Ιστορία… Η μνήμη και η κυριαρχία της…
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ… ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ…ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ ΙΣΤΟΡΙΑ …
Ποιος είναι τελικά αυτός που έχει το δικαίωμα να κατέχει τη μνήμη; Ποιος είναι ο κάτοχος της μνήμης και της αλήθειας; Υπάρχει μια παγκόσμια Ιστορία ή πολλές ιστορίες που συγχωνεύονται σε μία; Με αφορμή το έργο του Wolf, συζητάμε για άλλη μια φορά το νόημα της Ιστορίας.
Όταν ο Wolf στο έργο του Η Ευρώπη κι οι λαοί χωρίς ιστορία, ανέφερε τον όρο, τον διαπραγματεύτηκε με μια ειρωνική διάθεση απέναντι στη Ευρώπη, που θεώρησε τον εαυτό της κάτοχο της Ιστορίας, με τον ίδιο τρόπο που θεώρησε και τον υπόλοιπο κόσμο ως πεδίο δόξης λαμπρό για την εξάπλωση των επιχειρήσεών της, θανατώνοντας τις ιστορίες των άλλων λαών, που δεν ένιωσαν την ανάγκη να διασφαλίσουν μια καλύτερη θέση στην πυραμίδα της εξουσίας, διαχειριζόμενοι το παρελθόν και τη μνήμη. Είχαμε μιλήσει παλιότερα για την ιστορία και το ρόλο της, αλλά και την αποδοχή του όρου ιστορίες. Η διασφάλιση μιας αντικειμενικής ιστορίας είναι ένα ζήτημα για μας που δεν τίθεται καν. Απεναντίας, τοποθετούμαστε με αυτούς που πηγαίνουν τη συζήτηση σε άλλες πιο γόνιμες αναζητήσεις.
Είναι καλό να μιλάμε για ιστορίες, γιατί με αυτό τον τρόπο αναγνωρίζουμε την ανάγκη των ανθρώπων να διαφυλάξουν έναν τρόπο ζωής και μνήμες μακραίωνες και σταθερές. Η επικράτηση μιας ιστορίας και της Ιστορίας ως επιστήμης διασφάλισε την παγίωση ενός συγκεκριμένου τρόπου ή συγκεκριμένων αποδεκτών μεθόδων να συντίθεται ως μια μακραίωνη σάγκα της εξουσίας, δομημένη με χειρουργική ακρίβεια, για να καθορίσει τη λογική και την φυσιολογία της σκέψης. Αυτό που είμαστε σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον τρόπο που βλέπουμε ένα συλλογικό και ατομικό παρελθόν. Η ανθρωπολογία αρέσκεται από την πλευρά της στην παρατήρηση του διαφορετικού με έναν τρόπο φιλάρεσκο, εγκιβωτίζοντας την ιδιαιτερότητα μέσα σε γενικεύσεις και κανόνες. Οι λαοί που κυνηγούν τρώνε έτσι το φαγητό τους κι οργανώνουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο τη σκέψη τους, όπως κι οι άλλοι που βρίσκονται μίλια μακριά, σε τελείως διαφορετικά περιβάλλοντα. Η ιστορία λαμβάνει υπόψη της τις ιδιαιτερότητες ως παραδείγματα στο μεγάλο χωνευτήρι της προόδου: το ιδιαίτερο που δεν αφομοιώνεται μένει πίσω. Κι επειδή ο πλανήτης πια δεν είναι αρκετός, εξολοθρεύεται. Η ανθρωπολογία παρατηρεί την ιδιαιτερότητα, την καταγράφει, την τυποποιεί σε κανόνες παρατήρησης, αλλά το χειρότερο: τη φέρνει στο φως της πολιτισμικής ομοιομορφίας.
Το λάθρα βιώσας του Επίκουρου είναι μερικές φορές σοφή επιλογή, για να γλιτώσει κανείς απ’ τα δίχτυα της πανοπτικής εξουσίας. Οπότε, η ανθρωπολογία ξετρύπωσε επιτυχώς, ακόμη κι άθελά της μερικές φορές, το μυστικό της φύσης. Και κάποιοι ήξεραν τι να κάνουν με αυτό το μυστικό. Ο Wolf λέει: Ταυτόχρονα, θα πρέπει να έχουμε συνεχώς κατά νου ότι τα στοιχεία οποιουδήποτε σχηματισμού σπάνια είναι σταθερά, ενώ είναι εξαιρετικά απίθανο να επιστρέψουν κάποια στιγμή σε μια κατάσταση εξισορρόπησης. Οι συνάφειες εντός των κοινωνικών σχηματισμών διέπονται από εντάσεις, αντιθέσεις και ρήξεις, ενώ παράλληλα είναι έκθετες στις πιέσεις που ασκούνται στα ευρύτερα πεδία αλληλεπίδρασης που τις περιβάλλουν.
