και να ξεκινήσει μια άλλη περιπέτεια, όπου θα αμφισβητηθεί άμεσα η δράση του κομμουνιστικού κόμματος. Στην Καμπότζη, θα πρέ­πει να ξαναζωντανέψει η σφαγή του ενός τρίτου του πληθυσμού, μόλις σε μια τετραετία, μέσα στην σχεδόν καθολική αδιαφορί­α της διεθνούς κοινής γνώμης. Και η Τουρκία θα πρέπει να καταλάβει τελικά ότι η γενοκτονία των Αρμενίων δεν μπορεί να α­ντιμετωπίζεται απλώς με επιτροπές έρευνας. Όσοι δεν υπολογίζουν την εκρηκτική δύναμη των συλλογικών συγκινήσε­ων που λανθάνουν μέσα στη μνήμη και θεωρούν ότι όλες αυτές οι δυστυχίες ξεπερνιούνται με την παλιά συνταγή του Γκιζό: «Πλουτιστεί», η οποία επανήλθε στην ημερήσια διάταξη με την παγκοσμιοποίηση, δεν γνωρίζουν ούτε τη δύναμη του ασυνεί­δητου, ούτε τη δύναμη της απώθησης, ούτε προπάντων τη δύ­ναμη της αλήθειας, όταν τελικά θριαμβεύει.

Αφού ζήσαμε μια περίοδο προσαρμογής που έχει πλέον φτάσει στο τέλος της, πρέπει τώρα να καθαρίσουμε το φακό του στραμμένου προς το παρελθόν τηλεσκοπίου, προτού το στρέψουμε προς το μέλλον για να διακρίνουμε τι διαγράφεται στον ορίζοντα. Ασφαλώς αισθανόμαστε το βάρος όσων συ­γκρούσεων δεν επιλύθηκαν τον περασμένο αιώνα και έγιναν πιο πολύπλοκες με το χρόνο, την ταχύτητα των γεγονότων που κάνει τις συνέπειες τους δύσκολα προβλέψιμες και την εντυ­πωσιακή διασύνδεση των ανθρώπινων πεπρωμένων σε παγκό­σμια κλίμακα, η οποία δεν συγκρίνεται με ό,τι γνώρισαν οι προ­γονοί μας πριν από εκατό χρόνια. Ο σοβαρότερος κίνδυνος όμως έρχεται από τα μηνύματα που μας άφησε ο 20ός αιώνας και δεν λάβαμε ποτέ. Υπάρχουν τόσα ιστορικά διδάγματα, ώστε δεν ξέ­ρουμε από πού ν’ αρχίσουμε. Παραθέτουμε μερικά: η πολιτι­κή, πολιτισμική και ηθική παλινδρόμηση αποτελεί εφεξής μέ­ρος του πολιτικού μας ορίζοντα η αποκτήνωση που κληρονομήσαμε είναι απειλή για την επιβίωση μας· η ανάμνη­ση των εγκλημάτων αποτελεί προϋπόθεση της διεθνούς ασφά­λειας. Και ακόμα: η αντίσταση στον τρόμο δεν είναι καταδι­κασμένη εκ των προτέρων και, στον αιώνα του ψεύδους, κάποιες φορές η αλήθεια σηκώνει κεφάλι.

Οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες αποφάνθηκαν ότι η φυ­σητού χρόνου ήταν το σημαντικότερο ζήτημα που έπρεπε να εξετάσουν. Πώς κάτι τόσο βαθιά αντιφατικό αποτελεί το βά­θρο του κόσμου μας και της ανθρώπινης ύπαρξης; Αυτό το ζήτημα διακατέχει τα πνεύματα υπό ποικίλες μορφές: συνεχείς εργασίες για τις γενέσεις, τις γενεαλογίες, την εξέλιξη, το νόη­μα της ιστορίας ή τη θεωρία της σχετικότητας βλέπουν ακατάπαυστα το φως. Σ’ αυτή την εμμονή υπάρχει μια έκδηλη αναζήτηση του νοήματος, είτε πρόκειται για την τάξη του κόσμου, είτε για τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης, σε μια χρονική στιγμή που η θρησκεία δεν δίνει πια απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Αυτό που αισθάνεται σήμερα η ανθρωπότητα όταν έρχεται αντιμέτωπη με το χρόνο, είναι ο τρόμος που περιέγραφε ο Πασκάλ παρατηρώντας το άπειρο του σύμπαντος. Φοβόμαστε αυτά για τα οποία είμαστε ικανοί. Πε­ρισσότερο και από τον περιορισμό των φιλοδοξιών και τον ε­γωκεντρισμό των δυτικών κοινωνιών, αυτό που εκπλήσσει είναι η βαθιά τους θλίψη. Η θλίψη της ψυχής εξακολουθεί να ορίζει την εποχή μας. Αν η αλλαγή έχει γίνει δημόσιος κίνδυνος, εί­ναι λόγω της αναμονής νέων καταστροφών, του μεγάλου τσεκουριού της ιστορίας που βρίσκεται μέσα σε όλες τις συνειδήσεις, αλλά προπάντων, ίσως, στις συνειδήσεις των Ευρωπαίων.

