ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
«Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΥ ΑΠ’ ΟΠΟΥ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΧΕΙ ΛΕΙΨΕΙ. Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΠΙΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ» ΕΛΕΓΕ Ο ΜΑΡΞ
Ο αστικός αθεϊσμός, αδυνατώντας να κατανοήσει τις κοινωνικές ρίζες της θρησκείας και απολυτοποιώντας την αντίθεση επιστήμης – θρησκείας μένει στη μέση. Η μαρξιστική αντίληψη προχώρησε πολύ παραπέρα και πολύ βαθύτερα. Σύμφωνα με αυτή, η κριτική της θρησκείας και η κριτική της παγκόσμιας βάσης της είναι δυο διαδικασίες που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.
Η θρησκεία είναι μια ιδιαίτερη μορφή κοινωνικής συνείδησης που με τη σειρά της αντεπιδρά σαν ένας από τους ρυθμιστές και μάλιστα ισχυρός, στην ίδια την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων. Επομένως οι όροι γένεσης και ύπαρξής της αναζητούνται στον υλικό κόσμο. Σ’ εκείνο μάλιστα το επίπεδο ανάπτυξης, όπου οι κοινωνίες, σε ανώτερο από το προηγούμενα επίπεδο, αποκτούν όλο και πιο ενιαία χαρακτηριστικά, και τα ερωτήματα του ανθρώπου απαιτούν ολοένα και πιο ενιαία απάντηση, το σύνολο των φυσικών, πνευματικών και κοινωνικών ιδιοτήτων των πολυάριθμων θεών μεταφέρονται μεταβαλλόμενες σε έναν, μοναδικό και παντοδύναμο θεό. Γεννιούνται οι μονοθεϊστικές θρησκείες.
Η κριτική στη θρησκεία εμφανίστηκε με τη γένεση της φιλοσοφίας. Οι σοφιστές, ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος, ο Ξενοφάνης ήταν μερικοί από τους πρώτους που προσπάθησαν να κατανοήσουν το θρησκευτικό φαινόμενο. Η κριτική της θρησκείας γεννήθηκε και στους κόλπους της ανερχόμενης αστικής τάξης, παράλληλα με τις βασικές της αρχές για ανεξιθρησκία, ανθρωπισμό, ορθό λόγο, τυπικό έστω διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους.
Η ανάπτυξη της νέας τότε κοινωνικής τάξης συνδέθηκε αναγκαστικά και οργανικά με την ανάπτυξη της επιστήμης άρα και του ορθού λόγου και οριακά σαν άρνηση των θρησκευτικών δογμάτων. Η τότε αναδυόμενη τάξη είχε ανάγκη την επιστήμη, με την οποία η θρησκεία έρχεται σε αντίθεση, αφού η τελευταία θέτει όρια στη γνώση – τα οποία μάλιστα αλλάζουν ιστορικά ανάλογα με την πίεση της ίδιας της επιστήμης – πέρα από τα οποία υπάρχει το υπερβατικό, το «ανέκφραστο», «το μη δυνάμενο να ερμηνευθεί».
