Τα παιδιά της Δικτατορίας

Ο Κωστής Κορνέτης στην Εισαγωγή καταγράφει, εκτός των άλλων, την πεποίθησή του ότι η προδικτατορική περίοδος ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με τα ίδια τα χρόνια της Δικτατορίας και πως η Χούντα αντί να καλλιεργήσει την πλήρη απομόνωση από τον κόσμο και από τις διεθνείς εξελίξεις, όπως λανθασμένα κατά την γνώμη του υποστηρίζεται πολλές φορές, πρόσφερε άθελά της ένα πολυσύνθετο και πολυδαίδαλο έδαφος, για την εκτύλιξη της μακράς δεκαετίας των «σίξτις».

Ο Κορνέτης τονίζει, επίσης, ότι το βιβλίο διερευνά πως μια νέα γενιά φοιτητών μετά το 1971, την στιγμή που «χαλαρώνει» το καθεστώς, ήρθε πλέον σε ανοικτή αντιπαράθεση, αντικαθιστώντας την προηγούμενη γενιά, που θεωρεί ότι είχε αποτύχει, καθώς είχε καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από το προδικτατορικό καθεστώς.

Πρόσθετος σκοπός του βιβλίου, σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι να καταγράψει τα πολιτισμικά και τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, που είχαν στην διάθεσή τους οι αντικαθεστωτικοί φοιτητές προκειμένου να έρθουν σε ρήξη με την σχετική συναίνεση, η οποία είχε διαμορφωθεί κατά την πρώτη πενταετία της δικτατορικής διακυβέρνησης και να δημιουργήσουν νέα νοήματα.

Ο Κορνέτης, παρ’ ότι αναγνωρίζει τις αρκετές θεμελιώδεις διαφορές που διακρίνουν τους πολιτικά κινητοποιούμενους έλληνες φοιτητές της περιόδου 1967-1974 από την γενιά του ’68 σε άλλες χώρες, διατυπώνει την υπόθεση ότι το φοιτητικό κίνημα στην Ελλάδα εμφανίστηκε μέσα σ’ ένα κύμα πολιτισμικού και πολιτικού εξεγερσιακού πνεύματος, γεγονός που φέρει μορφολογικές αναλογίες με τα κινήματα του ’68.

Ο συγγραφέας πιστεύει ότι το έργο διαφέρει σημαντικά από τις έρευνες που υπάρχουν για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, αφού προσεγγίζει συστηματικά τη φοιτητική εμπειρία από την σκοπιά ενός υποκειμένου που δεν συμμετείχε σ’ αυτά, εστιάζοντας στην προφορική ιστορία σε συνδυασμό με τις νέες θεωρίες για τα κοινωνικά κινήματα, ενώ εξετάζει ταυτόχρονα σε βάθος την πολιτισμική ατμόσφαιρα της περιόδου.

Ο ίδιος ο συγγραφέας μάς περιγράφει τι πραγματεύεται το πρώτο κεφάλαιο με τον γενικό τίτλο Μια κοινωνία αλλάζει.

«Το κεφάλαιο αυτό έχει σκοπό να ανασυνθέσει τις συνθήκες στο πανεπιστήμιο και στην χώρα πριν από το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών. Εξετάζοντας την περίοδο που οδήγησε στη δικτατορία, επιχειρεί να σκιαγραφήσει την ταυτότητα των φοιτητών στα μέσα της δεκαετίας του 1960, καθώς σ’ αυτούς συγκαταλέγονται όσοι έμελλε να ζήσουν πρώτοι τον αντίκτυπο του αυταρχικού καθεστώτος. Υπάρχουν συνέχειες και τομές που συνδέουν αναπόσπαστα την Επταετία με τα προδικτατορικά χρόνια, τα οποία έχουν κομβική σημασία προκειμένου να κατανοήσουμε τα ιστορικά συμφραζόμενα και την συγκρότηση των κοινωνικών υποκειμένων της εποχής. Εδώ εστιάζουμε στην Γενιά του Ζήτα, την ηλικιακή ομάδα που διαπλάστηκε από την εμπειρία του εμφυλίου πολέμου και των μετεμφυλιακών χρόνων, και συγκεκριμένα από την πολιτική δολοφονία του βουλευτή της αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963».

