Δωσίλογοι… Οι κρυμμένοι σκελετοί στις ντουλάπες της Ιστορίας…
70 χρόνια από το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου το φαινόμενο του δωσιλογισμού με την πολυπλοκότητα, την πολυμορφία και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις του, εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα περισσότερα αποσιωπημένα ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας. Άλλωστε, το φαινόμενο του δωσιλογισμού δεν αποτελεί ελληνική ιδιομορφία, αφού το συναντάμε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Ο Μark Mazower οριοθετεί ακριβώς το ευρωπαϊκό πλαίσιο δωσιλογισμού, υποστηρίζοντας ότι οι δύο παράγοντες που κυρίως ευνόησαν τη συνεργασία με τους κατακτητές ήταν ο αντικομουνισμός και ο εθνικισμός.
Ποιός ήταν ο πραγματικός ρόλος που διαδραμάτισαν οι δωσίλογοι κατά τη διάρκεια της κατοχής και ποιες οι σχέσεις τους με τον υπόλοιπο πληθυσμό; Είναι ο δωσιλογισμός ένα μονοδιάστατο φαινόμενο; Πως εντάχθηκαν οι δωσίλογοι στις μεταπολεμικές κοινωνίες και ποία ήταν τα κριτήρια που κάθε πλευρά κατηγορούσε την αντίπαλη για δωσιλογισμό και προδοσία; Ας αφαιρέσουμε το πέπλο της σιωπής και της μονόπλευρης αντιμετώπισης του για δεκαετίες κάλυπτε ένα ζήτημα ταμπού.
Στις υπό κατοχή χώρες της Ευρώπης, το ενδιαφέρον των Γερμανών προς άγρας συνεργατών περιορίζονταν σε κατώτερα επίπεδα, για την διασφάλιση της «τάξης». Σε πολλές χώρες η συνεργασία υπονομεύτηκε εξαρχής από το γεγονός ότι στις κατά τόπους κυβερνήσεις υπήρχαν περισσότερα από δυο μέτωπα.
Το παράδειγμα στην Ελλάδα, είναι με την δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου. Ενδεικτικό των 3 τάσεων στην κατοχική – δωσιλογική κυβέρνηση ήταν ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου 1942. Ο Τσολάκογλου κατάθεσε στεφάνι στον άγνωστο στρατιώτη, ο Λογοθετόπουλος στο γερμανικό ηρώο και ο Σωτ. Γκοτζαμάνης στο ιταλικό.
Σύμφωνα με γερμανικό σχέδιο συγκροτήθηκαν στην Πελοπόννησο τα τρία πρώτα τάγματα ασφαλείας, δηλαδή μονάδες ενόπλων δωσίλογων. Σε συνεργασία με τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναλάμβαναν όλο και περισσότερο τον εντοπισμό, την κατάδοση, τη σύλληψη και την αιματηρή ανάκριση των αντιφρονούντων κυρίως κομμουνιστών. Πολλές φορές ξεπερνούσαν σε σκληρότητα και αυτούς τους κατακτητές.
Συνεργασία με τους κατακτητές είχαν και τα σώματα ασφαλείας, κορυφαίο ήταν το μηχανοκίνητο σώμα του Μπουραντά, το οποίο «διακρίθηκε» ιδίως σε μπλόκα στις αριστερές συνοικίες της Αθήνας. Καθώς και η ειδική ασφάλεια που συνέπραττε με την περιβόητη SD, σε λεηλασίες, βασανισμούς και φόνους. Υπήρχαν και οι εξαιρέσεις, πολλοί αξιωματούχοι της αστυνομίας πόλεως κάλυπταν ή υπέθαλπαν την αντίσταση, με πιο γνωστό τον αρχηγό Άγγελο Έβερτ, στην Αθήνα (πατέρα του βουλευτή Ν.Δ. Έβερτ).
Χάρη στην ύπαρξη τω κατοχικών κυβερνήσεων και των δωσίλογων οι κατακτητές έλεγχαν την κατάσταση απαλλαγμένοι από την καθημερινή διοικητική τριβή. Διαβίβαζαν τις επιθυμίες τους μέσω μιας «ελληνικής εξουσίας».
Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, μπορούμε να ξεχωρίσουμε 2 είδη δωσίλογων αυτούς που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, στα μεγάλα αστικά κέντρα (ένοπλα τάγματα ασφαλείας), και τους οικονομικούς δωσίλογους, αυτούς που με τις εμπορικές τους συναλλαγές με τους κατακτητές αποκόμισαν τεράστια κέρδη ακόμη και με μαυραγορίτικες επιχειρήσεις. Χιλιάδες περιουσίες άλλαξαν χέρια στη περίοδο της κατοχής.
