Οι Έλληνες πράκτορες των Ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα

Οι Έλληνες πράκτορες των Ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα

Με αφορμή τη συμπλήρωση 72 χρόνων από την απελευθέρωση της Αθήνας, ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης μας ξεναγεί στους τόπους όπου εκδηλώθηκε η πιο σκοτεινή μορφή συνεργασίας με τους Ναζί κατακτητές
Αθήνα, 12 Οκτωβρίου 1944. Χιλιάδες Αθηναίοι συρρέουν στο κέντρο της πόλης για τη μεγάλη γιορτή της απελευθέρωσης από τους Ναζί κατακτητές. «Ανεβασμένοι στ’ αυτοκίνητα ρίχνουν οι ΕΑΜίτες τα συνθήματα που τ’ αρπάζει με μια φωνή ο κόσμος και τα κάνει βουή και σάλπισμα για να φτάσουν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας: Κανένα άσυλο στους προδότες! Λευτεριά- Λαοκρατία!», διαβάζουμε στην ανταπόκριση του Ριζοσπάστη που κυκλοφόρησε στις 13 Οκτωβρίου 1944 ελεύθερα πλέον στο κέντρο της Αθήνας μετά από 8 χρόνια. Σε αντίθεση με ότι συνέβη σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, καθ’ όλη τη διάρκεια των πανηγυρισμών επικράτησε τάξη. Η ηγεσία του ΕΑΜ τήρησε τις υποχρεώσεις της απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, τιθασεύοντας τη μεγάλη δύναμή του κινήματος και διασκεδάζοντας τους φόβους των πολιτικών της αντιπάλων για «λουτρό αίματος», παρά τη διάχυτη επιθυμία για εκδίκηση απέναντι στους συνεργάτες των κατακτητών.
Την περίοδο 1945-1949, κάποιοι θα οδηγηθούν στα Ειδικά Δικαστήρια. Η συντριπτική πλειοψηφία θα αθωωθεί και πολλοί από τους καταδικασθέντες θα απελευθερωθούν τα επόμενα χρόνια. Αυτή, κατά τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη, είναι «η πιο μελανή περίοδος της ελληνικής δικαιοσύνης από σύστασης του ελληνικού κράτους».
H «βρώμικη δουλειά» που ανέλαβε η ελληνική Δικαιοσύνη
«Την ίδια χρονική περίοδο ήταν συντριπτικές οι καταδίκες σε θάνατο, ισόβια και εξορία από παράλληλα δικαστήρια των ανθρώπων που συμμετείχαν στο αντιστασιακό κίνημα. Είναι εντυπωσιακή η δυσαναλογία και αφορά σε μια βρώμικη δουλειά που ανέλαβε να κάνει η ελληνική δικαιοσύνη» είπε στο NEWS247 ο κύριος Χαραλαμπίδης, διευκρινίζοντας πως μεταπολεμικά όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανασυγκρότησης επέλεξαν να κλείσουν γρήγορα το θέμα και να περάσουν το συντομότερο δυνατόν σε μια ομαλή κατάσταση. «Αν έμπαιναν σε μια διεξοδική απόδοση δικαιοσύνης θα έπρεπε να έχουμε ειδικά δικαστήρια και εκτελέσεις τουλάχιστον για μια πενταετία μετά τη λήξη του πολέμου, άρα ανοιχτές πληγές. Επέλεξαν λοιπόν να κλείσουν το θέμα εκτελώντας παραδειγματικά κάποιους μεγαλοδωσίλογους. Στην Ελλάδα βέβαια ούτε καν αυτό δεν έγινε, επειδή αμέσως μετά τη λήξη της Κατοχής ακολουθούν τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος και τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο. Οι δωσίλογοι και αυτοί που ήταν γύρω από τους δωσίλογους θα γίνουν στηρίγματα της μεταπολεμικής αντικομουνιστικής πολιτικής κατάστασης που επικρατεί. Η έννοια της εθνικοφροσύνης κυριαρχεί τουλάχιστον μέχρι την πτώση της Χούντας το 1974… Οπότε αυτοί οι άνθρωποι που θα είναι οικονομικά και πολιτικά στηρίγματα των μετα-κατοχικών κυβερνήσεων έπρεπε με κάποιο τρόπο να προστατευθούν και αυτό ακριβώς έκανε η Δικαιοσύνη την περίοδο εκείνη, αφήνοντας ένα τεράστιο ερωτηματικό ως προς το λαϊκό αίσθημα δικαιοσύνης απέναντι στους συνεργάτες των Ναζί».
Οι δωσίλογοι και αυτοί που ήταν γύρω από τους δωσίλογους θα γίνουν στηρίγματα της μεταπολεμικής αντικομουνιστικής πολιτικής κατάστασης που επικρατεί.
Για τον κύριο Χαραλαμπίδη το μελανό αυτό κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας είναι μια εν εξελίξει έρευνα που έρχεται σε συνέχεια της ευρείας ιστορικής μελέτης που έχει εκπονήσει για την Αθήνα της Κατοχής και των Δεκεμβριανών, η οποία οδήγησε στην έκδοση δύο ιστορικών βιβλίων και διοχετεύτηκε προς ένα ακόμα μεγαλύτερο κοινό μέσα από τους ιστορικούς περιπάτους και τις εκδηλώσεις του πρότζεκτ: 12 Οκτωβρίου 1944 – Η Αθήνα Ελεύθερη , που πραγματοποιούνται φέτος για δεύτερη χρονιά με σκοπό -όπως μας λέει ο ίδιος- «πρώτον, να καθιερωθεί ο εορτασμός της απελευθέρωσης της Αθήνας όχι ως ένα τυπικό τελετουργικό αλλά μια ουσιαστική γιορτή που θα εμπλέκει όσο γίνεται περισσότερους Αθηναίους και Αθηναίες. Δεύτερον, να μπορέσει να βγει η ιστορική έρευνα σε ευρύτερο κοινό και να ανατρέψουμε διάφορα στερεότυπα, μύθους και ανακρίβειες σχετικά με την περίοδο της Κατοχής».

