Ίντριγκα, το ιστορικό μπαρ που άντεξε στον χρόνο

Αναμνήσεις απ’ το εμβληματικό ποτάδικο που βρίσκεται πάνω από καταφύγιο του 1938 και συμπληρώνει φέτος 40 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στα Εξάρχεια

Κάτω από το ξύλινο στρογγυλό τραπέζι ένα αγόρι κι ένα κορίτσι αγγίζουν για πρώτη φορά ο ένας το χέρι του άλλου. Κάθε τόσο που αποφεύγουν ντροπαλά τις ματιές τους κοιτάζουν έξω απ’ το παράθυρο, απ’ όπου μπορούν να χαζέψουν τον μουσταρδί πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους στις καλές του ημέρες.

Ο κόσμος πηγαινοέρχεται. Οι νεραντζιές μυρίζουν όμορφα. Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά και κάποιοι κάθονται στο πλατύ πεζούλι του παιδικού σταθμού που τότε ήταν ελεύθερο από την καγκελόπορτα ασφαλείας. Μπορούν να δουν ακόμη τους θεατές που περιμένουν έξω από το θερινό σινεμά του ΒΟΞ ή, αν είναι χειμώνας, να «χαθούν» στα πηγαδάκια των θεατρόφιλων έξω από την ιστορική σκηνή των Εξαρχείων.

Τα πράγματα όμως άλλαξαν. Η εικόνα σήμερα από το παράθυρο του κτηρίου που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Θεμιστοκλέους και Δερβενίων από το 1938 είναι πολύ διαφορετική. Σχεδόν σε όλα τα μαγαζιά τα ρολά είναι κατεβασμένα και οι τέως διαυγείς γυάλινες πόρτες τους στέκουν θαμπές, με τα θυροκολλημένα ωράρια λειτουργίας να θυμίζουν ότι υπήρξε κάποτε και μια άλλη πραγματικότητα.

Στη θέση δε των ανθρώπων που πηγαινοέρχονταν αμέριμνα στον πεζόδρομο, τον τόνο στο περπάτημα των περαστικών δεν δίνει πλέον μια ηλιόλουστη όμορφη μέρα αλλά η παρουσία των ντραγκ ντίλερς. Άλλες φορές είναι έντονη και προκλητική, άλλες φορές πιο ισχνή κι απαρατήρητη χάρη στις επίμονες προσπάθειες των κατοίκων και των πολιτικών συλλογικοτήτων.

Εξαίρεση επιβίωσης στο ασφυκτικό περιβάλλον που ξεκίνησε να διαμορφώνεται στην αυγή της μνημονιακής κρίσης του ’10 είναι το ακμαίο, αν και μεσήλικο πια, καφέ – μπαρ “Ίντριγκα”. Ένα μαγαζί που «βλέπει» εδώ και τέσσερις δεκαετίες στον υπεραιωνόβιο πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους (χαράχτηκε στη μακρινή δεκαετία του 1850 για να ενώνει τότε την Ομόνοια με το νταμάρι του σημερινού λόφου Στρέφη, του οποίου η πρώτη δεντροφύτευση έγινε το 1914) κι έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς όχι μόνο για τα Εξάρχεια αλλά και για τις ζωές κάμποσων ανθρώπων που έδωσαν εκεί το πρώτο τους ραντεβού και σήμερα πηγαίνουν στα τραπεζάκια του παντρεμένοι ή βλέπουν τα παιδιά τους να συνεχίζουν τη παράδοση αράζοντας με τις δικές τους παρέες.

Με μαγιά από το εμβληματικό «Χνάρι»

Η “Ίντριγκα” άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες της στον κόσμο την 12η Σεπτεμβρίου του 1981 με ιδρυτές τον ψαγμένο βιβλιοπώλη Γιώργο Τσιλδερίκη, τη φλογερή ερμηνεύτρια Μαρία Δημητριάδη και την αρχιτεκτόνισσα Στέλλα Νεστορίδου. Σ’ ένα ύποπτο καφέ, που προϋπήρχε για πέντε μήνες, κατόρθωσαν να οραματιστούν τη δημιουργία ενός μπαρ που θα συγκέντρωνε από την πρώτη κιόλας ημέρα την αφρόκρεμα των ανήσυχων και καλλιτεχνικών πνευμάτων της εποχής.