Στο τελευταίο μέρος του πρώτου κεφαλαίου με τον τίτλο η Χαμένη Άνοιξη ο Κορνέτης, αναφέρει τις τουλάχιστον τετρακόσιες δημόσιες συγκεντρώσεις της περιόδου των Ιουλιανών, στις οποίες συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, ενώ παρατηρεί ότι ακριβώς η ελευθεριακή στάση των διαδηλωτών και το γεγονός ότι η μισή Αθήνα φλεγόταν οδήγησαν τους μελλοντικούς αναλυτές να περιγράψουν τα γεγονότα αυτά ως πρώιμο ’68.

Παρ’ ότι, όμως, όπως επίσης εύστοχα παρατηρεί, οι απεργίες και οι διαδηλώσεις ξεσπούν με καταιγιστικούς ρυθμούς, παρ’ ότι η επίσημη αριστερά αδυνατούσε να τις κηδεμονεύσει, δεν σημειώθηκαν πράξεις επαναστατικής βίας, όπως τοποθέτηση βομβών ή καταλήψεις.

Τον Απρίλιο του 1967, λίγο πριν το πραξικόπημα και αφού η αστυνομία εισέβαλε στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης για να διαλύσει μια φοιτητική διαδήλωση, η εφημερίδα Μακεδονία προέβλεψε την συνέχεια:

«Το πανεπιστημιακόν άσυλον κατεπατήθη χθες καθ’ ολοκληρίαν. Δια πρώτην φοράν εις τα χρονικά του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου τα αστυνομικά όργανα, εν πλήρει εξαρτύσει εισβάλλουν εις το κεντρικόν κτίριον αυτού, δια να εκβάλλουν βιαίως τους φοιτητάς […] και μάλιστα υπό τας ευλογίας αυτής της ίδιας της πρυτανικής αρχής […] Η Ελλάς, και μάλιστα η Ελλάς του πνεύματος και της επιστήμης, διασύρεται εις παγκόσμιαν κλίμακα, από την απαράδεκτον τακτικήν ωρισμένων εκπροσώπων της και την απροσχημάτιστον χρησιμοποίησιν της υλικής βίας εναντίον της σπουδάζουσης νεότητας. Η κατάστασις έφθασεν εις το απροχώρητον».

Στην Αθήνα, τέσσερις μόλις ημέρες πριν την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος, η αστυνομία διαλύει την συναυλία των Rolling Stones στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, την οποία παρακολουθούν 10.000 άνθρωποι, ξυλοκοπώντας τους «γιεγιέδες», και τους «αξύριστους μαλλιάδες», αλλά και τα μέλη του συγκροτήματος γιατί ο μάνατζέρ τους σκέφθηκε να πετάξει ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα στους θεατές, κίνηση που θεωρήθηκε ως πολιτική χειρονομία!!! Ήταν και το τελευταίο ξύλο πριν το πραξικόπημα…

Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τον τίτλο Φοίνικας με ξιφολόγχη, σύμφωνα με τον συγγραφέα:

«Αναλύονται ορισμένα στοιχεία του νέου καθεστώτος, όπως η ιδεολογία και οι πρακτικές του, μεταξύ άλλων, καθώς και οι θεσμικές αλλαγές στα πανεπιστήμια. Το κεφάλαιο αυτό προβαίνει, επίσης, στην επισκόπηση των αντιστασιακών οργανώσεων και συνομαδώσεων, του λόγου και των σχέσεων τους. Εστιάζει, βεβαίως στα γεγονότα της Ελλάδας, εξετάζει, όμως, επιπλέον διεξοδικά τους έλληνες φοιτητές του εξωτερικού, ιδίως όσους ζούσαν και σπούδαζαν στη Γαλλία και την Ιταλία, οι οποίοι εμπνεύστηκαν και συνάμα σάστισαν από την επαφή τους με τις εξεγέρσεις του ’68. Το κεφάλαιο αυτό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για τους φοιτητές που συνέχιζαν την παράδοση των Λαμπράκηδων, και συμμετείχαν στις λεγόμενες δυναμικές ενέργειες, ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες της Χούντας και να στραφούν σε μορφές δράσης που αψηφούσαν με επιτυχία το καθεστώς, καθώς ήδη είχαν εξαντλήσει την δημιουργικότητά τους τα προηγούμενα χρόνια».