Η βία και η επίκληση του φόνου βολεύονται μέσα στο τε­ράστιο κενό που υπάρχει στην καρδιά του μοντερνισμού και που μπορεί να δεχτεί καινούργιες ουτοπίες. Οι συγκινήσεις και οι φόβοι που προκαλούν οι εικόνες βίας και καταστροφής, μπορούν να βυθίσουν και πάλι την ανθρωπότητα σε μια περί­οδο ταραχών όπου η λογική, η επιχειρηματολογία και η ισορ­ροπία παραμερίζονται από την παρόξυνση των παθών. Τα άτομα που προσαρμόζονται καλύτερα σ’ αυτές τις περιόδους είναι και τα πιο επικίνδυνα· οι νέες μορφές τρομοκρατίας ε­πομένως μπορούν να ερμηνευτούν ως προειδοποίηση. Ο Φρό­ιντ ήταν πεπεισμένος ότι στην καρδιά του πολιτισμού υπήρχε κάτι που αψηφούσε κάθε βούληση και κάθε δυνατότητα με­ταρρύθμισης. Ίσως είχε δίκιο. Αλλά οι μεγάλοι καλλιτέχνες πάντα πρότειναν μια άλλη απάντηση στο ιστορικό αίνιγμα, την οποία ο Μότσαρτ εξέφρασε απλά, λέγοντας ότι ο άνθρω­πος βρίσκεται στη γη όχι για να παλινδρομεί, να επαναλαμβά­νει ή να ντρέπεται για τα εγκλήματα του, αλλά «για να προχω­ράει πάντα πιο μακριά».

Για να γίνει αυτό εφικτό, πρέπει να αποσπάσουμε το ηθικό ζήτημα από τη νάρκη στην οποία βρίσκεται βυθισμένο. Όσο πιο βίαιος, χαοτικός και ακατάληπτος γίνεται ο κόσμος, τόσο ε­δραιώνεται στις συνειδήσεις η ανάγκη για επίλυση αυτού του ζητήματος. Βέβαια, η βία και ο αποπροσανατολισμός της επο­χής ίσως είναι ενδείξεις μιας μορφής υστέρησης και προοίμιο νέων δεινών. Δείχνουν επίσης πόσο επιτακτική είναι η ανανέ­ωση. Ας επικαλεστούμε τον Ντιντερό: «Φαίνεται στ’ αλήθεια ότι τα πάντα, και το καλό και το κακό, έχουν το δικό τους χρό­νο ωρίμανσης. Όταν το καλό αγγίζει την τελειότητα του, αρ­χίζει να γίνεται κακό· όταν το κακό είναι πλήρες, αρχίζει να υψώνεται προς το καλό.»

Οι φόβοι που είχε εκφράσει ο Τοκεβίλ για τον 20ό αιώνα δεν ήταν ούτε η αταξία, ούτε η αδικία, αλλά οι κίνδυνοι για το ανθρώπινο μεγαλείο τους οποίους γεννά η ισότητα1. Ο δικός μας φόβος, το 2005, μπορεί να αφορά επίσης το ανθρώπινο μεγαλείο και, κατά συνέπεια, πάντα την ελευθερία, αλλά να έχει ακόμα πιο δραματική μορφή. Οι ηθικές προκλήσεις έ­χουν πράγματι ανέβει κλίμακα, τοποθετώντας πολύ ψηλά τον πήχη στο θέμα της διερεύνησης του κακού. Λόγω των αδιανό­ητων εγκλημάτων που διαπράχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, αυτός παραμένει, από πολλές απόψεις, ένας αιώνας χωρίς συγχώρηση.