Ο κύριος Χαραλαμπίδης δηλώνει ικανοποιημένος από την ανταπόκριση και το ενδιαφέρον του κόσμου και καλεί τους πολίτες να διαβάζουν επιστημονικά συγγράμματα: «Ανεξάρτητα αν κάποιος γράφει από την αριστερή, τη δεξιά ή την κεντρώα οπτική, διότι και οι ιστορικοί είναι πολίτες και έχουν πολιτική άποψη, υπάρχει η ιστορική δεοντολογία και η επιστημονική μέθοδος που εξασφαλίζει δια της τεκμηρίωσης την επιστημονική γνώση, πάνω στην οποία μπορεί να πατήσει κάποιος για να μάθει τι έγινε τη δύσκολη αυτή περίοδο».
Σημειώνει ότι το άνοιγμα πολλών σημαντικών ιστορικών αρχείων την τελευταία δεκαπενταετία οδήγησε σε πολλαπλασιασμό των επιστημονικών εργασιών και μελετών γύρω από τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Επισημαίνει ωστόσο τις ειδικές δυσκολίες που ενέχει η έρευνα στο κομμάτι του δωσιλογισμού: «Μετά τον πόλεμο, οι άνθρωποι που είχαν επιδοθεί σε δωσιλογισμό προσπάθησαν να σβήσουν τα ίχνη τους, με αποτέλεσμα κρίσιμα αρχεία τα οποία γνωρίζουμε ότι υπήρχαν να μην ξέρουμε αν έχουν καταστραφεί ή που ακριβώς βρίσκονται. Αυτό δυσκολεύει πάρα πολύ το έργο μας διότι το έργο του ιστορικού δεν είναι να πει ότι ο Χαραλαμπίδης ήταν δωσίλογος και να ρίξει τη σκιά του συνεργάτη των Γερμανών στα εγγόνια του τώρα πλέον. Ο στόχος μας είναι να δούμε τι έγινε στην ελληνική κοινωνία την περίοδο εκείνη, δεν είναι τόσο τα ονόματα όσο το πώς και για ποιους λόγους έδρασαν, η πολιτική διαδικασία δηλαδή της συνεργασίας των Ελλήνων με τον κατακτητή.
Ο ίδιος, έχοντας πρόσφατα ολοκληρώσει τη μελέτη του αρχείου πρακτικών του Ειδικού Δικαστηρίου Ελλήνων Δοσίλογων Αθηνών και Πειραιά, ένα αρχείο από περίπου 3000 δίκες ανθρώπων που παραπέμφθηκαν για συνεργασία με τον κατακτητή, αλλά και άλλες πηγές σε Ελλάδα και Βρετανία, μας επεσήμανε μια κρίσιμη πτυχή αυτής της συνεργασίας.

Από τον οικονομικό στον πολιτικό και ένοπλο δωσιλογισμό

ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ, ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑΓΜΑΤΑ ΕΦΟΔΟΥ
«Τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, το 1941-1942, όπου κυριαρχούν απόλυτα οι δυνάμεις του Άξονα σε όλη την Ευρώπη, στην Αθήνα έχει δημιουργηθεί ένα ευρύ δίκτυο Ελλήνων συνεργατών του κατακτητή που έχει κυρίως οικονομικό υπόβαθρο. Μην ξεχνάμε ότι μεσολαβεί ο φονικός κατοχικός λιμός, οπότε έχουμε πολλούς εμπόρους,  βιομηχάνους και ανθρώπους που κινούνται γύρω από την αγορά γενικότερα, τη μαύρη αγορά αφού η επίσημη αγορά έχει καταρρεύσει. Στα δίκτυα της μαύρης αγοράς ξεχωρίζουν κάποιοι μεγαλομαυραγορίτες, οι οποίοι συνεργάζονται στενά με τους Γερμανούς. Είναι οι άνθρωποι που δημιουργούν μεγάλες περιουσίες από αυτή τη συνεργασία, είναι οι άνθρωποι που κρύβουν τρόφιμα σε παράνομε αποθήκες για να δημιουργήσουν τεχνητή άνοδο της τιμής και να αποκομίσουν παράνομα κέρδη παρά το γεγονός ότι συνάνθρωποί τους πεθαίνουν από την πείνα, αυτό δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα. Αυτό το ευρύ δίκτυο προσπαθεί να διατηρήσει τα κεκτημένα του όταν πλέον το 1943 και κυρίως το 1944 φαίνεται ότι η αντίσταση και κυρίως το ΕΑΜ ενισχύεται διαρκώς και υπάρχει περίπτωση να παίξει ρόλο στη μεταπολεμική Ελλάδα, καθώς φαίνεται πλέον καθαρά ότι οι Γερμανοί θα χάσουν τον πόλεμο. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν προσπαθούν να στρατευθούν πίσω από τον μπαμπούλα του αντικομουνισμού για να αντιμετωπίσουν το ΕΑΜ, καθώς γνωρίζουν παρά πολύ καλά ότι αν μετά τη λήξη του πολέμου κυριαρχήσει πολιτικά το ΕΑΜ στην Ελλάδα, θα χάσουν τις περιουσίες τους και θα λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν χρηματοδοτούν μέσα από τα παράνομα κέρδη τους τις ποικίλες αντικομουνιστικές ομάδες που εμφανίζονται στην Ελλάδα και βέβαια τους πράκτορες των γερμανικών αρχών ασφαλείας και της γερμανικής αντικατασκοπείας, οι οποίοι πληρώνονται σε μεγάλο βαθμό όχι από το Βερολίνο αλλά από τις παράνομες δράσεις της μαύρης αγοράς. Συνεπώς από το ’43 και μετά αυτό που αρχικά ήταν οικονομική κυρίως συνεργασία λαμβάνει και τη μορφή της πολιτικής και της ένοπλης συνεργασίας».