Ο δοσιλογισμός της κατοχής πράγματι είναι από τις μελανές σελίδες στην νεότερη ιστορία της Ελλάδας, αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Ξένο σώμα. Φαινόμενο έκτρωμα στον εθνικό κορμό. Στίγμα στον εθνικό βίο και πολιτισμό κάθε χώρας.
Η ιστορία μέχρι σήμερα, απέφυγε να ασχοληθεί με το θέμα. Δεν καταπιαστηκε με το πρόβλημα.
Πιθανόν να δημιουργήσει προβλήματα στο μεταπολεμικό αστικό σύστημα. Η ενσωμάτωση των δοσίλογων στην νικήτρια παράταξη των εθνικοφρόνων, που γενικεύθηκε και ολοκληρώθηκε στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Οι συνεργασθέντες με τις κατοχικές δυνάμεις, προσχώρησαν μετά την απελευθέρωση στις πιο ακραίες εκδοχές, τις οποίες ενσωμάτωσε η αστική δεξιά.
Η Κατοχή, μεγάλη και κρίσιμη περίοδος για την Ελλάδα και το λαό. Έβαλε σε δοκιμασία τα πάντα. Τάξεις, κόμματα, θεσμούς, πρόσωπα, συμφέροντα, ιδεολογίες, αξίες. Υπήρξε «καμίνι». Που ξεχώρισε: Το «γερό» από το «σκάρτο». Το καλό από το κακό. Αποτέλεσε τη «Λυδία λίθο» για τον πατριωτισμό. Έδειξε ποιοι είναι οι αληθινοί πατριώτες. Και ποιοι οι απάτριδες, οι «νερόβραστοι», οι καιροσκόποι. Και οι προδότες. Άλλο αν μεταπολεμικά αντιστράφηκαν οι όροι. Και καταρρακώθηκαν οι αξίες.
Η Άρχουσα Τάξη, εκείνη την περίοδο, τήρησε απαράδεκτη στάση. Αποδείχτηκε ανάξια αυτού του λαού και αυτής της χώρας. Η Κατοχή την «ξεμασκάρεψε». Σαν σύνολο, μα και σαν χωριστές μερίδες, έγραψε ιστορία ντροπής. Οι εξαιρέσεις ελάχιστες. Υπήρξε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ξενόδουλη, αντεθνική. Και στη μέγιστη λαϊκή πλειοψηφία εχθρική.
Έπαιξε σε «διπλό ταμπλό». Δουλική «θεραπαινίδα» των Γερμανο-Ιταλών και Βουλγάρων κατακτητών από τη μια. Ταπεινή «υπηρέτρια» των Άγγλων «συμμάχων» από την άλλη. Συνδυάζοντας τους δυο ρόλους. Με γνώμονα τη διασφάλιση των συμφερόντων της. Και με στόχο την εξουσία, για παν ενδεχόμενο. (Είτε νικούσαν οι μεν, είτε οι δε). Και προς το παρόν νέμονταν μέρος της εξουσίας. Στο βαθμό που την εξασφάλιζε η συνεργασία με τους κατακτητές. «Εξυπνη» πολιτική! (Να μη βασκαθεί).
Το αποτέλεσμα όμως, ξεφτιλισμός, απομόνωση, ηθική κατάπτωση. Και χρεοκοπία. Θάνατος! (Θα την «αναστήσει» η ένοπλη επέμβαση των Άγγλων το Δεκέμβρη του ’44 και η Βάρκιζα).
