Η νίκη δεν φέρνει πάντα την ειρήνη!

γράφει στο peripteron.eu ο Νιαζί Κιζίλγιουρεκ, ευρωβουλευτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκλεγμένος με το ΑΚΕΛ

Ξεκινώντας για ακόμη μια φορά θέλω να καταδικάσω την επιθετικότητα του Πούτιν κατά της Ουκρανίας και να τονίσω ότι τίποτα δεν νομιμοποιεί αυτό τον πόλεμο…

Εάν οι νικητές επιβάλλουν υπερβολικούς όρους στους ηττημένους, τότε προετοιμάζουν το έδαφος για νέες συγκρούσεις και κρίσεις.

Αναμφίβολα, το πιο κλασικό παράδειγμα αποτελεί η ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών, που επιβλήθηκε στη Γερμανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι σκληροί όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών, δημιούργησαν τέτοιο βαθύ αίσθημα οργής, μνησικακίας και εκδικητικότητας στον γερμανικό λαό, που ο Χίτλερ μιλώντας για «Συμφωνία της Ντροπής», εκμεταλλεύτηκε αυτό το αίσθημα και εύκολα κινητοποίησε τις μάζες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χίτλερ, μετά την ήττα της Γαλλίας, υπέγραψε τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μέσα στο βαγόνι του τρένου, στο οποίο η Γερμανία είχε συνθηκολογήσει μετά την ήττα στο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ευτυχώς, μετά από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Γαλλία δεν συμπεριφέρθηκε με τον ίδιο εκδικητικό τρόπο όπως μετά τον Πρώτο. Έκανε ένα ιστορικό βήμα και έδωσε το χέρι της στην ηττημένη Γερμανία και έτσι ξεκίνησε η συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως οικοδόμημα ειρήνης.

Όταν όμως ο υπαρκτός σοσιαλισμός δέχθηκε ιστορική ήττα και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας διαλύθηκε, οι δυτικές χώρες, ιδιαίτερα οι ΗΠΑ, δεν συμπεριφέρθηκαν με ενσυναίσθηση αλλά αλαζονικά. Μίλησαν για το «τέλος της ιστορίας» και βεβιασμένα ενσωμάτωσαν τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής στο ΝΑΤΟ. Δεν έλαβαν υπόψη τις ευαισθησίες της Ρωσίας. Αυτή η κατάσταση, αφενός έδωσε την ευκαιρία στον Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος διοικεί τη Ρωσική Ομοσπονδία σχεδόν ως μονάρχης, να πάρει με το μέρος του τον ρωσικό λαό εκμεταλλευόμενος τα αντι-δυτικά αισθήματα και να παρουσιάσει τις επεκτατικές του βλέψεις ως «άμυνα».

Στον σύγχρονο κόσμο η μνησικακία είναι ένα ευρέως διαδεδομένο συναίσθημα. Γιατί πηγάζει από τις ανισότητες και αδικίες που δημιουργούνται στην νεωτερικότητα. Προκειμένου αυτό το συναίσθημα να μην μετατρέπεται σε εκρηκτικό μηχανισμό στα χέρια και στο αφήγημα των λαϊκιστών πολιτικών, είναι επιτακτική ανάγκη να δείχνουμε ευαισθησία στις πληγές των λαών και στις αδικίες που θεωρούν ότι έχουν υποστεί. Χωρίς την ενσυναίσθηση, το μόνο που μένει είναι η πολιτική της ισχύος, η οποία δεν είναι αρκετή να εξασφαλίσει την ειρήνη.

Η χώρα μας, η Κύπρος, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ζει μακριά απ’ την ειρήνη λόγω της πολιτικής της ισχύος…

Τη δεκαετία του 1960, όταν η ελληνοκυπριακή κοινότητα επικράτησε έναντι των τουρκοκυπρίων, ο Μακάριος προέβαλε μαξιμαλιστικές απαιτήσεις και έτσι δεν εξασφαλίστηκε η ειρήνη.

Η Τουρκία μετά από την πρώτη εισβολή στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης επιχείρησε να επιβάλει υπερβολικούς όρους στην ελληνοκυπριακή πλευρά και μιλούσε για 34% του νησιού να διοικείται από του Τουρκοκυπρίους. Αυτή την ταπείνωση δεν μπορούσαν να δεχτούν οι ελληνοκύπριοι.

Δυστυχώς η Τουρκία, αντί να κατευθυνθεί προς ένα συμβιβασμό που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός, συνέχισε τον πόλεμο για να επιτύχει τους υπερβολικούς και δυσανάλογους στόχους της. Αυτό σε συνδυασμό με την συμπεριφορά της τουρκοκυπριακής ηγεσίας δεν έδωσε για πολλά χρόνια μια ευκαιρία στην ειρήνη.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω ότι ακόμη και ο Μπίσμαρκ, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της πολιτικής της ισχύος και πίστευε ότι «η ισχύς υπερέχει του δικαίου», μετά τον πόλεμο του 1866 στον οποίο ηττήθηκε η Αυστρία, έγραφε στη σύζυγό του Ιωάννα: «Αν δεν επιβάλουμε ακραία και υπερβολικά αιτήματα, μπορούμε να επιτύχουμε μια ειρήνη άξια των προσπαθειών μας».

Οι νικητές που θέτουν υπερβολικές απαιτήσεις επιτυγχάνουν είτε μια σύντομή ειρήνη είτε καθόλου. Όπως και να ‘χει, ένας νέος πόλεμος είναι αναπόφευκτος.

Ο διάσημος Εβραίος συγγραφέας Άμος Οζ που όπως έλεγε ο ίδιος δεν ήταν άνθρωπος της ρομαντικής ειρήνης και του «don’t make war, make love», αλλά πίστευε στην χρησιμότητα της βίας στις κατάλληλες συνθήκες, υπογράμμιζε όμως ότι η βία δεν μπορεί να φέρει ειρήνη και δεν θεραπεύει τις πληγές. Για να θεραπεύσουμε τις πληγές έλεγε ο Οζ, πρέπει να βρούμε την γλώσσα της θεραπείας: «Πονάς, το ξέρω. Και εγώ πονάω. Έλα να βαδίσουμε μαζί. Αυτά πρέπει να πούμε. Οι πληγές δεν θεραπεύονται με βία…»