Η μαρξιστική αυτή άποψη για τις αντιθέσεις που συγκροτούν την κοινωνία, που πήγαζαν από τις αντιθέσεις στην Ιστορία του Χέγκελ, θα πρέπει να αναχθούν στην αρχική τους πηγή: στις αρχαίες φιλοσοφίες, που βίωσαν τις αντιθέσεις και τις ενσωμάτωσαν στις παρατηρήσεις τους για την ίδια τη φύση. Πράγματι, η φύση εμπεριέχει αντιθέσεις. Ό,τι δομείται σε αυτήν, λογικό είναι να φέρει κληρονομημένη εγγενώς την αντίθεση. Το να μιλάμε για την σύγκρουση στην Ιστορία ή την Κοινωνία, είναι σα να ξεκινάμε τη συζήτηση απ’ τη μέση. Η αντίθεση προϋπήρχε στο φυσικό κόσμο, που μέσα στο μύλο του πολιτισμού έχτισε τα θεμέλια της σύγκρουσης. Η σύγκρουση είναι αντίθεση, η αντίθεση όμως δεν είναι απλώς σύγκρουση, είναι πολλά περισσότερα: συσσωμάτωση, αλληλεπίδραση, κίνηση, επιστροφή, εντροπία και πολλά ακόμη. Εμείς απομονώσαμε στο μικροσκόπιο τον κόκκο της σύγκρουσης, τον μεγεθύναμε και είπαμε τελεσίδικα πως ο άνθρωπος είναι μονάχα αυτό, κλείνοντάς τον στο ασφαλές καταφύγιο της μονομέρειας.
Εν ολίγοις, ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε πάλι ότι οι αντιθέσεις είναι αυτές που συγκροτούν κι αυτές τις πρώτες κοινότητες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μιλάμε για αγώνα επιβολής, για σύγκρουση εξουσίας. Η αντίθεση βρίσκεται μέσα μας και γύρω μας. Αυτό μπορεί να φέρει σύνθεση, αλλά και σύγκρουση, πράγματι. Μπορεί να φέρει ανισορροπία, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να καλύψει τα κενά και να επιβληθεί. Δεν σημαίνει ότι χρειαζόμαστε τον αφέντη, που θα εκπολιτίσει τα συναισθήματά μας.
Ποιοι είναι αυτοί που δεν έχουν ιστορία;
Μέσα στους «λαούς χωρίς ιστορία», ο Wolf εντάσσει όχι μόνο τους άγριους κι απολίτιστους λαούς, αλλά και όσους δεν έχουν φωνή στην επίσημη δυτική ιστορία: τους χωρικούς, τους εργάτες, τους μετανάστες και τις καταπιεσμένες μειονότητες. Οι «λαοί χωρίς ιστορία» θεωρήθηκαν απομονωμένοι. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να είναι απομονωμένος κι ανεπηρέαστος στο παιγνίδι αυτό της επικράτησης. Όσο ο ένας κόσμος εξουσίας προσπαθεί να επεκτείνει τα όριά του, τόσο οι άλλοι, οι ανίσχυροι του κοινωνικού δαρβινισμού, αρχικά ξαφνιασμένοι από το καινούριο, έπειτα χωρίς να το κατανοούν, δεν προλαβαίνουν να αντιδράσουν στους εισβολείς.
Είναι πολύ σημαντική η παρατήρηση, ότι όλη η ιστορία της Δύσης στηρίζεται σε ένα παραπλανητικό αναπτυξιακό μοντέλο, επειδή μετατρέπει την ιστορία σε μια αφήγηση ηθικής επιτυχίας, σε έναν αγώνα χρόνου, όπου ο κάθε δρομέας παραδίδει τη δάδα της ελευθερίας στον επόμενο.
Η ιστορία μετατρέπεται έτσι σε αφήγηση για την προαγωγή της αρετής, για τη νίκη των ενάρετων επί των φαύλων. Συχνά αυτό μετασχηματίζεται σε αφήγημα όπου οι νικητές αποδεικνύουν ότι είναι καλοί και ενάρετοι δια της νίκης. Εάν η ιστορία συνιστά την εκδίπλωση ενός ηθικού στόχου στον χρόνο, τότε όσοι διεκδικούν αυτό τον στόχο αποτελούν, με βάση το γεγονός αυτό, τους εκλεκτούς φορείς της ιστορίας. Και παρακάτω επισημαίνει: Μετατρέποντας τα ονόματα σε πράγματα δημιουργούμε παραπλανητικά μοντέλα της πραγματικότητας. Η ιστορία ονοματίζει, κάνοντας τον κόσμο και τα πράγματα να υπάρχουν ως συμπαγή σύνολα, που εξυπηρετούν έναν νοητό σκοπό. Ένα κράτος είναι υπαρκτό, επειδή ονοματίστηκε ως τέτοιο, επειδή αναπτύχθηκαν οι θεωρητικοί όροι της ύπαρξής του. Ένα έθνος είναι ενιαίο και συμπαγές, αφ’ ότου πήρε σχήμα στη δυτική αφήγηση ως τέτοιο. Και σε κάθε περίπτωση, το καλό, το ενάρετο, το δίκαιο απέκτησε συγκεκριμένα στοιχεία και συγκεκριμένη μορφή. Αυτή η παρατήρηση φωτίζει καλύτερα κι όσους δεν μπήκαν στο παιγνίδι της Ιστορίας, δεν ανέπτυξαν επιστημονικές μεθόδους, για να διατηρήσουν τη μνήμη ως μαρμάρινο μαυσωλείο των ηρωικών κι ενάρετων προγόνων.
Ο αέρας είναι καθαρός, αλλά το ταξίδι δεν τελειώνει εδώ. Μπαίνουμε σε μια περίοδο που θα είναι πιο ευαίσθητη και από ορισμένες απόψεις πιο δύσκολη. Σήμερα, το άγχος και οι εντάσεις από το μακρύ ταξίδι που ξεκινήσαμε εδώ και πάνω από 10 χρόνια, είναι ακόμη παρόντα, απομένουν, όμως πολλά χιλιόμετρα να διανύσουμε ακόμα πριν να πάμε για ύπνο, πρέπει να ετοιμαστούμε για μια νέα φάση αγώνων. Αντί να οργανωνόμαστε σαν κοινωνία με στόχο την πραγματική δημοκρατία, με στόχο την αυτοοργάνωση και την ατομική και συλλογική αυτονομία, περιφερόμαστε σαν βάρβαροι που ψάχνουν για αποδιοπομπαίους τράγους.