Αποκατάσταση
Τα «Τάγματα Ασφαλείας» άφησαν εποχή. Με την απελευθέρωση τέθηκαν υπό περιορισμό. Φυσικά «υπό την σκέπην» της «Εθνικής Κυβερνήσεως» και την «υψηλήν» προστασίαν των Αγγλων. Παράδειγμα χτυπητό: Εκείνες τις μέρες έβλεπες τους «συμμάχους» Βρετανούς να δίνουν χέρι φιλικό όχι στο σύμμαχο εν όπλοις ΕΛΑΣ, αλλά στους Γερμανοντυμένους Ράλληδες!.. Στις 22.11.44 οι κομμουνιστές δημοσιογράφοι έγραφαν στο «Ριζοσπάστη»: «Βαριά σύννεφα συσσωρεύονται πάνω από την πρωτεύουσα. Όλες οι ελπίδες του λαού μέχρι στιγμής διαψεύδονται… Ποιος θα φανταζόταν ότι οι φρικτοί τσολιάδες εξακολουθούν να είναι ελεύθεροι. Ότι μερικοί φυγαδεύονται στο εξωτερικό για να ξαναγυρίσουν σαν άνδρες “εθελοντικού σώματος”. Το Γουδί δεν είναι στρατόπεδο συγκέντρωσης αλλά ορμητήριο τσολιάδων. Ποιος θα πίστευε ότι οι μεγάλοι και μικροί Κουίσλιγκ θα μετέβαλαν τις φυλακές “Αβέρωφ” σε ξενοδοχείο “Μ. Βρετανίας”… Ο γιος του Ράλλη κατατάχτηκε στην Ορεινή Ταξιαρχία»… Και πολλά άλλα. Μετά τη Βάρκιζα οι «Ταγματασφαλίτες» έγιναν «τα χαϊδεμένα παιδιά» του κράτους. Με τη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής, άνοιξε η τύχη τους. Μαζικά ντύνονταν τη στολή του εθνοφύλακα, γίνονταν Εθνικός Στρατός. Επίσης έμπαιναν και στα Σώματα Ασφαλείας. Ταυτόχρονα θα πλαισιώνουν τις εθνικιστικές οργανώσεις («Χ» κλπ.). Καθώς και τις τρομοκρατικές συμμορίες (Σούρλα στη Θεσσαλία, Μαγκανά στο Μοριά κλπ.). Όταν οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ έμπαιναν στο Β’ Πίνακα. Οταν ο Σαράφης και άλλοι οδηγούνταν στην εξορία. Όταν χιλιάδες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν. Και καραβιές στέλνονταν για την Ικαρία. Ενώ άλλοι δολοφονούνταν. Όταν γέμιζαν οι φυλακές από καταδικασμένους. Και κάποιοι προορίζονταν για το εκτελεστικό απόσπασμα. Ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί «Ταγματασφαλίτες» 1.200 και παραπάνω αναλάβαιναν ενεργό υπηρεσία στον υπό συγκρότηση Εθνικό Στρατό. Έπαιρναν βαθμούς και γαλόνια. Ανάμεσα στους πρώτους ο Χ. Γερακίνης. Γνωστός κι από τη διαταγή του στην Εύβοια. «Απώλειαι. Εκ των ημετέρω εις Γερμανός βαρέως τραυματίας»! Αυτός τοποθετήθηκε υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων. (Να διδάξει πατριωτισμό στους Ευέλπιδες). Πόσοι άλλοι τέτοιοι μπήκαν στα επιτελεία διαφόρων μονάδων.
Ο συνταγματάρχης Διονύσης Παπαδόγκονας (απ’ τους αρχηγούς των Ταγμάτων στην Πελοπόννησο) προήχθη σε υποστράτηγο. Ηταν αυτός που το ’44 τηλεγραφούσε στον Χίτλερ, επί τη διασώσει του από απόπειρα εναντίον του: «Από της Ιεράς Γης της Αρχαίας Σπάρτης υψούται η προσευχή μας ΚΥΡΙΕ ΔΙΑΦΥΛΑΣΣΕ ΤΟΝ ΦΥΡΕΡ ΜΑΣ»!
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΡΒΗΓΙΑΣ
Στην πολεμική προπαγάνδα οφείλεται η χρήση του χαρακτηρισμού «Κούισλινγκ». Ο όρος αυτός ταίριαζε στο πρόσωπο του αρχηγού του νορβηγικού φασιστικού κόμματος Βίντκουν Κούισλινγκ. η συνεργασία με τον κατακτητή προηγήθηκε χρονικά, πριν την εχθρική εισβολή ήλθε σε συνεννόηση, άρα συνεργάσθηκε με τον επίδοξο κατακτητή με σκοπό να διευκολυνθεί η κατάληψη της χώρας.
Η γερμανική ρατσιστική θεωρία έβλεπε τους νορβηγούς σα συγγενικό λαό και επομένως δεν επέβαλλε τη σκληρή μεταχείριση που είδαμε σε άλλες χώρες.
Ο ηγέτης Quisling, τον Δεκέμβριο του 1939 πρότεινε στον Χίτλερ να οργανώσει ένα πραξικόπημα με γερμανική βοήθεια για να μεταμορφωθεί η νορβηγική κοινωνία.
Πολλοί γερμανοί εργαστήκαν για την γερμανική υπηρεσία πληροφοριών και διείσδυσαν στην αντίσταση. Ο πιο περιβόητος ήταν ο Henry Rinnam, ο αρχηγός μιάς «συμμορίας» στο Τρόντχειμ. Ο Rinnam κέρδισε την εμπιστοσύνη τις αντίστασης και έγινε αιτία πολλών συλλήψεων, που κατέληξαν σε βασανιστήρια και εκτελέσεις.
