Η επικράτηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και οι επιπτώσεις της στο τζιχαντιστικό κίνημα

Ανάλυση της Μαρίνας Ελευθεριάδου, Διδάσκουσας Διεθνούς Πολιτικής (Ασύμμετρες Απειλές & Συγκρούσεις) στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση του ΕΝΑ «Το Aφγανιστάν μετά τις ΗΠΑ: Οι Ταλιμπάν, οι Μεγάλες Δυνάμεις & οι γεωπολιτικές προεκτάσεις» →

Η αποχώρηση των τελευταίων συμμαχικών στρατευμάτων από την Καμπούλ ρίχνει την αυλαία στην εικοσαετή επέμβαση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Η αποχώρηση της Σοβιετικής Ένωσης από τη χώρα πριν από 32 χρόνια πυροδότησε διεργασίες που οδήγησαν στη διαμόρφωση του τζιχαντιστικού κινήματος όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Επομένως, έχει σημασία να διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο το τζιχαντιστικό κίνημα αντέδρασε στην θριαμβευτική είσοδο των Ταλιμπάν στην αφγανική πρωτεύουσα τον περασμένο Αύγουστο και τις επιπτώσεις που αναμένεται να έχει η νίκη των Ταλιμπάν στο ευρύτερο κίνημα.

Η επικράτηση των Ταλιμπάν αποτέλεσε κεντρικό θέμα συζήτησης στους ισλαμιστικούς κύκλους. Το μεγαλύτερο μέρος των ισλαμιστικών/τζιχαντιστικών οργανώσεων αντέδρασε θετικά στην είδηση. Οι οργανώσεις αυτές μπορούν να χωριστούν σε δύο ευρύτερες κατηγορίες. Στην πρώτη, περιλαμβάνονται οργανώσεις, οι οποίες εν πολλοίς μοιράζονται το ισλαμιστικό όραμα των Ταλιμπάν, υπό την έννοια ότι φιλοδοξούν να οικοδομήσουν ισλαμικό κράτος στις χώρες όπου δραστηριοποιούνται. Σε αυτές συγκαταλέγονται οργανώσεις όπως η Χαμάς, η (Παλαιστινιακή) Ισλαμική Τζιχάντ και η Hayat Tahrir al-Sham (HTS) στη Συρία. Σε σχετικές δηλώσεις που εξέδωσαν, η HTS παρουσίασε τους Ταλιμπάν ως «πηγή έμπνευσης», ενώ η Χαμάς διείδε στην επικράτηση των Ταλιμπάν την επιβεβαίωση της σημασίας της αντίστασης στις δυνάμεις κατοχής που, όπως στο Αφγανιστάν, θα οδηγήσει νομοτελειακά στην επιστροφή των παλαιστινιακών εδαφών.

Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει οργανώσεις που τρέφουν συμπάθεια ή συνδέονται με τους Ταλιμπάν, αν και διαφέρουν σημαντικά ως προς τα χαρακτηριστικά και το όραμά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αλ-Κάιντα, η οποία πρεσβεύει το λεγόμενο «παγκόσμιο τζιχάντ» και δεν αποδέχεται τον περιορισμό της «ισλαμικής επανάστασης» σε ένα κράτος. Η διαφορά αυτή είναι εμφανής στις δηλώσεις που εξέδωσαν η αλ-Κάιντα και τα τοπικά παρακλάδια της στην ευρύτερη περιοχή (π.χ. αλ-Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο και αλ-Κάιντα στο Ισλαμικό Μαγκρέμπ), στις οποίες δεν λείπουν οι αναφορές στις «δυνάμεις των σταυροφόρων», την ούμμα και τις παγκόσμιες προεκτάσεις της νίκης των Ταλιμπάν. Αξίζει να αναφερθούμε και στην al-Shabaab, η οποία αν και είναι μέρος της αλ-Κάιντα επικεντρώνει τη δράση της στο Κέρας της Αφρικής. Η διττή ταυτότητα της οργάνωσης αποτυπώνεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε όπου μεταξύ άλλων συνέκρινε την αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν με την τουρκική παρουσία στη Σομαλία.

Ενώ η αλ-Κάιντα είναι διατεθειμένη, για ιστορικούς και πρακτικούς λόγους, να παραβλέψει τις ιδεολογικές διαφορές με τους Ταλιμπάν, το «Ισλαμικό Κράτος» (ΙΚ) δεν είναι εξίσου πρόθυμο. Η ανακοίνωση του «Ισλαμικού Κράτους του Χορασάν» (IS-KP), που επιχειρεί στην περιοχή του Αφγανιστάν και του Πακιστάν, εξέδωσε μια άκρως επικριτική ανακοίνωση στην οποία χαρακτήρισε τους Ταλιμπάν «εθνικιστές» και πράκτορες των ΗΠΑ και υποβάθμισε την νίκη τους ισχυριζόμενο ότι επετεύχθη μετά από συμφωνία με τους Αμερικάνους. Προς επίρρωσιν της κριτικής στάσης τους απέναντι στη συμφωνία Ταλιμπάν-ΗΠΑ, το IS-KP πραγματοποίησε τρομοκρατική επίθεση έξω από το αεροδρόμιο της Καμπούλ λίγες μέρες πριν από την ολοκλήρωση της επιχείρησης εκκένωσης.