Ο Κορνέτης καταγράφει, μεταξύ άλλων, το «πρόβλημα» που συνιστούσε η νομιμοποίηση των βίαιων ενεργειών ως μέσου αντίστασης, καθώς αποτελούσε ένα από τα κύρια σημεία τριβής ανάμεσα στις ελληνικές οργανώσεις του εξωτερικού. Σύμφωνα με τον συγγραφέα: «η παραδοσια­κή αριστερή ηγεσία όχι μόνο αντιτάχθηκε στη λεγόμενη δυναμική δράση, δηλαδή στην ένοπλη αντίσταση, αλλά έτεινε να στιγματίζει ως προβοκάτορες της χούντας όσους συμμετείχαν σε αυτή, μια κατηγορία που είχε υπάρξει προσφιλής κοινός τόπος της αριστεράς από τη δεκαετία του 1930 […] Κατά συνέπεια, αρκετοί φοιτητές που ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος και ταυτόχρονα συμμετείχαν σε κύκλους με παράνομη δράση διαγράφηκαν από το Κόμμα με αιτιολογία την μονοδιάστατη επιμονή τους στον ένοπλο αγώνα».

Ο Κορνέτης παρατηρεί, επίσης, ότι: «Δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών που συμμετείχαν σε βίαιες ενέργειες είχαν κεντρώα πολιτική τοποθέτηση ή ήταν μέλη της Νεολαίας Λαμπράκη στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η προσφυγή σε δυναμικές ενέργειες αποτελούσε μια δραματική στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών από τις ειρηνικές μεθόδους διαμαρτυρίας που χρησιμοποιούσαν προδικτατορικά».

Ο συγγραφέας αναφέρει την επίδραση των αντιαυταρχικών μηνυμάτων του Μάη του ’68, που ενέπνευσαν, μεταξύ άλλων, την δημιουργία στο Παρίσι ένοπλων αντιστασιακών οργανώσεων, όπως το Κίνημα της 20ης Οκτώβρη (τα μέλη της υποστήριζαν κυρίως την Ένωση Κέντρου) και το Κίνημα της 29 Μάη, από την οποία αργότερα δημιουργήθηκε η Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση, οργανώσεις στις οποίες συμμετείχε ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος.

Ένα σημαντικό στοιχείο που διαφοροποιούσε τις οργανώσεις του εξωτερικού με τις αντίστοιχες που είχαν έδρα την Ελλάδα ήταν, σύμφωνα με τον Κορνέτη, η ολοένα και πιο ριζοσπαστική ρητορική των πρώτων, με την οποία τα μέλη τους υποστήριζαν την θέση ότι δεν επεδίωκαν μόνο την πτώση της χούντας αλλά και την ριζική κοινωνική αλλαγή.

Το τρίτο κεφάλαιο με τον τίτλο Το κουνούπι και ο ταύρος, «ξεκινάει με μια επισκόπηση των διαφορετικών τάσεων στην φοιτητική κουλτούρα, αναλύοντας με συντομία τις προτεραιότητες και τις θέσεις των υποστηρικτών του καθεστώτος. Στην συνέχεια εστιάζει στις φοιτητικές δομές κινητοποίησης, και ιδίως στους τοπικούς συλλόγους φοιτητών και στην Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων (ΕΚΙΝ), την οποία συνέστησε ένας κύκλος φοιτητών από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Το κεφάλαιο κλείνει με μια επισκόπηση των ποικίλων φοιτητικών οργανώσεων, που εξέφραζαν διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα, και των μεταξύ τους σχέσεων. Επίσης, εξετάζει την εικόνα του «άλλου» στις φοιτητικές ομάδες και την «σκλήρυνση» της υποκειμενικότητας που προκλήθηκε από τις αντιπαλότητες. Τέλος, με την ανάλυση των αφηγηματικών μοτίβων επιχειρεί να παρουσιάσει πτυχές της ατομικής υποκειμενικότητας εξετάζοντας τις διαδικασίες της συντήρησης και της ριζοσπαστικοποίησης των ταυτοτήτων, των αντιλήψεων και των συμπεριφορών».