Η φιλοσοφία του διώροφου μαγαζιού βασιζόταν στις αξίες που χαρακτήριζαν το προηγούμενο άτυπο στέκι τους, που έφερε το όνομα «Χνάρι». Ένα βιβλιοπωλείο που γεννήθηκε μέσα στη Xούντα και κατάφερε ν’ αποτελέσει, όπως έγραφε μεταγενέστερα μια εφημερίδα, χώρο συνάντησης γνωστών και άγνωστων συγγραφέων, όπου διάβαζαν τα βιβλία τους και προβληματίζονταν στα γεγονότα εκείνης της δύσκολης εποχής. Ένα βιβλιοπωλείο που είχε σαν γνώρισμά του, όπως παρατήρησε πρόσφατα ο πανεπιστημιακός – φιλόσοφος Ευτύχης Μπιτσάκης, να ισορροπεί άρτια μεταξύ της αντίφασης που χαρακτηρίζει το βιβλίο ως εμπόρευμα από τη μία μεριά και ως πνευματικό προϊόν από την άλλη. «Το ‘Χνάρι’ νομίζω ότι υπηρέτησε τη δεύτερη πλευρά», είχε επισημάνει, ενώ ξεχωριστή έχει υπάρξει κι η αναφορά του Θάνου Μικρούτσικου, που αρεσκόταν να ταξιδεύει νοητά πίσω στον χρόνο και το κατέταξε, ως παλιότερος θαμώνας του, στους αγαπημένους του προορισμούς.

Τα παράπονα και η γενναιοδωρία στο ποτό

Μιλώντας με τον Γ. Τσιλδερίκη, μαθαίνουμε ότι στο “Χνάρι” (του) γίνονταν βραδιές συντροφιάς, απ’ όπου περνούσαν κι έφευγαν με το ξημέρωμα όλοι οι διανοούμενοι της εποχής. Αυτή η παράδοση συνεχίστηκε με συνέπεια και στο μπαρ της “Ίντριγκας”, γεγονός που την έκανε να ξεχωρίσει.

Κατάφερε να γίνει επίσης επιλογή νούμερο ένα για πολλές και πολλούς χάρη στα καθαρά της ποτά, τη γενναιοδωρία στις ποσότητες, αλλά και τα ξεχωριστά γλυκά που προμηθευόταν από το ιστορικό “Delicieux” στο Κολωνάκι. «Από τις 11 το πρωί μέχρι τις 7 το βράδυ προσφέρει πρωτότυπες αλμυρές και γλυκές λιχουδιές, τσάι, καφέ, κοκτέιλ, αλλά και σπιτικά φαγητά, γλυκά και τούρτες από το ‘Delicieux’. Μπορεί κάλλιστα να αποδειχτεί μια λύση αναμονής στο κέντρο ή στέκι για κάποιο ραντεβού, από φιλικό μέχρι επαγγελματικό. Μετά τις 9, φυσικά, εξακολουθεί να λειτουργεί μετά μουσικής όπως παλιά», αναφερόταν σε μια καταχώριση της εποχής.

Ενδεικτική της προσέγγισης που είχε το μαγαζί στον πελάτη ήταν η αντιμετώπιση των παραπόνων. «Δεν βάζαμε δόσεις στο ποτό. Ρίχναμε με το χέρι. Αντί να βγάλουμε 15 μερίδες το κάθε μπουκάλι, το βγάζαμε 10. Κι αν κάποιος παραπονιόταν για το μερτικό του, του λέγαμε ‘έλα και βάλε όσο νομίζεις. Συμπλήρωσε όσο θέλεις’».