(Επί της οδού Πατησίων 65, λειτούργησε την περίοδο της Κατοχής μια από τις περίφημες κατοχικές ρουλέτες. Το κτίριο στα τέλη της δεκαετίας του 1960, από το βιβλίο, Κώστας Μπίρης, Αι Αθήναι, 1830-1966)
Οι ρουλέτες της Κατοχής
Παράνομα καζίνο – τόποι συνάντησης οικονομικού και ο ένοπλου δωσιλογισμού
Η σύνδεση της κερδοσκοπίας των μαυραγοριτών με την εξόντωση των μελών της εθνικής αντίστασης αναδεικνύεται μέσα από τη λειτουργία των κατοχικών ρουλετών. Αυτά τα μικρά καζίνο ήταν τόποι συνάντησης των «επιχειρηματιών» της μαύρης αγοράς και των συνεργατών των κατακτητών, ενώ με τα έσοδά τους οι κατακτητές χρηματοδοτούσαν Έλληνες και Γερμανούς πράκτορες των ναζιστικών υπηρεσιών ασφαλείας.
Το μεγαλύτερο παράνομο καζίνο της Αθήνας με 12 ρουλέτες και 3 τραπέζια σεμέν ντε φερ, ήταν η ρουλέτα του «Μαυροκέφαλου». Απασχολούσε περίπου 100 άτομα προσωπικό και τα κέρδη κάθε βραδιάς ξεπερνούσαν το ιλιγγιώδες ποσό των 100 χρυσών λιρών. Συνολικά στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής λειτούργησαν 21 τέτοιες ρουλέτες. γνώρισαν ιδιαίτερη άνθιση στα τέλη του 1943, όταν ο πληθωρισμός, τα έσοδα από τα οχυρωματικά έργα των κατακτητών και η μαύρη αγορά, είχαν δημιουργήσει τεράστιο πλούτο στα χέρια εργολάβων και μαυραγοριτών, οι οποίοι «επένδυαν» τα παράνομα κέρδη τους στις ρουλέτες. Οι κατακτητές χρησιμοποιούσαν τις ρουλέτες για να χρηματοδοτούν τις υπηρεσίες τους, καθώς πουλούσαν πανάκριβα τις άδειες στους Έλληνες «επιχειρηματίες» και είχαν ποσοστά στα κέρδη.
Η μεγαλύτερη ρουλέτα υπό τον έλεγχο των Γερμανών ήταν το Femina στην οδό Βουκουρεστίου, όπου λειτουργούσε και ακριβό εστιατόριο. Παράλληλα στους χώρους αυτούς οι Γερμανοί στρατολογούσαν Έλληνες πληροφοριοδότες που σύχναζαν εκεί ως πελάτες, συγκεντρώνοντας πολύτιμες πληροφορίες.

(Διαφημιστική καταχώρηση στο περιοδικό «Το Ραδιόφωνον» του bar restaurant Kazino Femina, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία)
Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του δικηγόρου Γ. Εμμανουήλ. Αφού πρώτα απέκτησε ένα σημαντικό χρηματικό κεφάλαιο κερδοσκοπώντας στο χρηματιστήριο Αθηνων, επένδυσε τα κέρδη του στη μαύρη αγορά τροφίμων. Μέσα από τα δίκτυα της μαύρης αγοράς ήρθε σε επαφή με τους καπνέμπορους αδερφούς Νικολαΐδη από τη Θεσσαλονίκη που ήταν υπεύθυνοι σε δύο από τα καζίνο που έλεγχαν τα S.D., η υπηρεσία ασφαλείας των Ες-Ες. Δουλεύοντας λοιπόν στην υποδοχή του καζίνο Femina γνωρίστηκε με αξιωματικούς των Ες-Ες και στρατολογήθηκε σε αυτά. Ακολούθησε μετάβασή του στο Βερολίνο όπου εκπαιδεύτηκε για μία εβδομάδα σε ειδικό σχολείο πρακτόρων και η επιστροφή του στην Αθήνα για την ανάληψη δράσης.
Δεκάδες άλλοι Έλληνες πράκτορες των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας συγκρότησαν ομάδες εφόδου με στόχο την εξόντωση των μελών της αντίστασης. Οι ομάδες αυτές που συνελάμβαναν, βασάνιζαν και δολοφονούσαν αντιστασιακούς πληρώνονταν από τα κέρδη των ελληνικών καζίνο. Συνδέοντας έτσι με έναν ακόμα τρόπο την κερδοσκοπία των μαυραγοριτών με την εξόντωση των μελών της αντίστασης.
Το Φεβρουάριο του ’46 έγινε η μεγάλη δίκη των πρακτόρων που εργάζονταν στις κατοχικές ρουλέτες. Δικάστηκαν 46 άτομα οι 35 αθωώθηκαν, από τους 11 που καταδικάστηκαν παρόντες ήταν οι 5 οι οποίοι έλαβαν ποινές από 10 μήνες έως 6 χρόνια φυλάκιση.
Ας δούμε αναλυτικά, με τη βοήθεια του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, τις ελληνικές φιλοναζιστικές και αντικομμουνιστικές οργανώσεις και τις ελληνικές ομάδες πρακτόρων των Ναζί.