Προφορικές μαρτυρίες και μνήμες για τις οργανώσεις και τις διαφορές μεταξύ τους, για τους αριστεριστές που προσπαθούσαν να διαφοροποιηθούν από την πολιτική των δύο ΚΚΕ και το αντίστροφο, οι κατηγορίες για χαφιεδισμό και προβοκατόρικη δράση για τα μέλη που απλά αποστασιοποιούνταν ή επέλεγαν να μεταπηδήσουν σε άλλη οργάνωση, για τις καθυστερημένες ανακοινώσεις ή για τις ανακοινώσεις που δεν έβγαιναν ποτέ, όταν εκείνος που συνελάμβανε το καθεστώς δεν ήταν γνωστό μέλος ή κολλητός των γνωστών εκείνης της εποχής.

Όπως περιγράφει ο Άγις Τσάρας: «όσο κρυβόμουνα είχα επαφή με άλλους της Αναγέννησης, συμφοιτητές, φοιτητές δηλαδή, συνάδελφους. Μετά από δύο, τρία χρόνια προσπάθησαν ορισμένοι, όταν είχαν οργανωθεί πια στο Παρίσι, να με βρουν και να συσπειρωθώ ξανά σ’ αυτό το μαγαζί και να διαφυλάξουμε τις δυνάμεις μας, όλοι μαζί αγκαλιά και κρυφά να τα λέμε μεταξύ μας, να χαιρόμαστε. Εγώ αρνήθηκα. Ήδη είχα την επαφή με το ΕΚΚΕ. Και με είπαν χαφιέ. Τσακ έτσι κατευθείαν».

Ο Λιοναράκης, επίσης, ανακαλεί παρόμοιο περιστατικό: «Είχα και ένα πάρα πολύ τραυματικό, δηλαδή ίσως ήταν και οι χειρότερες ημέρες της ζωής μου… Διότι βγαίνοντας από την φυλακή εγώ, υπήρχε ένας ψίθυρος, ο οποίος ήταν ένας πολύ κακός ψίθυρος, δεν ήταν τίποτε συγκεκριμένο, ούτε με είχαν κτυπήσει, να πεις ότι θα έλεγα κάτι. Τίποτε, δεν υπήρξε τίποτα, σχεδόν δεν με ανακρίνανε. Ούτε ήξερα κάτι παράνομο, όλα τα κάναμε νόμιμα εμείς. Αλλά υπήρχε ένας ψίθυρος: ‘‘Απομονώστε τον αυτόν’’. Το οποίο, μετά από πολύ πολύ καιρό ψάξιμο και τα λοιπά, κατάλαβα πως προερχόταν από το τμήμα της ΚΝΕ, της Αντι-ΕΦΕΕ. Να βγαίνεις από τη φυλακή, να νιώθεις έτσι ‘‘κάτι’’, και να σου το λένε οι ίδιοι οι φίλοι σου· α, ήτανε πολύ τραυματικό εκείνο, έπαθα σοκ».