«Δεν δημιουργούν οι θεοί τον άνθρωπο αλλά οι άνθρωποι τους Θεούς τους, σύμφωνα και πανομοιότυπα με την επιθυμητή και ανεπιθύμητη μορφή του ίδιου του ανθρώπου». Αυτή είναι η βασική αθεϊστική κριτική της θρησκείας που ασκούν φωτισμένοι αστοί ως τον Μαρξ. Σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις, ο άνθρωπος υποκλινόμενος στο θεό, υποκλίνεται στη δική του εξιδανικευμένη ουσία, την οποία ο ίδιος τοποθετεί απέναντι και πάνω, αποξενώνοντας την από τον ίδιο του τον εαυτό. Όμως το πρόβλημα «γιατί συμβαίνει αυτός ο διπλασιασμός, αυτή η αυτοαποξένωση του ανθρώπου, γιατί η γήινη βάση απομακρύνει τον εξιδανικευμένο εαυτό της αυτόν καθ’ αυτόν και τον μεταφέρει σε κάποιο υπερβατικό βασίλειο», παρέμενε αναπάντητο. Κι αυτό γιατί η κριτική στη θρησκεία από την τότε ανερχόμενη αστική τάξη δεν συνδυάστηκε με τους κοινωνικούς όρους που γεννούν τη θρησκευτική κόσμο αντίληψη. Ότι δηλαδή στη βάση της θρησκευτικής υπερβατικής αποξένωσης βρίσκεται η πραγματική αποξένωση του ανθρώπου μέσα στην ίδια του την κοινωνία. Κοινωνική πραγματικότητα η οποία μάλιστα φαντάζει πως έτσι είναι και έτσι θα’ναι πάντα και στην οποία η ανθρώπινη ουσία ασφυκτιά αδυνατώντας να την αλλάξει και γι’ αυτό σχηματίζει τη φανταστική πραγματικότητα τον θείου στην οποία δραπετεύει, κουρνιάζει, για να πραγματώσει κάποτε το ιδανικό της δικαίωσης, της τιμωρίας – κάθαρσης και της ικανοποίησης των βαθύτερων ανθρώπινων αναγκών.
Έτσι όμως μεταφέρεται η πραγματοποίηση των ανθρώπινων ιδανικών έξω από τα όρια αυτού του κόσμου ο οποίος κατ’ ανάγκη δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί σαν μεταβατικός, μάταιος, προθάλαμος για το μετά. Όσο μάλιστα η αστική τάξη μετατρέπεται σε κυρίαρχη, τόσο αντιτίθεται στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική χειραφέτηση του λαού. Η αστική τάξη έχει πλέον ανάγκη τα όπλα που της παρέχει η θρησκεία κι έτσι επισήμως τουλάχιστον επιστρέφει σ’ αυτήν συμμαχώντας στη συνέχεια με την εκκλησία. Και η εκκλησία, δηλαδή η ιερατική ιεραρχία, θα ευλογήσει πρόθυμα την ιδιοκτησία και τα όπλα της νέας κυρίαρχης τάξης, με την ίδια ευκολία που ευλόγησε τη φεουδαρχική ιδιοκτησία και τους πολέμους της.
Η θρησκεία λοιπόν συνιστά για μεγάλα τμήματα του λαού τη φανταστική λύση στον επέκεινα κόσμο των πραγματικών αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν τον επίγειο αυτό κόσμο.
Ο Μαρξ έχοντας αυτήν ακριβώς την κοινωνική λειτουργία της θρησκείας υπόψη του πηγαίνει παραπέρα την προμαρξιστική κριτική στη θρησκεία η οποία περιοριζόταν μόνο στην αντίθεση αλήθειας – πλάνης, μόνο στη λογική πως ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, όχι και η θρησκεία τον άνθρωπο.
«Ο άνθρωπος», έγραφε ο Κ. Μαρξ, «δεν είναι μια αφηρημένη ουσία, κουρνιασμένη έξω από τον κόσμο. Ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το Κράτος, η κοινωνία. Το κράτος αυτό, η κοινωνία αυτή, είναι που παράγουν τη θρησκεία, μια αντεστραμμένη συνείδηση του κόσμου, γιατί αυτά τα ίδια είναι ένας κόσμος αντεστραμμένος. Η θρησκεία είναι η καθολική θεωρία του κόσμου τούτου, η εγκυκλοπαιδική του συνόψιση, η εκλαϊκευμένη λογική του, το πνευματικό του αποκορύφωμα, ο ενθουσιασμός του, το καθολικό θεμέλιο της παραμυθίας του και της δικαίωσής του. Είναι η φαντασμαγορική πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας, γιατί η ανθρώπινη ουσία δεν έχει πραγματωθεί αληθινά. Πάλη λοιπόν ενάντια στη θρησκεία σημαίνει πάλη ενάντια στον κόσμο, που πνευματικό του άρωμα είναι η θρησκεία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Αυτή είναι η μαρξική άποψη για τη θρησκεία που έχει τόσο κακοποιηθεί από μαρξιζοντες και τυφλωμένους αντιμαρξιστές.