Η παραπάνω σκιαγράφηση των αντιδράσεων του τζιχαντιστικού κινήματος καταδεικνύει τη σημασία της νίκης των Ταλιμπάν σε μια περίοδο μάλιστα που το τζιχαντιστικό κίνημα παγκοσμίως βρίσκεται σε φάση αναδιάρθρωσης και αναδιάταξης μετά την κατάρρευση του ΙΚ στη Συρία και το Ιράκ. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι το μέλλον των σχέσεων των Ταλιμπάν με την αλ-Κάιντα. Η συμφωνία που υπεγράφη τον Φεβρουάριο του 2020 μεταξύ των Ταλιμπάν και των ΗΠΑ προβλέπει τη διάρρηξη των σχέσεων με την αλ-Κάιντα, στοιχείο που αποτελούσε βασική προϋπόθεση των ΗΠΑ για να αποχωρήσουν από την χώρα. Πράγματι, οι Ταλιμπάν φέρεται να εξέδωσαν εντολή στις αρχές του 2021 που απαγόρευε στα μέλη τους να φιλοξενούν ξένους μαχητές. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν θα πρέπει να αναμένει κανείς ότι οι Ταλιμπάν θα εκδιώξουν την αλ-Κάιντα από τη χώρα. Αν υπήρχε αυτή η προοπτική, η συγχαρητήρια ανακοίνωση της αλ-Κάιντα θα ήταν σίγουρα πιο μετρημένη.

Οι Ταλιμπάν κατά πάσα πιθανότητα έχουν έρθει σε συμφωνία με την αλ-Κάιντα για τον περιορισμό της διεθνούς δραστηριότητας της οργάνωσης, τουλάχιστον της «δραστηριότητας» που μπορεί να συνδεθεί ευθέως με την κεντρική αλ-Κάιντα. Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των τρομοκρατικών επιθέσεων στη Δύση πραγματοποιείται πλέον από πυρήνες που εμπνέονται από και επιχειρούν στο όνομα της αλ-Κάιντα (ή του ΙΚ) αλλά δεν συνδέονται επιχειρησιακά με αυτήν, αυτό δεν θα είναι ιδιαίτερο δύσκολο. Ακόμα και στην περίπτωση, όμως, που η αλ-Κάιντα αποφασίσει να παραβλέψει τους περιορισμούς αυτούς, δεν είναι σίγουρο ότι οι Ταλιμπάν θα επιλέξουν ή θα καταφέρουν να υποτάξουν την οργάνωση. Αν και η σχέση τους έχει αναστραφεί και πλέον η αλ-Κάιντα έχει μεγαλύτερη ανάγκη τους Ταλιμπάν απ’ ότι αυτοί εκείνην, η αλ-Κάιντα έχει σημαντικό έρεισμα εντός των Ταλιμπάν. Η αλ-Κάιντα έχει στενές σχέσεις με το Δίκτυο Haqqani, το οποίο βοήθησε τα μέλη της οργάνωσης να εγκαταλείψουν το Αφγανιστάν το 2001 και τους παρείχε προστασία και καταφύγιο τα επόμενα χρόνια στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν. Δεν είναι τυχαίο ότι η παρουσία της αλ-Κάιντα στη χώρα συγκεντρώνεται σε περιοχές του νοτιοανατολικού Αφγανιστάν όπου το δίκτυο Haqqani έχει ισχυρή παρουσία. Το Δίκτυο Haqqani, αν και όλα αυτά τα χρόνια συνεργάζεται με τους Ταλιμπάν και ο ηγέτης του, Σιραχουντίν Χακάνι, εκτελεί χρέη αναπληρωτή αρχηγού των Ταλιμπάν, παραμένει ένα δίκτυο που χαίρει σημαντικού βαθμού αυτονομίας και υπολογίσιμη ισχύ, που οι Ταλιμπάν θα διστάσουν να αμφισβητήσουν φοβούμενοι έναν εμφύλιο.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Ταλιμπάν επιδεικνύουν μεν υψηλό βαθμό συνοχής και οργανωτικού συγκεντρωτισμού, αλλά η ταχύτατη προέλασή τους από τη μία επαρχία στην άλλη στηρίχθηκε σε συμφωνίες με τοπικούς φύλαρχους και πολέμαρχους, που «συμμάχησαν» με τους Ταλιμπάν είτε επειδή μοιράζονταν την απέχθειά τους για τις ΗΠΑ και την αφγανική κυβέρνηση είτε για να αποφύγουν την αιματοχυσία. Οι «συμμαχίες» αυτές είναι εύθραυστες καθώς, ελλείψει κοινού εχθρού, η αναπόφευκτη αδυναμία των Ταλιμπάν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της χώρας, το περιορισμένο κύρος του νυν ηγέτη Χαϊμπατουλάχ Αχουντζάντα σε σχέση με τον Μουλά Ομάρ και η απαγόρευση της παραγωγής οπίου, μπορεί να οδηγήσει σε δυσαρέσκεια. Τη δυσαρέσκεια αυτή μπορούν να εκμεταλλευτούν, πέρα από την αλ-Κάιντα, άλλες οργανώσεις που επιχειρούν στην περιοχή.