Απ’ αυτό το σκοτεινό βάθος, το πάντα προσιτό στις αναμνή­σεις, πρέπει να ξεκινήσουμε για να βρούμε και πάλι την υπό­σχεση του μέλλοντος, χωρίς την οποία δεν υπάρχει πιθανότητα επιβίωσης. Αν ο κόσμος διαμορφωθεί κατ’ εικόνα του πνεύμα­τος της εποχής, αυτό που θα διακυβευτεί θα είναι η ικανότητα να ξαναβρούμε την πίστη στη δύναμη του. Στη δίκη της Νυρεμ­βέργης, ο Γάλλος γενικός εισαγγελέας, Φρανσουά ντε Μεντόν, κατάλαβε ότι έπρεπε να δικάσει «ένα έγκλημα κατά του πνεύ­ματος, […] ένα δόγμα που, αρνούμενο όλες τις πνευματικές, ορθολογικές και ηθικές αξίες, με βάση τις οποίες, εδώ και χι­λιετίες, οι λαοί προσπάθησαν να προαγάγουν την ανθρώπινη μοίρα, αποσκοπεί να βυθίσει και πάλι την ανθρωπότητα σε μια βαρβαρότητα […] η οποία έχει πλήρη συνείδηση της φύσης της και χρησιμοποιεί για τους σκοπούς της όλα τα υλικά μέσα που διαθέτει η σύγχρονη επιστήμη.» Πενήντα χρόνια αργότερα, αυτά τα λόγια μας αναστατώνουν, και όχι μόνο για­τί θυμίζουν τις φρικαλεότητες για τις οποίες μιλάει ο Γάλλος εισαγγελέας. Μας αναστατώνουν προπάντων με την παραδοξότητα των λέξεων που χρησιμοποιεί, και με την ά­κρως παλαιομοδίτικη έκφραση «έγκλημα κατά του πνεύμα­τος», που δεν καταλαβαίνουμε πια τι σημαίνει: την απώλεια όλων εκείνων των στοιχείων που συνιστούν την ουσία της αν­θρωπότητας.

Η αίσθηση ότι δεν ελέγχουμε πλέον τα γεγονότα, την οποία δημιουργεί η αγωνία της αλλαγής, του μέλλοντος και του χρό­νου, συνδέεται με αυτή τη λήθη, και καταδικάζει τα γεγονότα να προπορεύονται επικίνδυνα της σκέψης μας. Η σχέση της συνείδησης με τον κόσμο έχασε τον άξονα της: την ελευθερία του ανθρώπου. Χωρίς αυτήν, δεν μπορούμε τίποτα να οικοδο­μήσουμε, ούτε καινά υπερασπιστούμε· χωρίς αυτήν, δεν έχου­με το κουράγιο να αντιμετωπίσουμε όσα μας επιφυλάσσει η ι­στορία. Η εκ νέου ανακάλυψη της δεν θα έκανε απαραιτήτως το μέλλον μας πιο ήρεμο, αλλά τουλάχιστον θα εγκαθιστούσε στη θέση των πρωταγωνιστών υπεύθυνα όντα. Όπως έγραφε ο Γκότφριντ Μπεν: «Ξέρουμε ότι οι άνθρωποι δεν έχουν ψυχή, ας είχαν τουλάχιστον κάποια συμπεριφορά.»

Το μέλλον όμως δεν έχει ήδη γραφτεί το 2021 όπως δεν είχε γραφτεί το 1905. Ασφαλώς, η ανθρωπότητα έχει σήμερα, πε­ρισσότερο απ’ όσο τον 20ό αιώνα, την ικανότητα να υπηρετεί την πιο ολέθρια πλευρά της ανθρώπινης ψυχολογίας. Όμως, μπορεί να προλάβει το μοιραίο συνδυασμό των τεχνολογικών μέσων τα οποία διαθέτει και των μηδενιστικών τάσεων τις οποίες γεννά η σύγχρονη απελπισία. Αυτή την επιλογή πρέπει ν’ αναλογιστούμε και αυτή πρέπει να καθοδηγεί την πολιτική δράση.