3 Ιστορίες… Ένα ταξίδι… Μια ελπίδα…

γράφει στο peripteron.eu ο Βαγγέλης Πάλλας, ∆ηµοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ / SPJ

Πολλές φορές συναντάμε ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε…απλά γιατί αδιαφορούμε…

Μια ιστορία

Ήταν σούρουπο του 1960 και οι λιγοστές κάμερες που κάλυ­πταν τους Ολυμπιακούς Α­γώνες του Τόκιο αναγκά­στηκαν να… υποκλιθούν. Ένας μαύρος αθλητής τερμάτιζε μετά 42 χιλιό­μετρα πρώτος, αφού διέ­σχισε τους σκληρούς και γλιστερούς από τη βροχή δρόμους της πόλης, ξυπόλητος! Ο Αμπέμπε Μπικίλα έγινε θρύλος. Στην πα­τρίδα του, τη φτωχή Αιθιο­πία, δοξάστηκε σαν Θεός. Τα κοκαλιάρικα ταλαιπω­ρημένα πόδια του φωτο­γραφήθηκαν, τότε, περισ­σότερο κι από της διάση­μης Τουίγκι. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της επομένης τετραετίας, στη Ρώμη, πάλι ο ποδώκης Αμπέμπε Μπικίλα τερμάτι­ζε πρώτος στον επώδυνα μαραθώνιο, αυτή τη φορά όμως φορώντας υποδήμα­τα. Ήταν μια επιτυχία ξε­χωριστή, όμως δεν είχε εκείνη τη λάμψη της πρώ­της ταπεινής νίκης, της ξυπόλητης νίκης. Τα χρό­νια έτρεξαν από τότε πιο γρήγορα από τον ισχνό μαύρο, που στο μεταξύ έ­πεσε θύμα της ταχύτητας κάποιου αυτοκινήτου, α­φήνοντας ορφανή την πα­τρίδα του από ένα θρύλο. Τα χρόνια πέρασαν και οι κάμερες σε κάθε Ολυ­μπιακούς Αγώνες χαμηλώ­νουν τα φιλοπερίεργα μά­τια τους αναζητώντας το ξυπόλητο όνειρο ενός τα­πεινού θριάμβου. Και αντ’ αυτού, χρυσάφι, ακριβό δέρμα, ασημένια κορδό­νια, μαργαριταρένια φερ­μουάρ, ακριβά λογότυπα. Παπούτσια που η τιμή τους πατάει σε σκαλοπά­τια δυσθεώρητα, παπού­τσια που όμως θαμπώνουν και σκοτεινιάζουν μπρο­στά στην ανέσπερη λάμ­ψη των ραγισμένων πελ­μάτων που πάτησαν στο βάθρο, οργώνοντας την τραχιά άσφαλτο, τη σκλη­ρή σαν ατσάλι, αφήνοντας πίσω πεινασμένο τον αδη­φάγο πολιτισμό, μέχρι και σήμερα.