Είναι λάθος να προσεγγίζουμε το Αφγανιστάν ως πλήρως αποκομμένο από την ευρύτερη περιοχή. Οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν συνδέονται άμεσα με το Πακιστάν, όχι μόνο λόγω του παραδοσιακού ρόλου και της παρέμβασης του Ισλαμαμπάντ στις αφγανικές υποθέσεις, αλλά και επειδή τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών είναι διάτρητα, ιδίως στις φυλετικές περιοχές που συνορεύουν με τις νοτιοανατολικές επαρχίες του Αφγανιστάν. Εκεί δραστηριοποιείται πληθώρα οργανώσεων εκ των οποίων ορισμένες έχουν εχθρικές ή τουλάχιστον τεταμένες σχέσεις με του Ταλιμπάν, όπως το προαναφερθέν IS-KP και οι Ταλιμπάν του Πακιστάν (Tehreek-e-Taliban (TTP)), που μετακινούνται ελεύθερα από τη μία στην άλλη πλευρά των συνόρων. Ανάλογες δυναμικές μπορούν να δημιουργηθούν στα βόρεια σύνορα της χώρας με το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν, στην περίπτωση που το «Ισλαμικό Κίνημα του Ουζμπεκιστάν» (IMU) καταφέρει να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις, ιδίως αν «επαναπατρίσει» τους μαχητές του που είχαν μεταβεί στη Συρία και το Ιράκ.

Επιπλέον, δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να καταστεί το Αφγανιστάν εκ νέου βάση του τζιχαντισμού λόγω της έλξης που ασκεί η επιτυχία των Ταλιμπάν και η σχετική ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει το Αφγανιστάν. Η κατάρρευση του ΙΚ στη Συρία και το Ιράκ δημιούργησε μεγάλο αριθμό περιπλανώμενων τζιχαντιστών που αναζητούν καταφύγιο και νέο χώρο δράσης. Η μετακίνηση των τζιχαντιστών προς τα μέτωπα στην Αφρική αποτελεί λύση ανάγκης και παρόλο που το Αφγανιστάν δεν είναι αραβική χώρα, λόγω γεωγραφίας και ιστορικών δεσμών αποτελεί προτιμότερη επιλογή. Επιπλέον, η ήττα του ΙΚ γέννησε την επιθυμία για ένα νέο πρότυπο που θα συνεπάρει και θα κινητοποιήσει τους απανταχού ισλαμιστές. Η ικανότητα των Ταλιμπάν να γονατίσουν μια υπερδύναμη, αναγκάζοντας την να εγκαταλείψει το Αφγανιστάν έχοντας αποτύχει στους στόχους που έθεσε, μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο κύμα μαχητών που θα συρρεύσουν στη χώρα, αν όχι για να εκπαιδευτούν, τότε για να βιώσουν τη ζωή σε ένα «ισλαμικό κράτος». Υπό αυτό το πρίσμα, το Αφγανιστάν ενδέχεται να εξελιχθεί σε πόλο έλξης, συνδυάζοντας τον ρόλο που διαδραμάτισε τη δεκαετία του 1980 και την περίοδο 1996-2001 ως πεδίο μάχης και εκπαίδευσης, με το παράδειγμα της «ισλαμικής ουτοπίας» που προσέφερε το ΙΚ.

Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει μια τελευταία διάσταση των επιπτώσεων της ανακατάληψης του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν. Όπως κατέδειξαν και οι ανακοινώσεις της Χαμάς, της HTS και των τοπικών παρακλαδιών της αλ-Κάιντα, η επικράτηση των Ταλιμπάν προσφέρει ελπίδα σε ισλαμιστικές οργανώσεις της περιοχής, είτε αυτές ανήκουν στο τζιχαντιστκό κίνημα είτε όχι. Κατά τον ίδιο τρόπο που η Ιρανική Επανάσταση το 1979 και η εξέγερση στην Τυνησία το 2011 συμπαρέσυραν την ευρύτερη περιοχή υπό την ιδέα «αν αυτοί μπορούν, γιατί όχι και εμείς;», δεν αποκλείεται να δούμε το παράδειγμα των Ταλιμπάν να διαχέεται στην ευρύτερη περιοχή.

πηγή: enainstitute.org

Print Friendly, PDF & Email