S.D. Η Υπηρεσία Ασφαλείας των Ες-Ες και οι Έλληνες πράκτορές της

(Φωτογραφία από το βιβλίο, Μανόλης Μαρμαράς, Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας)
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στο κτίριο της οδού Σανταρόζα 3 ήταν η έδρα της υπηρεσίας Sicherheitsdienst ή S.D., που ήταν η Υπηρεσία Ασφαλείας των ναζιστικών Ες-Ες. Στο ίδιο κτίριο στεγάζονταν και η ομάδα αντικατασκοπίας Dienststelle 3000. Οι υπηρεσίες αυτές είχαν ως στόχο τη διενέργεια αντικατασκοπίας και τη δημιουργία ομάδων Ελλήνων σαμποτέρ, που θα ανατίναζαν βασικές υποδομές της πόλης αμέσως μετά την αποχώρηση των Ναζί από την Αθήνα.
Η ομάδα σαμποτάζ έφτασε να αριθμεί 50-60 Έλληνες πράκτορες. Οι δολιοφθορές που έγιναν μετά την αποχώρηση των Γερμανών για να δημιουργήσουν μια κατάσταση χάους στην πρωτεύουσα ήταν η ανατίναξη του φράγματος του Μαραθώνα, των εγκαταστάσεων ηλεκτρικού ρεύματος σε Αθήνα και Πειραιά, καταστροφές στο λιμάνι του Πειραιά, στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και σε πολλές άλλες υποδομές.
Η αντιστασιακή ομάδα δημιουργήθηκε τον Μάιο του 1943 υπό τον Έλληνα αξιωματικό Γ. Παντέλογλου, αρχηγό της ΟΕΔΕ (Οργάνωση Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδας), η οποία αποτέλεσε τον πυρήνα του υπό συγκρότηση αντάρτικου -όπως τον ονόμαζαν- στρατού, ο οποίος καταλαμβάνοντας θέση στην ορεινή Ελλάδα θα πολεμούσε ενάντια στους συμμάχους όταν αυτοί θα εισάβελαν στη χώρα. Μέσω της ΟΕΔΕ ο Παντέλογλου στρατολογούσε αντικομμουνιστές και γερμανόφιλους διευρύνοντας τον αρχικό πυρήνα των 70 περίπου ανδρών σε μια ομάδα 2500 περίπου ατόμων. Εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ στην οδό Μάρνης στις 26 Σεπτεμβρίου 1944.
Η οργάνωση 3000 είχε επίσης ομάδα πρακτόρων με αποστολή τον εντοπισμό των ελληνικών δικτύων διαφυγής προς τη Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό το λόγο πράκτορες της είχαν μισθώσει βενζινοκίνητα καΐκια όπως το Αγία Μαρίνα, Άγιος Δημήτριος και Ευαγγελίστρια, τα πληρώματα των οποίων αποτελούνταν από Έλληνες ναυτικούς – πράκτορες της 3000. Αυτοί υπόσχονταν σε Εβραίους και αξιωματικούς του ελληνικού στρατού ότι θα τους φυγάδευαν στη Μέση Ανατολή. Λάμβαναν εξαιρετικά υψηλή αμοιβή ανά άτομο συνήθως σε χρυσές λίρες Αγγλίας και στη συνέχεια συνελάμβαναν αυτά τα άτομα και τα παρέδιδαν στους Γερμανούς.
Το Δεκέμβριο του 1947 έγινε η μεγάλη δίκη της οργάνωσης 3000. Η απόφαση του δικαστηρίου ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων που αποτυπώθηκε ακόμα και σε εφημερίδες της εποχής. Από τους 70 κατηγορούμενους οι 64 αθωώθηκαν. Αλλά και από τους μόλις 6 που δικάστηκαν μόνο ο ένας ήταν παρών. Συνεπώς από τα 70 άτομα που δικάστηκαν ως πράκτορες της ναζιστικής οργάνωσης 3000 καταδικάστηκε μόλις ένα σε ποινή φυλάκισης 9 ετών.
«Μπουντ», «Ένωσις Φίλων Χίτλερ» ή τα «Ελληνικά Ες-Ες»