Ένα ταξίδι

Ο μικρός Τζελάλ δεν έμαθε ποτέ του να παίζει μπάλα κι ας πληγώνει τα χέρια του καθημερινά για να τρυπήσει το σκληρό δέρμα και να … γεννήσει μια στρογγυλή «θεά». Ο μικρός Τζελάλ είδε το φως του ήλιου στην μακρινή Λαχώρη, δεν είδε όμως ούτε μάνα ούτε πατέρα. Για να ζήσει, ράβει μπάλες ποδοσφαίρου. Ο μικρός Τζελάλ δεν έχει παίξει ποτέ του πόλεμο, γιατί τον πόλεμο τον ανασαίνει. Έχει στα αυτιά του τον τρομακτικό ήχο του από την ημέρα που γεννήθηκε. Ο μικρός Τζελάλ δεν χόρτασε ποτέ ψωμί, δεν γεύτηκε ποτέ χαμόγελο, δεν είδε τηλεόραση, δεν ξέρει τον Μπέκαμ ούτε τον Ριβάλντο. Ο μικρός Τζελάλ είναι σίγουρο ότι δεν θα μάθει ποτέ, πως η μπάλα, που του τρύπησε την ψυχή μέχρι να την ράψει, ήταν η μπάλα που πέρασε τα δίχτυα του Ταφαρέλ και οι Γάλλοι φόρεσαν το στέμμα του παγκόσμιου πρωταθλητή. Δεν το νοιάζουν όλα αυτά τον 6χρόνο Τζελάλ. Ο ιδρώτας την ημέρα σταλάζει μια σταλαματιά χαρά και τρεις πίκρα, όμως σαν νυχτώνει τα μάτια του γεμίζουν φεγγάρι και όνειρα, γιατί ο μικρός Τζελάλ μπορεί να αποκοιμιέται σε σκληρό σαν πέτρα στρώμα, με το στομάχι μόνιμα αδειανό, ο νους του όμως είναι πάντοτε ξέχειλος από εικόνες. Γιατί ο μικρός Τζελάλ ξέρει να ονειρεύεται και να χαμογελά γιατί κάθε, μα κάθε βραδιά βλέπει πως μεγαλώνει, πως ξαφνικά οι μπάλες, που τού‘ραψαν τα χρόνια, όλες εκατοντάδες χιλιάδες, κυλούν με δύναμη, τρέχουν με βουή τρομακτική, γίνονται θάλασσα και πνίγουν τους κακούς του κόσμου.

Μια ελπίδα

Το όνομά του είναι Μπολαντζί Ομέρ Μπερτίν Όκε. Το όνειρό του είναι να γίνει δημοσιογράφος. Ποτέ δεν φαντάζονταν ότι μια μέρα ο ίδιος θα γινόταν πρωταγωνιστής σε συνεντεύξεις.
Έφθασε πριν από δέκα χρόνια στην Ισπανία και βρέθηκε στο Μπιλμπάο όπου είχε έναν γνωστό για να σπουδάσει δημοσιογραφία. Η ζωή του από τότε άλλαξε πολλές φορές, έψαξε για σπίτι, για δουλειά, άλλαξε πολλές διευθύνσεις και αφεντικό. Γνώρισε καλά τι θα πει προκατάληψη λόγω του μαύρου χρώματος στο δέρμα.
Τώρα, αν όλα πάνε καλά, ο 36χρονος Αφρικανός θα είναι α πρώτος επικεφαλής της νε­οσυσταθείσης Υπηρεσίας Μετανάστευσης της κυβέρ­νησης των Βάσκων. Αφρικα­νός γενικός διευθυντής είναι κάτι πρωτοφανές στην ιστο­ρία της κεντρικής διοίκησης και των αυτονομιών της Ισπα­νίας.
Έκπληξη ή φυσιολογική εξέ­λιξη σε μια χώρα που δέχεται κάθε χρόνο χιλιάδες μετανά­στες [κυρίως Μαροκινούς] στις νότιες ακτές της; Είναι έτοιμες οι ευρωπαϊκές κοινω­νίες να δεχθούν τους μετανά­στες ως ίσους ή θα εξακολουθήσουν να τους αντιμετω­πίζουν – στην καλύτερη περί­πτωση – ως φολκλόρ; Τα ερωτήματα τέθηκαν σε Συνέδριο που οργανώθηκε στην Αθήνα. Όλοι μίλησαν για ποινικοποίηση, για συνεργασία όλων των κρατών για την εξάρθρωση των κυκλωμάτων δουλεμπο­ρίας, για ΛΑΘΡΟμετανάστες και όχι για μετανάστες, για καταστολή και όχι για ενσω­μάτωση. Πάλι καλά που δεν τους κατηγόρησαν… Κάποιοι μάλιστα μίλησαν για την αλαζονεία των Τάλιμπαν της Δύσης» που τολμούν να μιλούν για ανωτέρους και κα­τώτερους πολιτισμούς Νωρί­τερα είχαν ξεκαθαρίσει λίγο -πολύ ότι οι μετανάστες αντι­μετωπίζονται ως business! Τους χρειαζόμαστε για να δουλεύουν και να πληρώνουν τις συντάξεις μας, τι μπορού­με να τις πληρώσουμε μόνοι μας;

Print Friendly, PDF & Email