Αντί να προχωρήσουμε σε μια ενεργητική και πολιτική απεργία διαρκείας, παρασυρόμαστε είτε στην υποκρισία της «φιλανθρωπίας» είτε στην ανωμαλία της ξενοφοβίας, και του χρεοκοπημένου αριστερισμού.
Ήρθε ο καιρός να καταλάβουμε ότι καμιά ιστορική αλλαγή δεν είναι ούτε ουτοπική ούτε ειδυλλιακή. Είμαστε υπεύθυνοι για τις επιλογές μας και για την ίδια μας την ιστορία.
… και αν μας πουν «Δεν μπορώ να περπατήσω, τη νύχτα» θα τους πούμε «Ας αλλάξουμε τις μέρες και τις νύχτες όλοι μαζί».
Για τους λαούς και για την ιστορία υπεύθυνη στάση δεν είναι να κρύβεις, αλλά να αντέχεις να δεις και την αλήθεια των άλλων, να βιώνεις τον δικό σου πόνο, αλλά και να δοκιμάζεις να νιώσεις τον πόνο των άλλων. Αυτοί που κίνησαν την ιστορία ήταν λίγοι. Οι πολλοί ήρθαν μετά με πλαστά χαρτιά. Μαζί τους και αυτοί που πλούτισαν στα δίσεκτα χρόνια από την πείνα των πολλών. Οι καιροί άλλαξαν και μαζί τους και αυτοί που πάνε πάντα όπως φυσάει ο άνεμος. Και ο λαός δεν ξεχνά, και γράψει μόνος του την ιστορία του. και για αυτούς που δώσαν τη ζωή τους για να πανηγυρίζουν τα πλήθη στις πλατείες, δεν ξέρουμε που θάφτηκαν. Πάντα οι λαϊκοί ήρωες είναι άγνωστοι. Ακριβώς όπως ο λαός που τους γέννησε.
Ο Ν. Καζαντζάκης στην «Ομολογία Πίστεως» 1926 ουσιαστικά διακηρύττει την τότε νέα ιδεολογία του, σύμφωνα με την οποία είναι νομοτέλεια να καταρρεύσει το παλιό αστικό καθεστώς, μαζί με την κυρίαρχη αστική τάξη. Τη θέση του στην κοινωνική κυριαρχία θα έπαιρνε η τάξη των εργαζομένων, όπως έγραφε δηλαδή οι εργάτες, οι αγρότες και οι πνευματικοί παραγωγοί. Σημείωνε μάλιστα ότι αυτή η αναπόφευκτη αλλαγή των πραγμάτων αφορούσε σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και φυσικά στα μικρά πράγματα της Ελλάδας τώρα μιλάει πλέον καθαρά για ανατροπή του αστικού καθεστώτος. Για την καταστροφή του. Μια κατάσταση όμως γόνιμη, μέσα από την οποία θα έλθει το καινούργιο και το δίκαιο. Μάλιστα στην «Πομπηία» κάνει λόγο για πρώτη φορά και για την «Προλεταρική Τάξη», η οποία βγαίνει από το σκοτάδι της’ την ανηφόρα, τον δύσκολο αυτό δρόμο, τον περιγράφει φυσικά και στην «ασκητική».
Με το παραπάνω κείμενο εποχής ο Ν. Καζαντζάκης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με τα σημερινά δεδομένα τρομοκράτης. Μια απειλή για το αστικό σύστημα. Είμαστε στο 1926 και ο Ν. Καζαντζάκης περνά στην φιλοκομμουνιστική του περίοδο, προκαλώντας τον συντηρητικό, πολιτικό και πνευματικό κόσμο.
Πράγματι, η Ιστορία γράφεται με τη σιωπή. Οσο παράδοξη και αν μοιάζει αυτή η θέση, αποτελεί κοινό τόπο του τρόπου με τον οποίο διδάχτηκε και εξακολουθεί να διδάσκεται η Ιστορία σε πολλά – ίσως στα περισσότερα – μέρη του πλανήτη. Μάλιστα, παρατηρείται ένα επιπλέον παράδοξο: η αναθεώρηση της «παραδοσιακής» ιστορίας προτείνει επίσης τη σιωπή. Στις σιωπές λοιπόν της εθνικής ρομαντικής ιστοριογραφίας, που διαμόρφωσε τον κανόνα της τον 19ο αιώνα, αντιπαρατίθενται σήμερα οι σιωπές μιας «πολιτικώς ορθής», ουδέτερης και «εναρμονίζουσας» τις εθνικές αντιθέσεις ιστορίας. Και στις δύο περιπτώσεις, η διδασκαλία της Ιστορίας αποτελεί μέσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων, ρητών ή απορρήτων.
Στην πρώτη περίπτωση, η σιωπή της παραδοσιακής εθνικής ιστορίας αφορούσε την απόκρυψη των αρνητικών όψεων του εθνικού παρελθόντος ώστε να μην επισκιάζεται η συλλογική αυτο-εικόνα. Η προσέγγιση αυτή εξαρτάται από την πεποίθηση ότι η αγάπη για την πατρίδα μπορεί – και οφείλει – να στηριχθεί μόνο σε μια εξιδανικευμένη εικόνα του έθνους. Μελανές και τραυματικές στιγμές της εθνικής Ιστορίας εξωραΐζονται για απολογητικούς λόγους, γεμίζοντας την Ιστορία με «λευκές σελίδες». Οι ήρωες αυτής της Ιστορίας είναι επίσης αψεγάδιαστοι: γενναίοι, ενάρετοι, χωρίς ανθρώπινες αδυναμίες, αιώνια πρότυπα των επόμενων γενεών. Περιστατικά του βίου τους που μπορεί να αμαυρώνουν αυτή την αστραφτερή εικόνα παραλείπονται και αφήνονται στην περιέργεια των επίμονων ερευνητών. «Της Ιστορίας τα συναξάρια», για να θυμηθούμε τον ποιητή Κ. Παλαμά, έχουν και αυτά τις «λευκές σελίδες» τους.