(Τα κτίρια της οδού Παπαρηγοπούλου σε φωτογραφία της δεκαετίας του 1960 από τη σελίδα στο Facebook «Η Αθήνα μέσα στο χρόνο»)
Στα κτίρια της οδού Παπαρηγοπούλου 5 και 7 στεγάστηκαν την περίοδο της Κατοχής η ναζιστική οργάνωση αντικατασκοπίας «Μπουντ» και οι Έλληνες πράκτορές της. Στα κτίρια αυτά βασανίστηκαν δεκάδες αντιστασιακοί κατά τη διάρκεια ανακρίσεων, πριν σταλούν στη Γερμανία προς καταναγκαστική εργασία ή στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής προς εκτέλεση.
Η Μπουντ (που σημαίνει σύνδεσμος) ιδρύθηκε πριν τον πόλεμο και ήταν υπηρεσία αντικατασκοπείας. Οι ελληνικές Αρχές γνώριζαν τη δράση της για λογαριασμό της ναζιστικής Γερμανίας αλλά δεν παρεμπόδισαν το έργο της. Όταν κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου αποφάσισαν να συλλάβουν κάποια από τα μέλη της ήταν πλέον αργά. Μετά την είσοδό τους στην Αθήνα, οι Ναζί αποφυλάκισαν τους έμπειρους κατασκόπους τους, οι οποίοι ανέλαβαν την ανασυγκρότηση της οργάνωσης.
Η οργάνωση είχε δικό της δίκτυο κατασκόπων που έδρασε στην Αθήνα και τη Μέση Ανατολή. Το δίκτυο αυτό ήταν υπό τις διαταγές του Γερμανού φρουράρχου Αθηνών Φρίτσε. Έργο τους ήταν να εντοπίζουν τις διαδρομές διαφυγής Ελλήνων πολιτών και στρατιωτικών προς τη Μέση Ανατολή. Δεκάδες από αυτούς πιάστηκαν εν πλω και παραδόθηκαν στους Γερμανούς προς εκτέλεση. Επίσης, μέλη της Μπουντ εντόπιζαν Έλληνες πράκτορες που υπηρετούσαν στις συμμαχικές δυνάμεις. Ήταν άτομα που επιχειρούσαν να φέρουν ασυρμάτους στην κατεχόμενη Ελλάδα με στόχο την επικοινωνία της ελληνικής Αντίστασης με τους Βρετανούς και την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το φθινόπωρο 1943 η δράση της Μπουντ αναβαθμίστηκε με τη συγκρότηση ομάδων κρούσης που έκαναν συλλήψεις και εκτελέσεις. Στο σκέλος της δίωξης των κομμουνιστών πρωτοστάτησε ο Α. Αγήνορας. Ο Αγήνορας είχε εμπλοκή σε τουλάχιστον 25 υποθέσεις που δικάστηκαν μεταπολεμικά και αφορούσαν σε καταδόσεις και δολοφονίες μελών του ΕΑΜ, ληστείες περιουσιών Εβραίων εμπόρων, συλλήψεις ατόμων και αποστολή τους στη Γερμανία προς καταναγκαστική εργασία. Η τύχη του Αγήνορα είναι άγνωστη. Κατά μία εκδοχή εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ στη Μακεδονία κατά μια άλλη εκδοχή έφυγε στη Γερμανία.
Οι ομάδες κρούσης της Μπουντ είχαν καθαρά αντικομουνιστική δράση. Συνέλεγαν στοιχεία για τις κινήσεις μελών του ΕΑΜ από διάφορους μυστικούς πληροφοριοδότες που είχαν στις συνοικίες. Προτιμούσαν περιπτεράδες, θυρωρούς, οδηγούς ταξί και ιδιοκτήτες κουρείων. Στη συνέχεια, σε συνεργασία με την Ειδική Ασφάλεια της Ελληνικής Χωροφυλακής και τη Γκεστάπο, πράκτορες της Μπουντ έκαναν εφόδους σε σπίτια και καταστήματα πραγματοποιώντας συλλήψεις. Ακολουθούσαν ανακρίσεις και βασανιστήρια στα γραφεία της Μπουντ στην Παπαρηγοπούλου ή σε αυτά της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν. Οι πληροφορίες που αντλούσαν μετά από σκληρά βασανιστήρια που πολλές φορές οδηγούσαν στο θάνατο των συλληφθέντων τους επέτρεπαν να οργανώνουν ακόμα μεγαλύτερες επιχειρήσεις κατά μελών του ΕΑΜ και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων όπως τα μπλόκα ολόκληρων συνοικιών. Μεταξύ των θυμάτων της Μπουντ ήταν και η 17χρονη Ηρώ Κωνσταντοπούλου.
Τα 3 Έψιλον
Η Εθνική Ένωσής Ελλάς, γνωστή ως 3Ε, ήταν μια αντισημιτική και αντικομμουνιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1927 στην Θεσσαλονίκη και στράφηκε εναντίον της πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας της πόλης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μέλη της δραστηριοποιήθηκαν και στην Αθήνα καταδίδοντας εβραϊκές οικογένειες και μέλη του ΕΑΜ στους Ναζί. Τα γραφεία της οργάνωσης ήταν στο κτίριο της οδού Σίνα 8.