Η επαναφορά της θανατικής ποινής οδήγησε σε 37 συνολικά εκτελέσεις 25 Νορβηγών και 12 Γερμανών. Εκτός από τον Quisling εκτελέστηκαν οι δυο υπουργοί που είχαν την ευθύνη για την ναζιστοποίηση των σχολείων και την επέλαση των εβραίων. 1500 ‘άτομα δικάστηκαν. Σχεδόν 5000 άτομα δικάστηκαν για την υπηρεσία τους στο γερμανικό στρατό. Ο πιο περιβόητος δωσίλογος ο Henri Rinnam και 9 άλλοι από την συμμορία του καταδικαστήκαν σε θάνατο.
Μια περίεργη υπόθεση αφορά τον νομπελίστα λογοτεχνίας τον Knut Hansum, που δήλωνε επανειλημμένως την υποστήριξή του στους γερμανούς και δεν έδειξε καμιά μεταμέλεια. Ο Κnut ήταν σχεδόν 90 χρονών και σχεδόν κουφός και προς μεγάλη του απογοήτευση, οι αρχές δεν τον εδίωξαν, αλλά αποκόμισαν μια γνωμάτευση από ψυχολόγους που πιστοποιούσε πως είχε διανοητικό πρόβλημα.
Στα τέλη του 1945, ο γενικός εισαγγελέας δήλωσε ότι κανένας δεν είχε συμφέρον να δημιουργηθεί μια «μεγάλη ομάδα δυσαρεστημένων ανθρώπων με εχθρική στάση προς την κοινωνία». Πολλές ποινές μειώθηκαν και οι τελευταίοι τέσσερις κατάδικοι αφέθηκαν ελεύθεροι το 1957.
Μένει ακόμη το ερώτημα, όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης που είχαν αντίστοιχα γεγονότα, γιατί οι ερευνητές δεν προχώρησαν στην παραπέρα έρευνα; Η επιθυμία της συναίνεσης μπορεί να δικαιολογήσει την παραπάνω παθητική στάση των νορβηγών ιστορικών, αφού όλοι οι δωσίλογοι νορβηγοί πολίτες εντάχθησαν στην μεταπολεμική αστική κοινωνία.
Στην Νορβηγία όπως και στις άλλες χώρες της Ευρώπης το θέμα του δωσιλογισμού υπήρξε πάντα ένα ευαίσθητο θέμα για την δεξιά, αφού πολλοί δωσίλογοι ουδέποτε λογοδότησαν και εντάχθηκαν στο μεταπολεμικό κράτος, ακόμη και σε υψηλά αξιώματα.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ
Τέσσερις μέρες μετά την έναρξη των γερμανικών επιχειρήσεων, και μια εβδομάδα πριν την τυπική πράξη αναγνώριση της ήττας, είχε σχηματιστεί το ανεξάρτητο κράτος των κροατών με επικεφαλής τον ηγέτη των κροατών φασιστών που βρισκόταν τότε στην Φλωρεντία Ante Pavelic.
Η έλευση των γερμανικών στρατευμάτων έγινε δεκτή από μεγάλη μερίδα ως απελευθερωτές, κυρίως από κροάτες και αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου, ενώ αντίστοιχη υποδοχή επιφυλάχτηκε και στο βουλγαρικό στρατό στα Σκόπια. Επομένως η συνεργασία με τα γερμανικά στρατεύματα από τις πρώτες ημέρες του πολέμου, ήταν φυσιολογική για μια μερίδα πολιτικών (δωσίλογων), αφού ήταν συνέχεια της πολιτικής των δράσεων στη Γιουγκοσλαβία του μεσοπολέμου. Με την έναρξη της αντίστασης κατά του κατακτητή, αλλά και των συνεργατών – δωσίλογων του, εμφανίστηκαν 2 κινήματα το Ravna Gora του Mihailovic και των παρτιζάνων του Τίτο. Όσοι προσήλθαν στο κίνημα του Mihailovic έγιναν γνωστοί με το όνομα Cetnici.
Φαινομενικά δρούσαν ανεξάρτητα αλλά συνεργάζονταν με τους κατακτητές, χρησιμοποιώντας το όνομα του σέρβου αξιωματικού για να νομιμοποιήσουν τη δράση τους στα μάτια του σερβικού πληθυσμού. Από την πλευρά του ο mihailovic ανέχονταν τη δράση τους. Καθώς οι δυνάμεις αυτές εμπόδιζαν την εξάπλωση των παρτιζάνων του Τίτο.