Στη δεύτερη περίπτωση, της «ουδέτερης» ιστορίας, ο στόχος της σιωπής είναι διαφορετικός: στην προοπτική μιας φιλειρηνικής εκπαίδευσης, κρίθηκε ότι είναι σκόπιμο να αποσιωπηθούν οι συγκρούσεις και τα αισθήματα εχθρότητας που ανέπτυξαν δύο έθνη στο παρελθόν. Μετατοπίστηκε λοιπόν το κέντρο βάρους από την πολιτική και διπλωματική ιστορία στην κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ιστορία, η οποία δεν περιέχει αιματηρές συγκρούσεις και εντοπίζει το ενδιαφέρον σε άλλες πτυχές του παρελθόντος. Ιδιαίτερα στο σχολείο κρίθηκε ότι ήταν απαραίτητο να «αφοπλιστεί η ιστορία» (σύμφωνα με τον τίτλο ενός συνεδρίου που διοργάνωσε η UNESCO), της οποίας η εθνικιστική διδασκαλία είχε γεννήσει εθνικά μίση και πολέμους. Σε πολλές περιπτώσεις η διδασκαλία περιορίστηκε συνεπώς στην καθημερινή ζωή, όπου τα παιδιά μάθαιναν για ένα παρελθόν χωρίς μάχες και ήρωες. Ταυτόχρονα, έγινε προσπάθεια να εξοβελιστούν επίθετα ή χαρακτηρισμοί αρνητικοί για γειτονικούς λαούς, συνήθως για εκείνους με τους οποίους υπήρχε ιστορικά εχθρική σχέση.
Στην προσέγγιση αυτή ελλοχεύει ο κίνδυνος να κατασκευαστεί μια ψευδής εικόνα ενός αρμονικού παρελθόντος και να υποτιμηθούν οι συγκρούσεις που αποτέλεσαν ουσιαστικό στοιχείο του κοινού για γειτονικούς λαούς παρελθόντος. Είναι προφανές ότι, τουλάχιστον για την περιοχή των Βαλκανίων, η σύγκρουση αποτέλεσε στοιχείο της συνύπαρξης. Η Ιστορία θα πρέπει λοιπόν να κοιτάξει με ειλικρίνεια και γενναιότητα στον καθρέφτη της, χωρίς εξιδανικεύσεις και αποσιωπήσεις. Η πρόκληση της διδασκαλίας της εθνικής ιστορίας έγκειται στον τρόπο διαχείρισης των συγκρούσεων και μάλιστα όταν οι συγκρούσεις αυτές έχουν νωπά αποτυπώματα στη συλλογική μνήμη. Στην περίπτωση της ελληνικής εθνικής ιστορίας, κεντρικό ρόλο κατέχει η ελληνοτουρκική σύγκρουση, με τρία τουλάχιστον σημεία καμπής: την Ελληνική Επανάσταση, τη Μικρασιατική Καταστροφή και το Κυπριακό. Τα δύο τελευταία διατηρούν ζωντανή τη μνήμη του πόνου και της σύγκρουσης και συμβάλλουν στη διαμόρφωση πολιτικών θέσεων σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που η συζήτηση περί Ιστορίας εντοπίζεται κυρίως στα σημεία εκείνα που δίνουν πολιτικό περιεχόμενο στην ιστορική αφήγηση της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης.
Η κατά παραγγελία συγγραφή βιβλίων είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό. Γιατί αυτό που επιδιώκεται είναι η εμφύτευση, στους νέους ανθρώπους, γνώσεων, προκειμένου μετά να χρησιμοποιηθούν αυτοί σαν εργαλεία διατήρησης ενός μόνιμα απλωμένου ψεύδους. Κι αυτό εμφανίζεται πλέον ως μία αδιαμφισβήτητη αλήθεια.
Ποιος, αλήθεια, θυμάται πως εγκαθιδρύθηκε πάνω στην ανθρωπότητα η εξουσία;
Κι όμως, μέσα στα βιβλία των ειδικών δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να ανακαλύψει με ποιους τρόπους επιβλήθηκε η συγκροτημένη εξουσία πάνω στους ανθρώπους και τα κοινωνικά σύνολα.
Σαφέστατα αναφέρουν πως το κράτος καθιερώθηκε με την πολύμορφη χρήση της βίας. «Το κράτος είναι προϊόν της βίας και διατηρείται δια τη βίας». Παρόμοιες αναφορές υπάρχουν διάσπαρτες σε εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία και κείμενα. Όμως το κατασκευασμένο περίβλημα αυτής της ουσίας επιμένει να εμφανίζει το κράτος σαν αποτέλεσμα της θέλησης των ανθρώπων και των κοινωνικών συνόλων. Σ’ αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και η σκόπιμη ή αφελώς εκφρασμένη εμμονή που αντικαθιστά την γενεσιουργό αιτία (κρατική κυριαρχία) με ένα από τα κατασκευάσματά της («κοινωνική διαστρωμάτωση και συμπεριφορά»). Διατυπώσεις και θέσεις που θεωρούν υπαίτια των δεινών την κοινωνία (γενικά και συνολικά) και έχουν σαφή αντικοινωνικό λόγο και στάση, ρίχνουν νερό στο μύλο του κρατισμού και αναθέτουν στους κρατιστές το ρόλο του ουδέτερου διαμεσολαβητή, που έρχεται να διορθώσει τα «κακώς κείμενα» της κοινωνίας, που, στην πραγματικότητα, είναι φορέας των προβλημάτων που υπάρχουν.