(Το κτίριο της οδού Σίνα 8 κατά τη διάρκεια της απελευθέρωσης της Αθήνας [Οκτώβριος 1944] όταν ήταν έδρα του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ. Από το βιβλίο του Θανάση Χατζή, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε)
Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις (ΕΣΠΟ)
Η Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις (ΕΣΠΟ) ήταν μια ελληνική φιλοναζιστική και αντικομουνιστική οργάνωση που ιδρύθηκε τον Οκτώβρη του 1941 με πρωτοβουλία του γιατρού Γ. Βλαβιανού, διορισμένου κατοχικού προέδρου της κοινότητας Κηφισιάς. Χρηματοδοτούνταν από τους Ναζί με στόχο τη στρατολόγηση ατόμων για τη δημιουργία ελληνικού στρατιωτικού σώματος που θα πολεμούσε στις γραμμές της ναζιστικής Βέρμαχτ κατά των Σοβιετικών στο ανατολικό μέτωπο. Για να το πετύχει αυτό είχε οργανώσει συσσίτια στα γραφεία της και προπαγανδιστικά μαθήματα σχετικά με τον κίνδυνο του μπολσεβικισμού. Επίσης, η οργάνωση συνέβαλε στην προσπάθεια των Γερμανών να προσελκύσουν Έλληνες εργάτες προς αποστολή στα εργοστάσια της Γερμανίας. Σε μια περίοδο που ο κατοχικός λιμός αποδεκάτιζε τους Αθηναίους, η ΕΣΠΟ συντάχθηκε με το ελληνικό υπουργείο Εργασίας παρουσιάζοντας την εργασία στα γερμανικά εργοστάσια ως ευκαιρία που έδινε η χιτλερική Γερμανία στους Έλληνες. Όταν άρχισαν να γίνονται γνωστές οι άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των Ελλήνων -και όχι μόνο- εργατών στη Γερμανία και οι θάνατοί τους από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, το υπουργείο Εργασίας επιδόθηκε σε έναν αγώνα προπαγάνδας προς διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Η εκμετάλλευση του εξαθλιωμένου εργατικού δυναμικού της χώρας από τους Ναζί αλλά και από το ελληνικό υπουργείο Εργασίας ήταν ο λόγος που οδήγησε στην εκτέλεση του υπουργού Εργασίας Νικόλα Χαλύβα από την ΟΠΛΑ στις 27 Ιανουαρίου 1944 στην πλατεία Κολωνακίου.
Στην αρχή της η ΕΣΠΟ αριθμούσε περίπου 2500 άτομα στην πλειοψηφία τους νεαροί πρώην μέλη της μεταξικής νεολαίας. Για να καταστείλουν το αντιστασιακό κίνημα στους χώρους εργασίας, μέλη της ΕΣΠΟ προσλαμβάνονταν ως εργάτες στις επιταγμένες από τους Ναζί μονάδες παραγωγής. Έργο τους ήταν η εξάρθρωση των αντιστασιακών δικτύων μέσα στα εργοστάσια. Ήταν οι άνθρωποι που σε συνεργασία με την εργοδοσία παρέδιδαν στη Γκεστάπο ονομαστικές καταστάσεις οργανωμένων κυρίως του εργατικού ΕΑΜ. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της Χαλυβουργίας Σταυριανού στο Κερατσίνι όπου εργάτης μέλος της ΕΣΠΟ κατέδωσε 18 συναδέλφους του ως μέλη του εργατικού ΕΑΜ.
Στις 17 Ιουνίου 1948, στη μεγαλύτερη δίκη μελών της ΕΣΠΟ δικάστηκαν 31 άτομα. Από τους 8 που καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές παρόντες στη δίκη ήταν μόνο οι 3.

(Οδός Πατησίων, 20 Σεπτεμβρίου 1942. Πυροσβεστικά οχήματα προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά που εκδηλώθηκε στα γραφεία της ΕΣΠΟ, μετά την ανατίναξή τους από την αντιστασιακή οργάνωση της ΠΕΑΝ. Από το βιβλίο, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ΠΕΑΝ 1941-1945)
G.F.P. Η Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία της Βέρμαχτ και η δράση των Ελλήνων πρακτόρων της
Την περίοδο της Κατοχής στο κτίριο στη συμβολή των οδών Πατησίων 32 και Καποδιστρίου ήταν η έδρα της Geheime Feldpolizei (G.F.P.) που ήταν η Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία της Βέρμαχτ. Στο κτίριο αυτό οδηγήθηκαν, προς ανάκριση, πολλοί αντιστασιακοί που πιάστηκαν από τους Έλληνες πράκτορες της υπηρεσίας κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, απεργιών και άλλων αντιστασιακών ενεργειών.
Η υπηρεσία αυτή ασχολούταν με θέματα κατασκοπείας, αντικατασκοπείας, προπαγάνδας και καταπολέμησης της αντίστασης. Οι Γερμανοί και Έλληνες πράκτορες της G.F.P. κυκλοφορούσαν με πολιτικά, συγκέντρωναν πληροφορίες για τη δράση διάφορων ατόμων και έκαναν αιφνιδιαστικές συλλήψεις. Ακολουθούσε ανάκριση στα γραφεία της και εγκλεισμός στις φυλακές Αβέρωφ.
Ένας από τους φανατικούς πράκτορες της G.F.P. ήταν ο χωροφύλακας ειδικής ασφάλειας Θ. Μπουρτζάλας. Ήταν ένας από τους λίγους Έλληνες εθελοντές που πολέμησαν με τη στολή της Βέρμαχτ στο ανατολικό μέτωπο ενάντια στον Κόκκινο Στρατό. Πολέμησε στο Στάλινγκραντ και κατάφερε όχι μόνο να επιζήσει αλλά και να επιστρέψει στην Αθήνα συνεχίζοντας τον αγώνα του κατά των Κομμουνιστών αυτή τη φορά ως πράκτορας της G.F.P. Αν και καταδικάστηκε σε τρεις φορές ισόβια αποφυλακίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’50.