Η εξέλιξη αυτή κατέταξε το κίνημα της Ravna Gora στον κατάλογο των «εχθρών του λαού». Τον Μάρτιο του 1944, άρχισε εργασίες η επιτροπή που θα δίκαζε τους δωσίλογους (οργανώσεις και πρόσωπα), και προχώρησε στη διάκριση μεταξύ των «εγκληματιών πολέμου», και των «εχθρών του λαού». Στην κατηγορία των «εχθρών του λαού» κατατάχθηκαν όλοι οι δραστήριοι Ustase (κροάτες) και οι cetnici, και όλοι όσοι υπηρετήσαν σαν δωσίλογοι του κατακτητή. Στην κατηγορία «εγκληματιών πολέμου» κατατάχθηκαν όσοι εκκινούν, διοργανώνουν, διατάσσουν ή βοηθούν μαζικές δολοφονίες, βασανισμού και άλλα.
Εκτός από τα τακτικά στρατιωτικά δικαστήρια, δημιουργήθηκε και ο θεσμός «δικαστήριο τιμής». Επρόκειτο για δικαστήρια τα οποία είχαν στόχο να δικάσουν, να καταδικάσουν και να στιγματίσουν εθνικά όλους αυτούς πολιτικούς, οικονομικούς ή ιδεολογικούς λόγους βοήθησαν τον κατακτητή, αμαυρώνοντας με τον τρόπο αυτό το όνομα και την τιμή του έθνους.
Η πλειοψηφία των καταδικασθέντων για λόγους τιμής προέρχονταν από την αστική τάξη της «μπουρζουαζίας», που ανήκαν οι βιομήχανοι, τραπεζίτες, έμποροι, και διανοούμενοι.
Τέλος το ζήτημα της απόδοσης ευθυνών στους υπευθύνους της φρίκης, αποσύρθηκε σταδιακά από τις άμεσες προτεραιότητες του καθεστώτος της χώρας, καθώς θεωρήθηκε ότι η ενότητα και η αδελφότητα μπορούσαν να συμβάλλουν στην λήθη των δεινών που προκάλεσαν τα «αστικά» κόμματα στους λαούς της Γιουγκοσλαβίας.
Χρειάστηκε να περάσει μισός αιώνας για να ανοίξει και πάλι το ζήτημα του δωσιλογισμού.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ
Τα χαράματα της 10 του Μαΐου του 1940 τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν απρόκλητα στο Βέλγιο και την Ολλανδία. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Αγγλίας έστειλαν αμέσως δυνάμεις, για να καταλάβουν τη συμφωνημένη γραμμή άμυνας Αντβέρπ(Αμβέρσας) – Ναμούρ. Όμως, από τις δέκα γερμανικές μεραρχίες αρμάτων μάχης, που είχαν ξεκινήσει για τις κατακτητικές αυτές επιχειρήσεις, μόνο οι τρεις εισβάλανε στο Βέλγιο και την Ολλανδία. Οι υπόλοιπες εφτά, παρακάμπτοντας την γραμμή Maginot, περνούσαν τις Αρδέννες, που θεωρούνταν αδιάβατες, με στόχο την κατάληψη της Γαλλίας. Οι γερμανικές μεραρχίες διασπάσανε τη γαλλική αμυντική γραμμή βόρεια του Σεντάν στις 13 τού Μάη και, λίγες μέρες αργότερα, εμφανίστηκαν ξαφνικά στα νώτα των αγγλογαλλικών δυνάμεων που άρχισαν την άταχτη φυγή προς τις ακτές της Μάγχης (Δουνκέρκη).
Μετά απ’ αυτό οι κυβερνητικοί κύκλοι του Παρισιού πανικοβλήθηκαν. Η κυρίαρχη αστική τάξη, που ήταν υπέρ της «γαλλογερμανικής συνεργασίας» κατά του μπολσεβικισμού και του «εσωτερικού εχθρού», δεν έβρισκε λόγο να αντιδράσει. Οι Γάλλοι φασίστες και πεμπτοφαλλαγγίτες έριχναν το σύνθημα: «πουρκουά», δηλαδή για ποιόν και γιατί να πολεμήσουμε;
Ο στρατάρχης Γκαμελαίν και οι υπόλοιποι Γάλλοι στρατηγοί δεν αποδείχτηκαν αντάξιοι των περιστάσεων. Την ίδια εικόνα παρουσίαζε και η κυβέρνηση του Παρισιού.
Ο πρωθυπουργός Ρενώ (Paul Reynaud), είχε ήδη στην κυβέρνηση δυο υπουργούς θαυμαστές των φασιστικών καθεστώτων, τον Μπωντουάν, επιστήθιο φίλο τού Ιταλού υπουργού των Εξωτερικών Τσιάνο (γαμπρού του Μουσολίνι), και τον «πυροσταυρίτη» Υμπαρνεγκαραίγ. Στις 18 του Μαϊου, την ώρα που τα χιτλερικά στρατεύματα προχωρούσαν ακάθεκτα προς τη Μάγχη, υπουργοποίησε και τον, γνωστό για τα φιλοφασιστικά του φρονήματα και αργότερα αρχιπροδότη της Γαλλίας, στρατάρχη Πεταίν (Henri-Philippe Petain).