Μέσα από τη συνεχή πλύση εγκεφάλου, που πραγματοποιούν με την εκπαίδευση, προσπαθούν να επιβάλουν το ψέμα που μπορεί να δικαιολογήσει και σε πολλές περιπτώσεις να κάνει πιστευτή την «αναγκαιότητα» και «σημαντικότητα» της ύπαρξης τους.
Όπου δεν επικρατεί η βία των μέσων παραπληροφόρησης, η επιβολή μέσω του κύρους και της ειδικότητας, τότε μπαίνει σε εφαρμογή η ωμή καταστολή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στη μετεπαναστατική περίοδο στον ελλαδικό χώρο είναι η περίπτωση της Συνοπτικής Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως του αναρχικού Δημ. Παπαρρηγόπουλου, γιου του γνωστού ιστορικού. Η γνωστοποίηση της επικείμενης έκδοσής της προκάλεσε φοβερές αντιδράσεις στους ιστορικούς κύκλους και δεν έφτασε ποτέ στο τυπογραφείο. Το βιβλίο, (εκτός από την περίπτωση ενός θαύματος), έχει καταστραφεί. Τη θέση του έχει πάρει η πολύτομη Ιστορία του πατρός Παπαρρηγόπουλου, ένα μνημείο σκοπιμότητας. Άλλο ένα περιστατικό ωμής καταστολής, είναι μια επετειακή ομιλία του ριζοσπάστη-αντιοθωνικού βουλευτή Πάτρας Ανδρέα Ρηγόπουλου, με τίτλο Εις την Ανάστασιν του Ελληνικού Κόσμου (1845), η οποία δεν θα εκφωνηθεί λόγω της απαγόρευσης που επέβαλε ο διοικητής Αχαΐας Γ. Οικονομίδης.
Σ’ αυτές τις συνεχείς παλινδρομήσεις των ειδικών της εξουσίας μπορούμε να πούμε ότι οφείλεται και η δυνατότητα ανάδειξης της κοινωνικής πραγματικότητας. Όσο τα γραφόμενα, οι κατατεθειμένες εμπειρίες βρίσκονται πιο κοντά στα γεγονότα, που αναφέρονται, τόσο περισσότερο μπορεί κανείς να αντλήσει αδιαστρέβλωτα συμβάντα, τα οποία, όμως, αργότερα θα σκεπαστούν με μια σειρά από ψέματα.
Οι εξουσιαστές όμως δεν θα διστάσουν για λόγους σκοπιμότητας και συμφερόντων να επανέλθουν στα πραγματικά περιστατικά δίνοντάς τους όμως και πάλι την χροιά και τα νοήματα που θέλουν να αφομοιώσουν, αυτοί προς τους οποίους απευθύνονται. Στην προκειμένη περίπτωση του βιβλίου της ιστορίας για την ΣΤ του Δημοτικού το να ταχθεί κανείς υπέρ ή κατά θα σήμαινε πως συμπορεύεται με τις λογικές των κρατούντων και υπερασπίζεται τις σκοπιμότητες του κράτους και της κυριαρχίας γενικότερα. Άλλωστε, μπορούν οι εθνικιστές να ωρύονται στα παράθυρα των τηλεοπτικών καναλιών, το παπαδαριό να σκίζει με υστερικές κραυγές τα ράσα του, οι κοκορόμυαλοι χρυσαυγίτες να καίνε το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού, στο Σύνταγμα, και ο αριστερός εθνικοπατριωτισμός των Στάθηδων να συναντιέται με τον ομόλογο του, των Καρατζαφέρηδων, όμως η πραγματικότητα παραμένει καταγεγραμμένη και αληθινή όσο ποτέ, όσο κι αν βρίσκεται διάσπαρτη μέσα στον κυκεώνα του κρατικού ψέματος.
Γιατί, όλοι αυτοί που όψιμα ανακαλύπτουν «κάποιες πολιτικές σκοπιμότητες» υπηρετούν από τη μεριά τους διάφορες πτυχές του κυριαρχικού πλέγματος, που προσπαθεί να συντονίσει τις κινήσεις του εν όψει της περιόδου όπου οι κοινωνικές συγκρούσεις, οι σφαγές και τα μεγαλεπήβολα σχέδια της κυριαρχίας θα πρέπει να ενισχυθούν και με το ανάλογο ιστορικό υπόστρωμα.
Πρόκειται για την απάλυνση και το πέρασμα σε δεύτερη μοίρα εγκληματικών πρακτικών της κυριαρχίας ανά τους αιώνες.
Αν θα πρέπει να υποβαθμιστούν οι σφαγές από τους τούρκους των ελληνόφωνων πληθυσμών της περιοχής, μετά την εισβολή και συντριβή του στρατού του ελλαδικού κράτους στη Μικρασία, το ίδιο θα πρέπει να υποβαθμιστεί η εγκατάλειψη εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στους μανιασμένους τσέτες του Κεμάλ, τη στιγμή που τα πανικόβλητα στρατεύματα εγκατέλειπαν την περιοχή και αυτούς που υποτίθεται πως πήγαν να ελευθερώσουν (να προσαρτήσουν στο ελλαδικό κράτος). Ούτε βέβαια θα γραφτεί ποτέ πως μπορεί μεν να μην έγινε η «πολυπόθητη» προσάρτηση, αλλά ακολούθησε ένα τρομακτικός ξεριζωμός ελληνόφωνων και τουρκόφωνων και από τις δύο περιοχές μέσω της «ανταλλαγής πληθυσμών».