Το τέταρτο κεφάλαιο με τον τίτλο Στα χαρακώματα του πολιτισμού «καταπιάνεται με την διαλεκτική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον πολιτισμό και την πολιτική. Καθώς η ιδεολογία δεν εξηγεί από μόνη της τη δημιουργία του φοιτητικού κινήματος, το κεφάλαιο αυτό διερευνά τις ρίζες του πολιτισμικού του υπόβαθρου, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους ενισχύθηκε η μαχητικότητα των φοιτητών από αυτό. Εξετάζει τις νέες τάσεις στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στην μουσική, την αισθητική και την καθημερινή ζωή, επιχειρώντας να εξηγήσει πως διαμορφώθηκαν οι νέες πολιτισμικές ταυτότητες. Στρέφεται στις εναλλακτικές μορφές κουλτούρας που δημιουργήθηκαν σε αντιπαράθεση με την Χούντα, καθώς ενδιαφέρεται να ανιχνεύσει με ποιον τρόπο αρκετά στοιχεία της αντικουλτούρας απέκτησαν μέσα στον χρόνο πολιτική σημασία. Η ενότητα αυτή, επίσης, θέτει το ζήτημα του ρόλου που διαδραμάτισαν οι φοιτήτριες γενικά στο φοιτητικό σώμα, αλλά και στο κίνημα ειδικότερα, επιχειρώντας να εξηγήσει τις συνέχειες και τις ρήξεις με το παρελθόν. Τέλος, αναφέρεται στο διαφιλονικούμενο ζήτημα της αργοπορημένης ‘‘σεξουαλικής επανάστασης’’ και του μετασχηματισμού του ιδιωτικού σε δημόσιο».

Το πέμπτο κεφάλαιο, με τον τίτλο Οι δέκα μήνες που συγκλόνισαν την Ελλάδα, «παρουσιάζει το χρονικό των γεγονότων που οδήγησαν στην σύγκρουση των φοιτητών με το καθεστώς και ανασυνθέτει τη δεκάμηνη αντίστροφη μέτρηση μέχρι την κορύφωση του φοιτητικού κινήματος και την πάταξή του. Επιπλέον, διερευνά ποιες διαδικασίες έθεσε σε κίνηση το χουντικό «πείραμα της φιλελευθεροποίησης» στο απόγειο του και τις βασικές δημόσιες εκδηλώσεις της εξέγερσης των φοιτητών: τις καταλήψεις στις πολυτεχνικές σχολές τόσο της Αθήνας όσο και της Θεσσαλονίκης το Νοέμβριο του 1973, καθώς και τα προδρομικά τους γεγονότα, δηλαδή τις καταλήψεις στην Νομική Σχολή της Αθήνας το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του ίδιου χρόνου. Το κεφάλαιο κλείνει με την επαύριο του Πολυτεχνείου, η οποία περιλαμβάνει το σύντομο μεσοδιάστημα της δικτατορίας του Ιωαννίδη και την απότομη μετάβαση στην μεταδικτατορική περίοδο το καλοκαίρι του 1974, δηλαδή την Μεταπολίτευση. Σκιαγραφεί την συνέχιση του φοιτητικού κινήματος με τις δύο παράλληλες διαδικασίες της ριζοσπαστικοποίησης και της αποδιάρθρωσης του, αυτήν την φορά σε συνθήκες δημοκρατικού πολιτεύματος».

Ο συγγραφέας, εξιστορώντας την κατάληψη της Νομικής σχολής καταγράφει την εμφάνιση μιας μικρής ομάδας αναρχικών και υπενθυμίζει την περιγραφή του Νίκου Μπίστη στην αυτοβιογραφία του σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετώπισε η κομμουνιστική πλειοψηφία:

«Η περιφρούρηση εντόπισε έναν περίεργο τύπο που από μέρες κατοικοέδρευε ανάμεσα στους Κρήτες Φοιτητές και παρίστανε τον αναρχικό. Είχε όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα, αλλά κάτι επάνω τους μας ενοχλούσε: όχι τόσο αυτά που έλεγε, αλλά ο τρόπος που τα έλεγε. Λες και είχε αποστηθίσει ποίημα. Το βλέμμα του ήταν σκληρό, δεν είχε την ρομαντική αφέλεια των παθιασμένων ιδεολόγων αναρχικών του ’70. Αλλά κυρίως βρωμούσε, έζεχνε. Οι αναρχικοί είχαν πάρει διαζύγιο με την λογική όχι με το σαπούνι. Αυτός ο κύριος, λοιπόν ονόματι Κωνσταντινίδης, τριγύριζε στους ορόφους, πουλούσε επανάσταση και έσπερνε φόβο. «Να είμαστε έτοιμοι, θα χυθεί αίμα, γιατί θα μπουν οπωσδήποτε. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να μπουκάρουν» έλεγε και μάζευε γύρω του κόσμο, κάνοντας τον γκουρού. Κάποιοι ήταν πρόθυμοι να τον ακολουθήσουν στη θυσία, οι περισσότεροι όμως πάγωναν κι έβλεπες στα μάτια τους τον φόβο. Έκτακτο λαοδικείο και η ποινή εξετελέσθη πάραυτα. Τον ξεμοναχιάσαμε στον πρώτο όροφο, τον πήγαμε σηκωτό ως την πόρτα και τον πετάξαμε έξω, προτού οι νεοφώτιστοι μαθητές του καταλάβουν τι συμβαίνει στον προφήτη».

Στο ίδιο κεφάλαιο ,στο μέρος με τον τίτλο το Τίμημα της συμμετοχής, γίνεται αναφορά στην άγρια καταστολή, στα βασανιστήρια αλλά και στις ομολογίες, ενώ παρατίθενται προφορικές μαρτυρίες και συνεντεύξεις όπως αυτή της Κλεοπάτρας Παπαγεωργίου που δείχνει ελάχιστο σεβασμό σ’ όσους μίλησαν: «Βλέπεις πως κατέρρευσαν όλες οι οργανώσεις τότε, οι παράνομες, όταν συνελήφθη η Αντι-ΕΦΕΕ. Τα κάρφωσαν, τα ξεράσανε όλα. Ας μην πω ονόματα τώρα· τα γνωρίζω, αλλά ασ’ τους ακόμα».

Φθάνοντας ο συγγραφέας στα γεγονότα της κατάληψης του Πολυτεχνείου στις 14 Νοεμβρίου του 1973 ξεκαθαρίζει, πρώτα απ’ όλα, ότι «η κατάληψη ξεπέρασε κατά πολύ τις δύο βασικές φοιτητικές οργανώσεις της αριστεράς, συνεπώς ουσιαστικά κανένας δεν έλεγχε την κατεύθυνση της ή τα φοιτητικά αιτήματα την πρώτη μιάμιση ημέρα. Υπερέβαινε την εμβέλεια του ηγετικού ρόλου της φιλοσοβιετικής κομμουνιστικής φοιτητικής νεολαίας, που τη θεωρούσε «ανεύθυνη και βιαστική κίνηση με έντονο αριστερίστικο στοιχείο». Ουσιαστικά η αντι-ΕΦΕΕ αποστασιοποιήθηκε ευθύς εξαρχής από αυτό το ριψοκίνδυνο εγχείρημα, καθώς δεν συμπαθούσε τις ανοργάνωτες κινήσεις, που μπορούσαν να βγουν εκτός ελέγχου».

Στην συνέχεια ο Κορνέτης εντοπίζει την πρώτη προσπάθεια ελέγχου με την συγκρότηση της Πρώτης Συντονιστικής Επιτροπής Κατάληψης, αφού μέχρι εκείνη την στιγμή εκείνοι που πρωτοστατούσαν, ήταν οι μικρότερες ακροαριστερές οργανώσεις ή ακόμα και άτομα έξω από το φοιτητικό κίνημα ή στις παρυφές τους, όπως οι αναρχικοί, γράφωντας αντικαθεστωτικά συνθήματα στους τοίχους και διακινώντας προκηρύξεις με αντιχουντικά μηνύματα.

«Ένα μέλος του Ρήγα και της Συντονιστικής Επιτροπής –ο Στέλιος Λογοθέτης– θυμάται την συγκεκριμένη σύγκρουση: έσβηναν τα «…ακραία συνθήματα, όπως «κάτω το κράτος», «σεξουαλική επανάσταση» και άλλα τέτοια ηχηρά, προκαλώντας την χλεύη των αναρχικών, που μας γιουχάρανε ως «απαρχαιωμένους». Αντίθετα, ο Νικήτας Λιοναράκης, επίσης μέλος του Ρήγα, όταν υποστήριζα πως και τα δύο κομμουνιστικά κόμματα αναζητούσαν προβοκάτορες, αντέδρασε λέγοντας πως αυτό το έκανε μόνο η ΚΝΕ».