Αλλά και ο στρατάρχης Βεϋγκάν (Maxime Weygand), που τοποθετήθηκε αρχηγός του γαλλικού στρατού στη θέση τού Γκαμελαίν που απομακρύνθηκε, έμεινε ουσιαστικά άπρακτος, προφασιζόμενος ότι τού αναθέσαν πολύ αργά την αρχιστρατηγία.
Ήταν όντως όλα χαμένα εκείνες τις ημέρες για τη Γαλλία;
Αυτό πίστευε το αστικό στρατόπεδο και γι’ αυτό άφησε το λαό ανυπεράσπιστο στις διαθέσεις του εχθρού, που προχωρούσε χωρίς να συναντά καμιά σοβαρή αντίσταση. Οι πατριωτικές δυνάμεις, αντίθετα, πίστευαν στη δυνατότητα της αντίστασης ακόμα και κάτω απ’ αυτές τις πάρα πολύ δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες.
Χαρακτηριστικές είναι οι προτάσεις που έκανε στις 6 του Ιουνίου στην κυβέρνηση από μέρους του, ήδη, παράνομου ΓΚΚ ο Μπενουά Φρανσόν : γενικός εξοπλισμός του γαλλικού λαού, απελευθέρωση χιλιάδων κρατούμενων κομουνιστών, ριζική απομάκρυνση των πεμπτοφαλλαγγιτών, μετατροπή του Παρισιού σε άπαρτο φρούριο.
Μερικοί αστοί Ιστορικοί έβαλαν το ερώτημα : «Γιατί δεν συμπεριφερθήκαμε όπως στις ήμέρες τού 1793 … ;» (γενική κινητοποίηση και εξοπλισμός του γαλλικού λαού για την αντιμετώπιση των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών της Γαλλικής Επανάστασης ). «Το Κομουνιστικό Κόμμα Γαλλίας – έλεγαν οι προτάσεις προς την κυβέρνηση – θα θεωρήσει την παράδοση του Παρισιού στους Γερμανούς κατακτητές, σαν προδοσία. Η άμυνα τού Παρισιού είναι πρωταρχικό εθνικό καθήκον και είναι δυνατή, αν ο πόλεμος μετατραπεί σε λαϊκό πόλεμο για την λευτεριά και ανεξαρτησία της χώρας … Τον πόλεμο αυτό η Γαλλία έχει και τη δύναμη, αλλά και το ιερό χρέος να τον συνεχίσει … Το ΓΚΚ είναι έτοιμο να δώσει για το σκοπό αυτό όλες του τις δυνάμεις».
Αλλά ο Πεταίν, ο Βεϋγκάν, ο Προυβώ και άλλοι υπουργοί, ως εκφραστές συμφερόντων της μεγαλοαστικής τάξης της Γαλλίας, απέρριψαν κατηγορηματικά τις προτάσεις του ΓΚΚ, απαιτώντας τoν τερματισμό του πολέμου και την υπογραφή συνθηκολόγησης.
Μία άλλη ομάδα υπουργών, στην οποία ανήκε, από τις 5 του Ιουνίου, σαν υφυπουργός Στρατιωτικών και o Ντε Γκολ (Charles de Gaulle), πρόβαλε μία κάποια αντίσταση στις προθέσεις των πεμπτοφαλλαγγιτών, αλλά προσανατολιζόταν με μονομέρεια στη σποραδική και ανεπαρκή αγγλική στρατιωτική βοήθεια και στην απατηλή σκέψη ότι τότε θα βοηθούσαν στρατιωτικά και οι ΗΠΑ. Ο φόβος, όμως, ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί η περίπτωση της – μόλις πριν 69 χρόνια – Παρισινής Κομμούνας [2], εμπόδισε και την ομάδα γύρω από τον Ντε Γκολ να συζητήσει τις προτάσεις τού Γαλλικού Κομουνιστικού Κόμματος (τις προτάσεις τις είχε υποβάλει ο Μπενουά Φρανσόν που μαζί με τον Ζακ Ντυκλό είχαν αναλάβει την ηγεσία του κόμματος στη θέση του Μωρίς Τορέζ (Maurice Thorez) που βρισκόταν τότε στη Μόσχα).
Μάλιστα, ο αρχιστράτηγος Βεϋγκάν φρόντισε να εντείνει την αντικομμουνιστική υστερία εκείνων των στιγμών, παρουσιάζοντας στην κυβέρνηση Ρενώ, που βρισκόταν σε διαρκή φυγή προς το νότο, το παραμύθι, ότι τάχα ο Τορέζ έχει κιόλας εγκατασταθεί στα Ηλύσια και ότι ολόκληρο το Παρίσι είναι στα χέρια των κομουνιστών!