Είναι φανερό πως οι τωρινές επιταγές των συμφερόντων της κυριαρχίας θέλουν να περάσουν στις δυσδιάκριτες υποσημειώσεις οι σφαγές, που ακολούθησαν την παράδοση της Τριπολιτσάς, όπως και οι δολοφονικές επιδρομές και λεηλασίες των αρματολών της Ρούμελης στην Πελοπόννησο, πριν το ξέσπασμα της κοινωνικής επανάστασης του 1821.
Η διατήρηση της κυριαρχίας τους εξαρτιέται σε μεγάλο βαθμό από εθνωφελείς, οι οποίοι μπορούν να μετατραπούν σε ανωφελείς, μύθους και ούτω καθ’ εξής, ανάλογα με τα συμφέροντα τους.
Το κρυφό σχολειό αποτελεί ένα μύθο που κατασκευάστηκε και επιβλήθηκε μέσα από τα αναγνώσματα του δημοτικού διαμορφώνοντας για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο τις απόψεις και την ιδεολογία εκατομμυρίων ανθρώπων. Φτιάχτηκε έτσι η εικόνα του καταδιωγμένου δήθεν ραγιά, που – τάχα μου – διψούσε για μόρφωση, που του την στερούσαν οι κατακτητές. Αυτή τη «δίψα» για γνώση και το «πάθος για πατριδογνωσία» κάλυπτε δήθεν με κινδύνους της η εκκλησία. Η πραγματικότητα βέβαια είναι διαφορετική. Απαγόρευση δεν υπήρξε (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων). Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα επέβαλαν την διατήρηση και συνέχεια της λειτουργίας των σχολείων. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του δραγουμάνου του τουρκικού στόλου Χαντζερή που έστειλε στους προεστούς της Σίφνου ένα έγγραφο (με ημερομηνία 13 Αυγούστου 1796) στο οποίο τους έγραφε: «ο εν τω ελληνικώ σχολείω μεγάλος οντάς, εν ώ κάθηται ο διδάσκαλος και παραδίδει μαθήματα έπεσε προ μικρού» και η κοινότητα δεν αποκατέστησε τη ζημιά. Γι αυτό ο Χαντζερής διατάζει, «σφοδρώς και αποφασιστικώς» τους κοινοτικούς άρχοντες να διαθέσουν τους ετήσιους τόκους από το κληροδότημα, που είχε αφήσει γι’ αυτό το λόγο ο μητροπολίτης Κυζίκου Αγάπιος, για την επισκευή του σχολείου. Τους απειλεί μάλιστα πως αν δεν συμμορφωθούν και δεν προσφέρουν και προσωπική εργασία για να αποκατασταθεί η ζημιά μέχρι την 1η Οκτωβρίου, τότε «αφορήτους προσωπικός παιδείας και ζημίας θέλετε ίδει διενεργουμένας καθ’ υμών». Για ποιο κρυφό σχολειό, μιλάνε, λοιπόν;
Σχετικά λοιπόν, με το δήθεν εθνικοθρησκευτικό χαρακτήρα της επανάστασης ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός αναφέρει: «οι δε αρχηγοί δεν εισηκούοντο» και «μηδέ τάξις ήταν ακόμη καμία εις τα πράγματα, μηδέ ενθουσιασμός εθνικός».
Πρόκειται για τον ίδιο που όχι μόνο δεν σήκωσε λάβαρο στην Αγία Λαύρα, αφού πουθενά στα απομνημονεύματα του δεν αφήνει ούτε τον ελάχιστο υπαινιγμό για κάτι τέτοιο, αλλά μαζί με τους υπόλοιπους κοτσαμπάσηδες και δεσποτάδες, που έλεγχαν την εφορία της Φιλικής Εταιρίας στην Αχαΐα (Λόντος, Ζαΐμης κ.ά., όπως ομολογεί στα απομνημονεύματά του, «…εξετάσαντες δε και την εσωτερικήν κατάστασιν του έθνους», στη συνέλευση της Βοστίτσας (26.1.1821), «ενέκριναν άπαντες εκ συμφώνου τον καιρόν ουχί αρμόδιον».
Οι ίδιοι, λίγες μέρες πριν ξεσπάσει η επανάσταση στο Μωρηά, βρέθηκαν (στις 10.3.1821) στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, όπου σύμφωνα με τα γραφόμενα του Π. Π. Γερμανού, «…συσκεφθέντες απεφάσισαν να μη δώσωσιν αιτίαν τινά, αλλ’ ως πεφοβισμένοι να παραμερήσωσιν εις ασφαλή μέρη» και μονάχα στην περίπτωση που οι Οθωμανοί κινηθούν πρώτοι, «τότε εξ ανάγκης να λάβωσι και αυτοί τα όπλα και να κινήσωσι και τους λοιπούς ομογενείς εις υπεράσπισιν εαυτών» θα κάνουν την κατόπιν εξεγερτικής εορτής θριαμβευτική είσοδο τους στην Πάτρα στις 23.3.1821.
Ανάλογα αρνητική θα είναι και η στάση τού επίσης φιλικού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στη Νότια Πελοπόννησο, ο οποίος, μην έχοντας φυσικά τίποτα να κερδίσει από μια κοινωνική αναταραχή, «…συμβουλευθείς με τους συγγενείς και οικείους του, απεφάσισε να στείλει τους υιούς του ομήρους [στην Τρίπολη], και να σβεσθή το πνεύμα της επαναστάσεως».