Στην ειρηνική του καθιέρωση βοήθησε ωστόσο και μια παρακαταθήκη που υπήρχε. «Λόγω των γνωριμιών που είχα από το βιβλιοπωλείο, δεν μας επιτέθηκαν ποτέ οι αναρχικοί. Ξέρανε ότι είμαι ανοιχτός, ξέρανε ότι στο βιβλιοπωλείο υπήρχαν όλα τα περιοδικά τους. Ήταν όμως και ιδεολογικά πιο συγκροτημένοι. Υπήρχαν προσωπικότητες όπως ο Νίκος Μπαλής, ο Λεωνίδας Χριστάκης, ζωγράφος και εκδότης των περιοδικών ‘Ιδεοδρόμιο’ και ‘Panderma’, η Σύλβια Παπαδοπούλου (εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη) κι ο Γιώργος Γαρμπής (εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος)».

Όταν έπαιζαν πιάνο ο Κηλαηδόνης και ο Μικρούτσικος και σέρβιραν ο Τατσόπουλος με τον Λοβέρδο

Πώς ήταν όμως μια βραδιά στην “Ίντριγκα” τα πρώτα της χρόνια; Κάνοντας ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, θα βλέπαμε να στέκει στην είσοδο η Μαρία Δημητριάδη. Θα βλέπαμε την αγάπη της να μιλάει με τον κόσμο, να τον υποδέχεται αλλά και να τον εξυπηρετεί. «Και αγκαλιές έκανε και τα ποτά τα έδινε», θυμάται ο Γιώργος Τσιλδερίκης.

Θα συναντούσαμε επίσης στο πιάνο του μαγαζιού μουσικοσυνθέτες που καθόρισαν την ελληνική μουσική και τη μία γενιά μετά την άλλη. Τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Θάνο Μικρούτσικο.

Θα ξέραμε ότι θα συναντήσουμε τη Σοφία Βόσσου και ότι στο ίδιο πιάνο θα βλέπαμε να παίζουνε τραγούδια ο αριστερός διανοούμενος Κωστής Μοσκώφ και ο σημερινός βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Ζουράρις.

Το ποτό μας θα ετοίμαζε ένας άλλος σημερινός βουλευτής ο Ανδρέας Λοβέρδος, που τότε, τουλάχιστον, ήταν «χιουμορίστας, ανοιχτός και μ’ ένα γέλιο σε όλα. Πολύ λαϊκό παιδί και άνετος με όλους» και θα μας το σέρβιρε πιθανότατα ο συγγραφέας και τέως βουλευτής Πέτρος Τατσόπουλος.

Πιθανόν να πέφταμε πάνω σε συζητήσεις του Φώτη Κουβέλη με τον αρχισυντάκτη και αρθρογράφο τότε της Ελευθεροτυπίας Γιώργο Βότση ή του τελευταίου με τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, όταν ακόμη είχε μια άλλη προσέγγιση στη δημοσιογραφία.

Μόνιμοι θαμώνες ήταν επίσης ο Αντώνης Τρίτσης με τη Μιμή Ντενίση, αλλά και οι Ίκαρος Μπαμπασάκης, Γιώργος Χρονάς, Γιώργος Μαρκόπουλος, Θάνος Σταθόπουλος.

Συστηματικό παρών έδιναν ακόμη οι σκηνοθέτες Γιώργος Σκούρτης, Μήτσος Ευθυμιάδης, Τάκης Χρυσικάκος, Γιώργος Αρμένης και ο Μίμης Κουγιουμτζής με την ηθοποιό Ρένη Πιττακή.

Η απαγόρευση Παπαθεμελή και το τραγούδι στα κρυφά

Όπως θυμάται ο Γ. Τσιλδερίκης, μία από τις πλέον ωραίες περιόδους για την “Ίντριγκα” καταγράφηκε κατά την υπουργική θητεία του Στέλιου Παπαθεμελή, όταν έφερε νόμο που επέβαλε στα μαγαζιά να κλείνουν το αργότερο στις 2 τα ξημερώματα. Εκμεταλλευόμενη τη διώροφη κορμοστασιά της, η “Ίντριγκα” αποπροσανατόλιζε επίδοξους ελεγκτές κλείνοντας τα φώτα και τη μουσική στο μπαρ της στο ισόγειο και δίνοντας τη δυνατότητα να συνεχιστούν το τραγούδι και τα καλλιτεχνικά δρώμενα στον πάνω όροφο.

