«Έφυγε» η Αιγύπτια φεμινίστρια Ναουάλ αλ Σααντάουι
Έμβλημα του παγκόσμιου φεμινισμού και της μαρξιστικής σκέψης, η Ναουάλ αλ Σααντάουι, η πιο εξέχουσα διανοούμενη της Αιγύπτου, πέθανε χθες στα 89 της χρόνια. Άφησε πίσω της ένα τεράστιο κληροδότημα βιβλίων, αφορισμών και αγώνων για τα ανθρώπινα και γυναικεία δικαιώματα. Μια παρακαταθήκη που υπερασπίστηκε με πάθος πληρώνοντας το τίμημα με φυλακές και εξορίες.
Η αλ Σααντάουι άφησε την τελευταία της πνοή σε κλινική του Καΐρου, όπου νοσηλευόταν για χρόνια πάθηση ενώ η υγεία της επιδεινώθηκε ραγδαία έπειτα από κάταγμα στο αριστερό της ισχίο. Η Αιγύπτια υπουργός Πολιτισμού Ινάς Αμπντέλ- Νταγιέμ, εκφράζοντας τη θλίψη της για το χαμό της συγγραφέα, την χαρακτήρισε «πυροκροτητή ενός τεράστιου κινήματος» κατά της πατριαρχίας στον αραβικό κόσμο.
Γεννήθηκε το 1931 από εύπορη οικογένεια στο Δέλτα του Νείλου, όπου άρχισε να εξεγείρεται μαθήτρια ακόμη όταν είδε τις διακρίσεις ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια στο σχολείο. «Τσακώθηκε» όπως της άρεσε να λέει, με τον Θεό στα 8 της για την αδικία να επιτρέπει να είναι τόσο άνισες οι γυναίκες. Και στα 13 της άρχισε να γράφει ένα ημερολόγιο που έκρυβε κάτω από το κρεβάτι της, κάτι που έκτοτε δεν έπαψε να κάνει.
Πτυχιούχος ιατρικής με ειδίκευση στην ψυχιατρική, αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δουλειάς της στον αγώνα κατά της κλειτοριδεκτομής και άλλων μορφών ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων, μις απεχθούς πρακτική που υπέστη κι η ίδια. Έγινε διευθύντρια Δημόσιας Υγείας του αιγυπτιακού υπουργείου Υγείας, από όπου απολύθηκε το 1972 με την έκδοση του πρώτου της βιβλίου «Γυναίκα και Σεξ».
Το βιβλίο προκάλεσε σκάνδαλο μιλώντας για θέματα ταμπού όπως η απόλαυση των γυναικών ή η σαθρή επιταγή της παρθενίας και καταγγέλλοντας το φόβο της κοινωνίας προς το σώμα των γυναικών και τις συστηματικές προσπάθειες να το ελέγξουν. Ενώ ένα από τα πλέον εμβληματικά της βιβλία το Φιρντάους (εκ. Δώμα) εκδόθηκε το 1975 στο Λίβανο αφού στην πατρίδα της λογοκρίθηκε: είναι η συγκλονιστική αφήγηση που της εκμυστηρεύτηκε ένα βράδυ πριν την εκτέλεσή της, μια πόρνη καταδικασμένη για το φόνο του νταβατζή της που μιλά για τις κακοποιήσεις και τη βία που γνώρισε από παιδί σε μια κοινωνία που θέλει τις γυναίκες δούλες.
Το 1981 φυλακίστηκε και κατηγορήθηκε για «εγκλήματα κατά του κράτους», επειδή επέκρινε τον τότε πρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ, ιδίως τη συμφωνία ειρήνης Αιγύπτου-Ισραήλ. Και στη φυλακή θα συνεχίσει να γράφει ακόμη και πάνω σε χαρτί τουαλέτας: έτσι γεννήθηκαν οι «Αναμνήσεις από τις γυναικείες φυλακές» που θα κυκλοφορούσε χρόνια αργότερα.