Όμως, τελικά, μπροστά στο αναπόφευκτο της κοινωνικής έκρηξης και επέκτασης της επανάστασης, τη συνεπαγόμενη βεβαιότητα να χάσει την ηγετική του θέση στη Μάνη . στρέφοντας τους έτοιμους να εξεγερθούν κατοίκους της εναντίον του, την άρνηση του ενός γιου . του, Ηλία, να παρουσιαστεί στην Τρίπολη (στη θέση του πήγε ένας ανεψιός του) και μετά την υπόσχεση του εκπροσωπούντος τον Υψηλάντη, του Παπαφλέσσα, ότι θα του αποδοθεί η ηγεμονία ολόκληρου του Μωρηά, θα αυτοχειροτονηθεί «αρχιστράτηγος των Σπαρτιατικών στρατευμάτων», θα εκστρατεύσει ενάντια στην ήδη πολιορκούμενη, από αγρότες των περιχώρων, Καλαμάτα και θα εισβάλει ειρηνικά (καθώς οι Οθωμανοί θα παραδοθούν) στην πόλη (24.3.1821).
Πως διδάσκεται η ιστορία στις ΗΠΑ
Με παγκόσμια κριτήρια η διδασκαλία στα δημόσια σχολεία
Αν και διατηρούν τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή και τη Μάχη του Άσνινγκς στα εκπαιδευτικά προγράμματα των δημόσιων σχολείων στις HΠΑ δίνουν όμως επίσης έμφαση και σε μη ευρωπαϊκές σημαντικές περιόδους, όπως εκείνη της Δυναστείας Σουνγκ στην Κίνα (10ος -13ος) αιώνας), κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν αναπτυχθεί χαρτονομίσματα, η πυρίτιδα και η τυπογραφία με ξύλινα στοιχεία.
Τα κριτήρια, τα οποία είναι προαιρετικά, διατηρούν τη μελέτη row ελληνικών πόλεων – κρατών και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, προσθέτουν όμως επίσης τη μελέτη της Δυναστείας Mnurya (15ος αιώνας π Χ.) στην Ινδία και του πολιτισμού των Ολμέκων, ο οποίος επηρέασε τους Ζαποτέκους και τους Μάγια.
Τα κριτήρια ζητούν ακόμη από τους δασκάλους να διευρύνουν το πεδίο τους πέρα από την Ευρώπη και από τους μαθητές να ξεφύγουν από τη στείρα απομνημόνευση και να μάθουν να εξηγούν, να αναλύουν και να εξερευνούν τα ιστορικά κινήματα σε όλον τον πλανήτη. «Αντιπροσωπεύουν μια δέσμευση σε. μια αυθεντικά παγκόσμια ιστορία και όχι απλώς στην ιστορία του Δυτικού πολιτισμού»; δηλώνει ο Ρος Ε. Νταν, συντονιστής των εργασιών για την εκπόνηση των κριτηρίων που έγιναν από ιστορικούς που διορίστηκαν από το Υπουργείο Παιδείας και το Εθνικό Κληροδότημα Ανθρωπιστικών Σπουδών επί κυβερνήσεως Μπους.
Οι ιστορικοί γνωρίζουν καλά ότι το έργο τους μπορεί να προσφέρει ακόμη ευκαιρία για διαμάχες, όπως είχε γίνει με τα κριτήρια αμερικανικής ιστορίας. «Οι πιο έντονες διαμάχες», λέει ο Πίτέρ Στερνς, πρύτανης του Κολεγίου Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κάρνεγκι – Μέλον και επικεφαλής της ομάδας εργασίας του Αμερικανικού Ιστορικού Συνδέσμου που αξιολόγησε τα κριτήρια, «σημειώνονταν ανάμεσα σε εκείνους που πιστεύουν ότι υπάρχουν ορισμένα ειδικά θαυμαστά χαρακτηριστικά στη Δυτική παράδοση στα οποία οι μαθητές θα πρέπει να εκτίθενται – ακόμη και να κατηχούνται – ώστε να συνειδητοποιούν τις δικές τους αξίες και τα προνόμια τους και σε εκείνους που πιστεύουν ότι είναι πολύ πιο σημαντικό να αποκτήσουν οι μαθητές μια αίσθηση του τρόπου με τον οποίο αναπτύχθηκε ιστορικά ο ευρύτερος κόσμος και της θέσης του Δυτικού πολιτισμού μέσα σε αυτόν».
Τα νέα κριτήρια για τη διδασκαλία της αμερικανικής ιστορίας είχαν δεχθεί τα περισσότερα πυρά από τη Λιν Τσένι, η οποία ήταν πρόεδρος του Εθνικού Κληροδοτήματος Ανθρωπιστικών Σπουδών όταν το Κληροδότημα είχε αναθέσει το έργο σε ιστορικούς.
Η κυρία Τσένι ισχυρίζεται ότι, προς χάριν της πολιτικής ευπρέπειας, στα κριτήρια για την αμερικανική ιστορία δόθηκε έμφαση στην ιστορία των μειονοτήτων εις βάρος πολλών σημαντικών στοιχείων για το παρελθόν του αμερικανικού έθνους.