Επομένως, σύμφωνα πλέον με την μαρξιστική αντίληψη, κριτική της θρησκείας και κριτική της εγκόσμιας βάσης της. «Η κριτική της θρησκείας οδηγεί στη διδαχή ότι ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο, δηλαδή στην κατηγορική επιταγή της ανατροπής όλων των σχέσεων που κάνουν τον άνθρωπο ένα ον ταπεινωμένο, υποδουλωμένο». Έτσι, «η κριτική του ουρανού μετατρέπεται σε κριτική της γης, η κριτική της θρησκείας σε κριτική του δικαίου, η κριτική της θρησκείας σε κριτική της πολιτικής». Γι’ αυτό το ξεπέρασμα της θρησκείας, σαν απατηλής ευτυχίας του ανθρώπου σημαίνει την απαίτηση των κοινωνικών όρων που διευκολύνουν την ασυμπτωτική του πορεία προς την πραγματική ευτυχία.
Το πνεύμα, η νόηση, η συνείδηση είναι προϊόντα της κοινωνικής ζωής και ταυτόχρονα ενεργά δημιουργικά στοιχεία της. Η Θρησκευτική κοσμοαντίληψη διατηρείται, αναπαράγεται, αλλάζει μορφή χωρίς να μεταβάλλεται ο ανορθολογικός πυρήνας της, γιατί οι αλλοτριωμένες κοινωνικές σχέσεις αναβλύζουν τη φενακισμένη συνείδηση της πραγματικότητας.
Στην ουσία «Πατέρας» της απατηλής, αλλοτριωμένης, συνείδησης του ανθρώπου, άρα και της θρησκευτικής, είναι η ατομική ιδιοκτησία. Η οποία δεν είναι μόνο η βάση απανθρωποίησης των οικονομικών σχέσεων και εκμετάλλευσης αλλά και αιτία μυστικοποίησης, παραμόρφωσης, αλλοτρίωσης του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. Αφού όπως περιφράζει κάποιος με «συρματοπλέγματα» το «χωράφι» του, με τον ίδιο τρόπο περιφράζει και την καρδιά του απέναντι στους συνανθρώπους τους.
«Υιός» των ανορθολογικών ρευμάτων είναι ο νέος καθολικός θεός των κοινωνιών της «καθολικής εμπορευσιμότητας», το εμπόρευμα, το οποίο μυστικοποιεί, τοποθετεί με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω το σκοπό δημιουργίας του συνόλου του παραγόμενου ανθρώπινου πλούτου.
Το ορθόδοξο «Άγιο Πνεύμα» του κόσμου της αγοράς απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει, είναι η ανταγωνιστικότητα, η παραγωγικότητα, ο ατομισμός, η αβεβαιότητα στην εργασία και η ανεργία, η εξαθλίωση.
Άρα ο συλλογικός αγώνας για την κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, στην οποία δεν θα υπάρχει εμπόρευμα και ιδιοκτησία, αλλά δημιουργική εργασία που θα καλύπτει τις ιστορικά διαμορφούμενες ανθρώπινες ανάγκες, δεν θα υπάρχει πρωτοπορία γιατί θα υπάρχουν άπειρες πρωτοπορίες, που δεν θα υπάρχουν κόμματα γιατί η πολιτική δεν θα διαμεσολαβείται, η πραγμάτωση αυτής της κοινωνίας, θα σμικραίνει ολοένα και τη θρησκευτική κοσμοαντίληψη. Επομένως, το θρησκευτικό ζήτημα δεν είναι υπόθεση της αστυνομίας ή κρατικών παρεμβάσεων. Εξάλλου, αν στις χώρες που κατέρρευσαν το θρησκευτικό συναίσθημα ενισχυόταν κοινωνικά, δεν ήταν γιατί φώλιαζε παράνομα στις ψυχές των ανθρώπων, αλλά γιατί συνέβαινε κάτι χειρότερο. Οι ίδιες οι απατηλές κοινωνικές σχέσεις των ιδιότυπα αυτών εκμεταλλευτικών κοινωνιών, γεννούσαν απατηλή συνείδηση.
Βαγγέλης Πάλλας, δημοσιογράφος