Οι εχθροί του γαλλικού λαού, με επικεφαλής το στρατάρχη Πεταίν, αναλαμβάνουν, στις 16 τού Ιουνίου, την κυβερνητική εξουσία και αρχίζουν το έργο της προδοσίας. Στις 22 Ιουνίου 1940, υπογράφουν στην Κομπιένη τη συνθήκη ανακωχής με τη χιτλερική Γερμανία και δυο μέρες αργότερα με τη Φασιστική Ιταλία.
Υπολογίζοντας στην τυφλή υποταγή και στην απεριόριστη συμπάθεια προς τους Γερμανούς κατακτητές του στρατάρχη Πεταίν και των πεμπτοφαλλαγγιτών υπουργών του, σαν τον Πιέρ Λαβάλ, (η ομάδα Ντε Γκολ είχε καταφύγει στο μεταξύ στο Λονδίνο), οι χιτλερικοί προσπάθησαν να εμφανιστούν κάπως «γενναιόψυχοι» απέναντι στη Γαλλία. Επέτρεψαν στους Πεταινιστές να έχουν το «δικό» τους κράτος στη νοτιοανατολική Γαλλία με πρωτεύουσα το Βισύ (το πεταινικό κράτος περιλάβαινε το ένα τρίτο του ηπειρωτικού γαλλικού εδάφους, μετά την αφαίρεση του τμήματος, που έγινε Ιταλική ζώνη κατοχής).
Το ψευδοκράτος (προτεκτοράτο) του Vichy
Η «γενναιοδωρία» αυτή των χιτλερικών είχε βαθύτερους λόγους: να διευκολυνθεί η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Γαλλίας από τη χιτλερική Γερμανία και να μπουν έμμεσα κάτω από τον έλεγχό της και οι μεγάλες γαλλικές αποικίες. Το Βισύ ώφειλε να διασφαλίσει την υπακοή των αποικιών και να μην επιτρέψει στο τμήμα του γαλλικού στόλου, που βρισκόταν στις θάλασσες των αποικιών, να προσχωρήσει στους Άγγλους και τον Ντε Γκολ. Είναι αποδειγμένο ότι οι δωσίλογοι του Βισύ προμήθευσαν στη χιτλερική Γερμανία, ως το 1942, μεγάλες ποσότητες στρατηγικής σημασίας πρώτων υλών και άλλα εμπορεύματα οπό την Αλγερία, το Μαρόκο και την Τυνησία. Συμβάλανε, σε μεγάλο βαθμό, ώστε η γαλλική πολιτική και στρατιωτική διοίκηση στην Ινδοκίνας να συνεργαστεί με τους Γιαπωνέζους επιδρομείς. Το «ανεξάρτητο» κράτος του Βισύ διατηρήθηκε ως το Νοέμβρη τού 1942, οπότε οι χιτλερικοί το καταλάβανε κι αυτό.
Για να αντιληφθεί κανείς το απέραντο μίσος των αντιδραστικών και φασιστικών κύκλων της Γαλλίας απέναντι στον προοδευτικό λαό της χώρας αυτής αρκεί να επαναφέρει στη μνήμη του τα λόγια του Μωράς (Maurras Charles), ότι η κατοχή της Γαλλίας αποτελεί «δώρο θεού». Ο Μωράς ήταν αρχηγός της φασιστικής οργάνωσης «Αξιόν Φρανσαίζ»(με αρκετές χιλιάδες μέλη) που τη χρηματοδοτούσε ο αντιδραστικός μεγαλοβιομήχανος καλλυντικών Κοτύ.
Οι συνεργοί των Ναζί διέπραξαν ορισμένες από τις χειρότερες θηριωδίες της περιόδου του Ολοκαυτώματος. Ο αντισημιτισμός, ο εθνικισμός, το εθνοτικό μίσος, ο αντικομουνισμός και ο καιροσκοπισμός οδήγησαν πολλούς πολίτες των χωρών κάτω από τη γερμανική κατοχή να συνεργαστούν με το ναζιστικό καθεστώς στην προσπάθειά του να αφανίσει τους Εβραίους της Ευρώπης.