Η συγγραφέας, που υπήρξε και πρόεδρος του Ιατρικού Συνδικάτου του Καΐρου, απελευθερώθηκε λίγο μετά τη δολοφονία του Σαντάτ. Ένα χρόνο αργότερα ίδρυσε την Ενωση Αράβων Αλληλέγγυων Γυναικών και πρωταγωνίστησε στην ίδρυση του Αραβικού Ιδρύματος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Για τη δράστη και τις απόψεις της δέχθηκε πολλές απειλές θανάτου από τους εξτρεμιστές, έτσι που αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί. Από τις αρχές της δεκαετίας του 90 βρέθηκε στις ΗΠΑ, όπου δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια, καθιερώνοντας το μάθημα «Δημιουργικότητα και Επαναστατικότητα». Εμεινε πολλά χρόνια εξόριστη, με μια σύντομη επιστροφή το 2005 ως υποψήφια για την αιγυπτιακή προεδρία, μια συμβολική στην ουσία υποψηφιότητα από την οποία αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Αλλά οι περιπέτειες και οι διώξεις δεν σταμάτησαν. Το 2001 τρία έργα της απαγορεύτηκαν στο Διεθνές Φεστιβάλ Βιβλίου του Καΐρου. Ένα χρόνο αργότερα φονταμενταλιστής δικηγόρος την κατηγόρησε για αποστασία. Και το 2007 αντιμετώπισε κι άλλη δίκη μετά που το Al-Azhar, η ανώτατη αρχή του σουνιτικού Ισλάμ, την κατηγόρησε ως αιρετική και αποστάτρια. Το 2011, η αλ Σααντάουι βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στους δρόμους να στηρίζει την λαϊκή εξέγερση του ανέτρεψε τον Χόσνι Μουμπάρακ.
Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες και το έργο της έχει τιμηθεί με σωρεία βραβείων, ανάμεσά τους το Διεθνές Βραβείο Inana του Βελγίου το 2005 και το Βραβείο Ειρήνης Sean McBride του Διεθνούς Γραφείου Ειρήνης της Ελβετίας το 2012.
Η ακτιβίστρια που άλλαξε την εικόνα του αραβικού φεμινισμού παντρεύτηκε τρεις φορές, αλλά δεν έπαψε να δηλώνει πως «ο γάμος είναι ένας καταπιεστικός θεσμός, όπως κι η μητρότητα που μπορεί να μετατραπεί σε φυλακή». Διετέλεσε σύμβουλος του ΟΗΕ για το πρόγραμμα Γυναίκες στην Αφρική, ενώ ασκούσε μια βαθιά κριτική στην πατριαρχία και τον καπιταλισμό, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, όπως έλεγε: «Για εμένα, φεμινισμός είναι να μάχεσαι κατά της πατριαρχίας και των τάξεων, να μάχεσαι ενάντια στην αντρική αλλά και την ταξική κυριαρχία. Δεν ξεχωρίζουμε ανάμεσα στην πατριαρχική και την ταξική καταπίεση». Όσο για τις θρησκείες: «χριστιανισμός, ισλαμισμός, ιουδαϊσμός, οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες που κυριαρχούν στον κόσμο, είναι ένα σύστημα ανδροκρατικό, ρατσιστικό, στρατιωτικό και φανατικό που καταπιέζει ιδίως τις γυναίκες και τους φτωχούς».
Η Ναουάλ αλ Σααντάουι έλεγε πως έπειτα από τόσες δεκαετίες τα γραπτά της ήταν η μεγάλη της ασπίδα. «Κανείς δεν μπορεί να με αγγίξει πια. Γιατί να με σκοτώσουν; Τα βιβλία μου είναι εκεί, θα ήταν άχρηστο πια. Δεν φοβάμαι πια να με σκοτώσουν ούτε φοβάμαι την εξορία. Τα πέρασα όλα. Τα συνήθισα όλα. Κανείς δεν θα με σβήσει».
πηγή: efsyn.gr