(Ιανουάριος 1945. Το κτίριο της οδού Πατησίων 32 αμέσως μετά τη λήξη των Δεκεμβριανών με εμφανή τα ίχνη από τις μάχες, αρχείο Γεωργίου Βήχου, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).
Πέρα όμως από την αντικατασκοπεία και τον εντοπισμό των αντιστασιακών η δράση όλων αυτών των οργανώσεων στόχευε στο να πλήξει το ηθικό των Ελλήνων. Εξίσου αν όχι πιο σημαντική με την εξάρθρωση μιας αντιστασιακής ομάδας ήταν η τρομοκράτηση των κατακτημένων. Οι Γερμανοί και οι Έλληνες συνεργάτες τους έδιναν μεγάλη δημοσιότητα στις φρικαλεότητες τους. Οι μαζικές εκτελέσεις στο σκοπευτήριο της Καισαριανής διαφημίζονταν στον ελεγχόμενο Τύπο και οι απαγχονισμένοι αντιστασιακοί σε διάφορα μέρη της Αθήνας παρέμεναν για ώρες κρεμασμένοι από δέντρα για να τους δουν όσο το δυνατόν περισσότεροι πολίτες. Στο έργο που βασίστηκε στη μελέτη κλινικών περιπτώσεων στα νοσοκομεία της κατοχικής Αθήνας, τέσσερις Έλληνες νευρολόγοι ψυχίατροι αναφέρουν ότι βασική επιδίωξη των κατακτητών ήταν να επιβάλουν ένα καθεστώς τρόμου, να δημιουργήσουν για τον πληθυσμό τέτοιες συνθήκες ώστε κάθε αίσθημα ασφάλειας να εξαφανιζόταν και τη θέση του να έπαιρνε ένας διαρκής αγχώδης φόβος που δεν θα επέτρεπε καμία άλλη σκέψη και κανένα άλλο συναίσθημα. Έτσι θα οδηγούνταν ο λαός σε μια πραγματική ψυχική οπισθοδρόμηση.
Ειδική Ασφάλεια της Ελληνικής Χωροφυλακής
Η αιχμή του αντικομμουνιστικού μετώπου στην Αθήνα
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Ειδική Ασφάλεια της Ελληνικής Χωροφυλακής υπήρξε ο κύριος οργανωτής των ένοπλων επιχειρήσεων (κατοχικά μπλόκα, έρευνες σε σπίτια) ενάντια στα μέλη του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος. Στα κτίρια της οδού Ελπίδος 3 και 5 βρίσκονταν οι χώροι ανάκρισης και τα κρατητήρια της Ειδικής Ασφάλειας, τόποι μαρτυρίου για εκατοντάδες αντιστασιακούς. Στα κτίρια αυτά έχασαν τη ζωή τους από τα σκληρά βασανιστήρια τουλάχιστον 28 αντιστασιακοί.
Η Ειδική Ασφάλεια ιδρύθηκε το 1929 από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου με κύριο έργο την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος απέναντι στον κίνδυνο του κομμουνισμού. Από την αρχή η δράση της έλαβε χαρακτήρα παρακρατικής οργάνωσης στην καρδιά του κρατικού μηχανισμού. Τον Ιούνιο του 1933 ο διοικητής της ταγματάρχης Α. Δικαίος οργάνωσε την απόπειρα δολοφονίας ενάντια στον ιδρυτή της Ελευθέριο Βενιζέλο. Την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά κάτω από την πολιτική δ/νση του περιβόητου Κων/νου Μανιαδάκη οι άνδρες της εφάρμοσαν εξαιρετικά σκληρές και παράλληλα πρωτότυπες πρακτικές δίωξης κατά των κομμουνιστών. Την τεχνογνωσία αυτή εκμεταλλεύτηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο υπουργός Εσωτερικών Αναστάσιος Ταβουλάρης και ο πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης για να μετατρέψουν την Ειδική Ασφάλεια από κρατική υπηρεσία σε ένοπλη αντικομουνιστική ομάδα κρούσης.
Το 1943 επανάφεραν στην υπηρεσία τον απόστρατο ταγματάρχη Α. Λάμπρου τον οποίον διόρισαν διοικητή της Ειδικής Ασφάλειας. Ο Λάμπρου προσλαμβάνοντας ως χωροφύλακες άνευ θητείας φανατικούς αντικομουνιστές, πράκτορες των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας αλλά και άτομα του υποκόσμου συγκρότησε ομάδες κρούσης σε όλη την Αθήνα.
Συνολικά σε μπλόκα, ενέδρες, βασανιστήρια, εκτελέσεις σε σπίτια και χώρους εργασίας οι άνδρες της ειδικής σκότωσαν οι ίδιοι ή παρέδωσαν στους Ναζί προς εκτέλεση περισσότερα από 300 άτομα.