Ο συγγραφέας παραθέτει τα αντικαθεστωτικά συνθή­ματα που υιοθετούσαν οι αναρχικοί, όπως «Κάτω η εξουσία», «Κοινωνική Επανάσταση», «Κράτος=Καταστολή», «Κάτω το κεφάλαιο», «Κάτω ο στρατός», «Γενική εξέγερ­-

ση», «Οι πατριώτες είναι μαλάκες», «Κάτω η μισθωτή ερ­γασία», «Εργατικά συμβούλια», «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα».

Ο Κορνέτης καταγράφει την στιγμή που η Αντι-ΕΦΕΕ αλλάζει στρατηγική και εγκαταλείπει την επιμονή της να εκκενωθεί το κτίριο και να προβάλλονται αποκλειστικά φοιτητικά αιτήματα και τις κινήσεις που πραγματοποιούνται, ώστε να ελεγχθούν «τα πράγματα», καταγράφει την ανταπόκριση του κόσμου στα συνεχή καλέσματα των καταληψιών, την οργάνωση της κατάληψης, τον έλεγχο των συνθημάτων, αλλά και το προσχέδιο της Διακήρυξης, που περιελάμβανε την έκκληση για συγκρότηση εθνικής ενότητας και τελικά απορρίφθηκε λόγω της ανυποχώρητης στάσης των αριστεριστών.

Στις 16 Νοεμβρίου και ενώ μέσα στο κτίριο η Συντονιστική αντιμετώπιζε το δίλλημα εάν οι καταληψίες θα προχωρούσαν σε μια «νικηφόρα αποχώρηση» χωρίς θύματα ή θα συνέχιζαν την κατάληψη έως το Σάββατο «ώστε να θεριέψει ο τόπος», το κέντρο της Αθήνας και όχι μόνο δονούνταν από θυελλώδεις διαδηλώσεις, όπου ένα τμήμα του πλήθους προσπαθούσε να κάνει πορεία προς την Πλατεία Συντάγματος, ενώ ένα άλλο επιτέθηκε στο Υπουργείο Εργασίας, στο υπουργείο Παιδείας και στο Δημαρχείο Αθηνών, περικυκλώνοντας τα κτίρια τους.

«Σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν λεωφορεία και τρόλεϊ για να στηθούν οδοφράγματα, ενώ άναβαν φωτιές στους κλειστούς κεντρικούς δρόμους. Η αστυνομία αρχικά αντέδρασε ρίχνοντας δακρυγόνα στο πλήθος, όμως πολύ γρήγορα κατέληξε να ανοίξει πυρ. Λίγο μετά τις δέκα η ώρα το βράδυ και ενώ άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτες ειδήσεις για τραυματίες μεταξύ των διαδηλωτών, το οργισμένο ανώνυμο πλήθος προσπάθησε να φθάσει μέχρι το Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως. Στο συγκεκριμένο περιστατικό χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά βόμβες μολότοφ από την πλευρά των διαδηλωτών και οι συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις κλιμακώθηκαν σε πρωτόγνωρο βαθμό. Ο Γιώργος Κοτανίδης γράφει με συγκίνηση για την στιγμή που πέταξε την πρώτη του μολότοφ, μια στιγμή χωρίς προηγούμενο στα χρονικά της Επταετίας:

Έβγαλα, από την τσέπη μου τον αναπτήρα μου, τον τσέκαρα και βγήκα στην Γ΄ Σεπτεμβρίου, όπου είχαν σταματήσει τα θωρακισμένα και έριχναν δακρυγόνα εναντίον μιας μεγάλης ομάδας παιδιών […] Πλησίασα σιγά-σιγά από πίσω, έβαλα φωτιά στο ένα φυτίλι, πέταξα την μολότοφ στο τελευταίο θωρακισμένο όχημα και την είδα να σ­κάει στο πίσω μέρος του, βάζοντας φωτιά. Επιτυχία με την πρώτη».