Είναι σαφές ότι οι εποχές από τότε άλλαξαν πολύ. Τα ζευγαράκια και οι μελετηροί φοιτητές που καταφεύγουν στα ξύλινα τραπεζάκια του πάνω ορόφου αντικρίζουν μια άλλη πραγματικότητα έξω από τα παράθυρα του μαγαζιού. Η “Ίντριγκα” έχει αλλάξει και εμφανισιακά ελαφρώς. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, η επιγραφή της με το νέον απ’ έξω, ούτε το πιάνο, ούτε το καλαίσθητο jukebox. Καταφέρνει όμως και διατηρεί την ψυχή της, γιατί οι άνθρωποι που πήραν τη σκυτάλη από τον Γ. Τσιλδερίκη βάδισαν στα ίδια χνάρια, με τελευταίο τον Θανάση Παρασκευόπουλο, που ανέλαβε τις τύχες του μαγαζιού το 1999.

Η “Ίντριγκα” παραμένει σήμερα το μαγαζί με τις βολικές σκηνοθετικές καρέκλες έξω στον πεζόδρομο και την άνετη μπάρα μέσα. Είναι ακόμη το ποιοτικό ποτάδικο που υπήρξε απ’ την αρχή της και παραμένει ο χώρος που σε κάνει να αισθάνεσαι οικειότητα χάρη στη ζεστασιά που εκπέμπουν οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί. Παίζει τις μουσικές που έχει στα κάδρα του, με εξώφυλλα του Merlin’s Music Box (φανζίν της δεκαετίας του ‘90 με rock κυρίως περιεχόμενο) κι έχει ακόμη το μπάνιο της στον πάνω όροφο, προκαλώντας μια μικρή απόγνωση στους λιγάκι παραπάνω ζαλισμένους.

Μπάρα – εξομολογητήριο

Η “Ίντριγκα” είναι επίσης η τελευταία εικόνα που αντικρίσαμε πριν γραφτεί το αφιέρωμα. Μια φοιτήτρια να διαβάζει κάτω απ’ την πράσινη ομπρέλα της, μια παρέα που τα λέει για τις διακοπές με τον σκύλο της δεμένο δίπλα, η ψυχική ανάταση που φάνηκε να αισθάνεται ο μουσικός Δημήτρης Μυστακίδης αντικρίζοντας τα νεοκλασικά κτήρια γύρω του εκείνη την ηλιόλουστη ημέρα και λέγοντας σ’ έναν φίλο που μόλις είχε καταφτάσει: «απολαμβάνω την ομορφιά».

Η “Ίντριγκα” είναι όμως και κάτι άλλο ακόμη. Είναι η συνέχεια της ιστορίας που ξεκίνησε να γράφεται πριν τη γέννησή της, αλλά με τις ίδιες λέξεις. Στο μεσοπολεμικό κτήριο που στεγάζεται το μπαρ, υπάρχει υπόγεια ένα καταφύγιο για προστασία των κατοίκων από ενδεχόμενο βομβαρδισμό. Πρόβλεψη που υπήρχε για όλα τα σπίτια της εποχής με βάση σχετικό διάταγμα του Ιωάννη Μεταξά.

Σήμερα το σημείο παραμένει καταφύγιο. Όχι με τον ίδιο τρόπο. Όχι για εκείνον που τρέχει να γλιτώσει από τις ριπές των μαχητικών, μιας και τέτοια απειλή δεν υφίσταται. Είναι όμως ένα απάγκιο, ένας χώρος που τον προστατεύει από οποιοδήποτε επικριτικό θραύσμα, όπου μπορεί να καταθέσει εκείνο που τον πονάει ο καθένας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η μπάρα της “Ίντριγκας”, πέρα από πολύ βολική για να καθίσεις, κατέχει σπουδαία φήμη κι ως εξομολογητήριο.

Κώστας Παπαντωνίου

πηγή: 3pointmagazine.gr

Print Friendly, PDF & Email