Οι σύμμαχοι της Γερμανίας στον Άξονα συνεργάστηκαν με το ναζιστικό καθεστώς εφαρμόζοντας αντι-εβραϊκούς νόμους. Στην Ουγγαρία, τη Σλοβακία, την Κροατία, τη Βουλγαρία και στο κράτος του Βισύ στη Γαλλία, η τοπική αστυνομία, ο στρατός και άλλοι αξιωματούχοι διαδραμάτισαν ζωτικό ρόλο στον εκτοπισμό των Εβραίων προς τα γερμανικά κέντρα εξόντωσης στην Ανατολική Ευρώπη. Σε ορισμένα κράτη του Άξονα, φασιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις τρομοκρατούσαν, λήστευαν και δολοφονούσαν τους ντόπιους Εβραίους, με γερμανική καθοδήγηση ή με δική τους πρωτοβουλία. Η Φρουρά του Hlinka στη Σλοβακία, η Σιδηρά Φρουρά στη Ρουμανία, οι Ούστασι στην Κροατία, και το κόμμα Nyilaskeresztes στην Ουγγαρία ευθύνονται για τους θανάτους χιλιάδων Εβραίων στις χώρες τους.
Σε όλη την ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη πολλοί ντόπιοι εργάστηκαν ως δεσμοφύλακες στα ναζιστικά στρατόπεδα ή πήραν μέρος στη δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων με δηλητηριώδη αέρια. Λιθουανοί, Λετονοί, Εσθονοί, Λευκορώσοι και Ουκρανοί δημιούργησαν με δική τους πρωτοβουλία ομάδες που δολοφόνησαν εκατοντάδες Εβραίους καθώς και άλλα άτομα που υποψιάζονταν ότι ήταν κομμουνιστές. Οι Γερμανοί αναδιοργάνωσαν αυτές τις ομάδες σε αδίστακτα εφεδρικά αστυνομικά τάγματα που πήραν μέρος στη σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων και εκατομμυρίων μη-Εβραίων στην κατεχόμενη Σοβιετική Ένωση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής οι Γερμανοί συνεχώς στρατολογούσαν εφέδρους για τις αστυνομικές δυνάμεις τους, τις στρατιωτικές μονάδες και τις πολιτικές διοικήσεις τους από τους ντόπιους πληθυσμούς της Σοβιετικής Ένωσης. Η κυβέρνηση του κράτους του Βισύ στη Γαλλία συνεργάστηκε με τους Γερμανούς καθορίζοντας νομικά τους Εβραίους ως φυλή και περιορίζοντας τα δικαιώματά τους. Οι αρχές του Βισύ δημιούργησαν στρατόπεδα εγκλεισμού στη νότια Γαλλία και βοήθησαν στον εκτοπισμό των Εβραίων προς τα κέντρα εξόντωσης της κατεχόμενης Πολωνίας. Μετά τη γερμανική εισβολή στη Νορβηγία, ο Βίντκουν Κουίσλιγκ, ένας Νορβηγός φασίστας, αυτοανακηρύχθηκε πρωθυπουργός. Σύντομα οι Γερμανοί απογοητεύτηκαν μαζί του, ωστόσο η λέξη «quisling» στην Αγγλική έχει πλέον γίνει συνώνυμο του δοσίλογου προδότη. Στο Βέλγιο και την Ολλανδία οι τοπικές πολιτικές και αστυνομικές αρχές συνεργάστηκαν στενά με τους Γερμανούς για τη συγκέντρωση και τον εκτοπισμό των Εβραίων προς τα κέντρα εξόντωσης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η ιστορία έχει δείξει ότι ο τερματισμός των πολεμικών αναμετρήσεων κατά κανόνα συνοδεύεται από έναν αναδρομικό κοινωνικό έλεγχο, αναφορικά με τους δωσίλογους. Ο αναδρομικός έλεγχος είναι απαραίτητος όταν τα κράτη καταλείφθηκαν από ξένο κατακτητή, με συνεργασίες από τις τοπικές δωσιλογικές κυβερνήσεις.
Η διερεύνηση του φαινομένου του δωσιλογισμού, αποτελεί πρωτοπορία .το θέμα απαιτεί περίσκεψη, εννοιολογική σαφήνεια και ευαισθησία ως προς το ιστορικό πλαίσιο.
Η έννοια της συνεργασίας (δωσιλογισμός),εκφράστηκε στις μεταπολεμικές κοινωνίες, με την μερική και ολική αμνήστευση, πολλών συνεργατών. Θεμελιώνοντας την παρουσία τους στην κοινωνία, πολλές φορές αναλαμβάνοντας καίριες δημοσιές θέσεις.
Είναι γεγονός ότι η πορεία των δωσίλογων σε όλες τις χώρες της Ευρώπης κατέληγε στην εξόντωση του «κομμουνιστικού κινδύνου». Το παράδειγμα της Ελλάδας με την ενσωμάτωση των δωσίλογων στα αστικά υπόλοιπα κόμματα είναι χαρακτηριστικό…
Επιμέλεια: ΠΑΛΛΑΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ – ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ – ΑΝΑΛΥΤΗΣ AEJ/IFJ