Ακολούθως περιγράφεται η αιματοβαμμένη καταστολή της εξέγερσης που άφησε πίσω της 24 νεκρούς διαδηλωτές που δολοφονήθηκαν έξω από το Πολυτεχνείο, την εισβολή στο Πολυτεχνείο, τις συλλήψεις και τους ξυλοδαρμούς των καταληψιών, η αναίμακτη εκκένωση της απομονωμένης κατάληψης της Πολυτεχνικής Σχολής της Θεσσαλονίκης, η «ανατροπή» του Παπαδόπουλου από το Ιωαννιδικό πραξικόπημα, η κατοχή της Κύπρου, το κίνημα που φυλλορόησε και τελικά η πτώση της δικτατορίας, η αποκατάσταση της δημοκρατίας με την έλευση του «μεσσία» Καραμανλή και η τελική διάψευση πολλών ελπίδων.

Στον Επίλογο, αυτής της χαρισματικής πολυσύνθετης συγγραφής, με τον υπότιτλο Όλα συνδέονται, ο συγγραφέας, με έναν μεστό, ουσιώδη και χαρισματικό τρόπο συμπυκνώνει τα συμπεράσματα του για τις ομοιότητες και διαφορές των εκδηλώσεων και των χαρακτηριστικών του παγκόσμιου ’68 είτε στις ΗΠΑ και στην Γερμανία, είτε στην Ιταλία, και την Ελλάδα.

«Από την διεθνική σκοπιά, το ’68 υπήρξε το πρώτο παγκόσμιο κίνημα διαμαρτυρίας. Στο διπολικό κόσμο της ψυχροπολεμικής εποχής, δεν ήταν εύκολο να επιτευχθούν η υπέρβαση των συνόρων και ο συγχρονισμός· παρά την πύκκνωση των πολτισμικών ροών, οι εθνικές ιδιαιτερότητες και η τοπική πολιτική συγκυρία καθόρισαν τον χαρακτήρα και την έκβαση των κινημάτων. Ως εκ τούτου, παρ’ ότι το ’68 αποτέλεσε τη θεμελιώδη ιστορική στιγμή κατά την οποία οι εθνικές ταυτότητες ήρθαν σε αντιπαράθεση με τις αντίστοιχες διεθνείς και εν τέλει συγχωνεύθηκαν μ’ αυτές, δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια ομοιογενής εμπειρία για όλες τις χώρες».

Ο Κωστής Κορνέτης Εν κατακλείδι, εξηγεί ότι «Τούτο εδώ το βιβλίο δεν αρκέστηκε να προσεγγίσει το φοιτητικό κίνημα μονό από την σκοπιά της εσωτερικής πολιτικής αλλά επεκτάθηκε και στο διεθνές πλαίσιο της ολοένα και εντεινόμενης ριζοσπαστικοποίησης της νεανικής κουλτούρας. Όπως υποστήριξα, η Γενιά του Πολυτεχνείου αποτέλεσε γενικότερα πρωτοπορία για την ελληνική κοινωνία, και σε κάποιο βαθμό επιτάχυνε την διαδικασία εκσυγχρονισμού, που συντελέστηκε με ιλιγγιώδη ρυθμό ύστερα από την πτώση της Χούντας, όταν ο πολιτικός ριζοσπαστισμός συγκεράστηκε με την καθημερινή ζωή. Ωστόσο η Γενιά του Πολυτεχνείου δεν ήταν τόσο ανατρεπτική και απορριπτική, τόσο εξεγερμένη και συγκρουσιακή, όσο οι ομόλογες της σε άλλες χώρες. Η επική ποιητική της πολιτικής της υπαγορευόταν από το εξιδανικευμένο κομμουνιστικό παρελθόν και καθοριζόταν από το έκδηλα κατασταλτικό της πλαίσιο».

Print Friendly, PDF & Email