(Γενική άποψη της πλατείας Κυριακού [Βικτωρίας] το 1928. Από τη σελίδα στο Facebook «Η Αθήνα μέσα στο χρόνο»)
Η πιο πολύτιμη συνεισφορά της ειδικής στον κοινό αγώνα με τους Ναζί ενάντια στον κομμουνισμό ήταν αυτή της οργάνωσης των κατοχικών μπλόκων. Τα μπλόκα σχεδιάζονταν από άνδρες της ειδικής ασφάλειας και υλοποιούνταν από τα τάγματα ασφαλείας με την εποπτεία ολιγάριθμων Γερμανών αξιωματικών και στρατιωτών. Η διαδικασία ήταν η εξής. Πρώτα δυνάμεις των δυνάμεων ασφαλείας αναπτύσσονταν στη συνοικία κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η απαγόρευση κυκλοφορίας τους επέτρεπε να κινηθούν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους κατοίκους. Μόλις ξημέρωνε καλούσαν με τηλεβόες τους άνδρες ηλικίας 15 έως 65 ετών να συγκεντρωθούν σε κάποιο κεντρικό σημείο προς έλεγχο ταυτοτήτων. Στη συνέχεια κατέφθαναν Γερμανοί και άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας συνοδεύοντας τους περίφημους κουκουλοφόρους, άτομα δηλαδή που έχοντας καλυμμένο το πρόσωπό τους κατέδιδαν μέλη των ΕΑΜικών οργανώσεων. Αρχικά ο Γερμανός αξιωματικός καλούσε ονόματα μελών του ΕΑΜ βάση ονομαστικής κατάστασης που του είχαν παραδώσει άνδρες της Eιδικής Aσφάλειας. Αυτές τις πληροφορίες είχαν συλλέξει οι άνδρες της Eιδικής ανακρίνοντας και βασανίζοντας διάφορους αντιστασιακούς. Όσοι εντοπίζονταν οδηγούνταν σε ξεχωριστή ομάδα και στη συνέχεια εκτελούνταν από γερμανικό απόσπασμα αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και από άνδρες των ταγμάτων ασφάλειας. Στη συνέχεια κουκουλοφόροι αναλάμβαναν να εντοπίσουν όσους δεν εμφανίστηκαν οικειοθελώς κατά τη ανάγνωση των ονομάτων αλλά και άλλους που δεν υπήρχαν στην ονομαστική κατάσταση και ήταν μέλη του ΕΑΜ.
Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Τζώρτζη Μαράτου όταν κατά τη διάρκεια μπλόκου στου Ζωγράφου οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στο υπαίθριο κέντρο Γαρδένια στην κεντρική λεωφόρο:
«Οι τσολιάδες μας έβαλαν στη σειρά και δεν έλεγαν κουβέντα. Κατά τις 11 φάνηκε ένα γερμανικό αυτοκίνητο με Γερμανούς και Έλληνες αξιωματικούς και κάποιον που φορούσε στο κεφάλι μια μαύρη κουκούλα. Και άρχισε η επιθεώρηση. Μπροστά πήγαινε αυτός με την κουκούλα για να μην αναγνωρίζεται και με δύο τρύπες στα μάτια για να βλέπει. Νεκρική σιγή. Κάποια στιγμή σηκώνει το δάχτυλο και δείχνει τον Νίκο του κουρέα. Όλοι ξέρουμε ότι ήταν ΕΑΜίτης. Κρύος ιδρώτας μας έλουσε. Αμέσως τον πιάνουν δύο και τον πάνε στην άκρη. Πιο πέρα δείχνει τον κύριο Ιωάννου τον δικηγόρο. Έπειτα τον κύριο Αγησίλαο τον δάσκαλο του δημοτικού. Έρχεται κοντά μας και μου φαίνεται ότι αναγνωρίζω τον παραγιό που δούλευε στον φούρνο του Πανταζόπουλου. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα ότι μπορεί να του είχα πει καμιά άσχημη κουβέντα όταν μου ζύγιζε το ψωμί…»
Νεκρική σιγή. Κάποια στιγμή σηκώνει το δάχτυλο και δείχνει τον Νίκο του κουρέα. Όλοι ξέρουμε ότι ήταν ΕΑΜίτης. Κρύος ιδρώτας μας έλουσε. Αμέσως τον πιάνουν δύο και τον πάνε στην άκρη.
Σε Καλογρέζα, Καισαριανή, Βύρωνα, Νέο Κόσμο, Δάφνη, Καλλιθέα, Περιστέρι, Κοκκινιά και Ταμπούρια (αυτά ήταν τα μεγάλα μπλόκα αλλά έγιναν και χιλιάδες μικρότερα) εκτελέστηκαν περίπου 500 άτομα επί τόπου ενώ άλλα 11000 οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι και από εκεί προς εργασία στη Γερμανία ή στις φυλακές Αβέρωφ και Χατζηκώστα.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι μεταπολεμικές δικές ανδρών της Ειδικής Ασφάλειας ήταν με διαφορά οι περισσότερες από κάθε άλλη δωσιλογική οργάνωση. Αν και δικάστηκαν περισσότερα από 60 μέλη της και κάποια από αυτά καταδικάστηκαν σε θάνατο ή ισόβια κανένα δεν εκτελέστηκε και τα περισσότερα είχαν αποφυλακιστεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο ίδιος ο διοικητής της Α. Λάμπρου. Αν και δικάστηκε 13 φορές, στις 10 δίκες αθωώθηκε. Καταδικάστηκε συνολικά 7 φορές σε θάνατο αλλά αποφυλακίστηκε με απανωτές χάρες του βασιλιά το Φεβρουάριο του 1952.
Η σύνδεση της Ειδικής Ασφάλειας με τον αντικομουνιστικό αγώνα των Ναζί αποτυπώθηκε και στις απώλειες που είχε. Η αστυνομία είχε μόλις 9 θύματα εκτελεσμένα από τη ΟΠΛΑ ή τον ΕΛΑΣ ενώ αντίστοιχα η Χωροφυλακή 177 εκ των οποίων οι 102 ανήκαν στην Eιδική Aσφάλεια.

Πηγή: news247

Print Friendly, PDF & Email