Οι δάσκαλοι και οι ιστορικοί που εκπόνησαν τα κριτήρια διαφώνησαν. Τα κριτήρια για τη διδασκαλία της . παγκόσμιας ιστορίας – από το νηπιαγωγείο ως το τέλος του λυκείου – είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας ιστορικών, δασκάλων, διευθυντών σχολείων και εκπαιδευτικών οργανώσεων από όλη τη χώρα. Εκτός από το πλαίσιο στο οποίο κινείται το πρόγραμμα διδασκαλίας, θεωρούν εξαιρετικά σημαντική την ενθάρρυνση των παιδιών, από τις πρώτες κιόλας τάξεις, να σκεφθούν πέρα από το εδώ και τώρα. Αποτελούν μια σημαντική απόκλιση από τη στεγνή αποστήθιση τη μέθοδο «νεκρών ανθρώπων και ημερομηνιών» η οποία, παρ’ ότι έχει αρχίσει να εγκαταλείπεται, κατέστησε επί χρόνια τη μελέτη της ιστορίας κάθε άλλο παρά αλησμόνητη εμπειρία για πολλούς μαθητές.
«Η μελέτη της ιστορίας έχει να κάνει με πολύ περισσότερα από την παθητική απορρόφηση γεγονότων, ημερομηνιών, ονομάτων και τόπων. Όταν διδάσκεται σωστά η ιστορία αναπτύσσει την ικανότητα της ανάλυσης και της κρίσης. Αποκαλύπτει την αμφιβολία της επιλογής και προωθεί την επιφυλακτικότητα προς τις γρήγορες και εύκολες λύσεις που πολλές φορές έχουν προκαλέσει τόσα δεινά. Εκπαιδεύει τους μαθητές στο να ανιχνεύουν τη μεροληψία και να αξιολογούν τα επιχειρήματα και τους προετοιμάζει με τον τρόπο αυτό να κάνουν λογικές και ανεξάρτητες κρίσεις, να οσμίζονται τις κίβδηλες επικλήσεις της ιστορίας από μεροληπτικούς αγορητές και να διακρίνουν το ανέκδοτο από την ανάλυση».
Πώς διαμορφώνεται σήμερα η Ιστορία;
Οι «λαοί χωρίς ιστορία», που επέλεξαν έναν άλλο τρόπο ζωής, που διαποτίστηκαν από πνευματικές αναζητήσεις σε άλλα μονοπάτια, πολύ πιο ρευστά και αλληλεπιδρώντα με το φυσικό στοιχείο, δεν ένιωσαν την ανάγκη να παγιώσουν ένα παρελθόν με βάση πρότυπα, έσβησαν ως ανίσχυροι, ως μη επαρκείς να ζήσουν στο Νέο Κόσμο.
Δεν είναι τυχαίο, ότι οι πιο βίαια ρημαγμένες αποικίες ονομάστηκαν Νέος Κόσμος: ήταν η ευκαιρία να ξαναμοιραστεί το παιγνίδι σε καινούρια εδάφη, όπου δεν είχε φτάσει ακόμη η πολιτισμένη μπότα. Εκεί δοκιμάστηκαν τα πληρέστερα πολιτικά πειράματα, δόθηκαν οι σκληρότερες μάχες και αναδείχτηκε η απανθρωπιά στις πλέον ανατριχιαστικές της διαστάσεις. Οι απολίτιστοι έπρεπε να ευθυγραμμιστούν, ώστε να μη σταθούν εμπόδιο στη γεωγραφική και οικονομική εξάπλωση της οικονομικής μηχανής του αναδυόμενου καπιταλιστικού συστήματος.
Μαζί με τον καπιταλισμό άλλαζε κι η αντίληψη για τον κόσμο, μεταβαλλόταν κι η πνευματικότητά του, οι αναζητήσεις έγιναν πιο υλικές. Πριν την κυριαρχία του καπιταλισμού, που εξημέρωσε τα πάθη και λείανε τις γωνίες της αγριότητας, είτε κανείς ήταν ακραιφνής συντηρητικός είτε προοδευτικός, υπάκουε σε εσωτερικούς κανόνες τιμής, είχε προσωπικές αξίες, είχε κάποια «ιερά», που δε θα παραβίαζε ποτέ. Η απαξίωση κάθε αρχής, προκειμένου να επεκταθεί η μηχανή, με κάθε κόστος, έβγαλε τον άνθρωπο μέσα από τον άνθρωπο. Τον έκανε χωρίς αξία.
Ακόμη κι η Ιστορία έχει πάρει τις εφήμερες διαστάσεις που επικαλούνταν ο Orwell στο 1984. Δεν μιλάμε πια για παραποίηση του παρελθόντος, αλλά εδώ και καιρό για παραποίηση του παρόντος. Με τη συνειδητοποίηση ότι το παρελθόν στα χέρια ορισμένων έχει πολιτική αξία και είναι ισχυρό εξουσιαστικό όπλο πνευματικού ελέγχου, το παρόν έγινε πιο υποψιασμένο απέναντι στην υστεροφημία του. Αυτό-διαμορφώνεται, προκειμένου να υπηρετήσει ως παρελθόν μια μέλλουσα στιγμή. Ό,τι καταγράφεται σήμερα από επίσημες πηγές πληροφόρησης, ιδιαίτερα στα διαδικτυακά χρόνια είναι αυτομάτως φιλτραρισμένη πηγή της «αλήθειας». Απ’ τη μια έχουμε πρόσβαση σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη γη –κι όχι μόνο– κι απ’ την άλλη, ξέρουμε όσα πρέπει να γνωρίζουμε για αυτό το σημείο· ο φορέας της γνώσης έχει επιλέξει για μας αυτό που αξίζει να σημειώσουμε.
Παλιά φανταζόμασταν ό,τι δε βλέπαμε, τώρα βλέπουμε ό,τι φαντάστηκε κάποιος άλλος για μας: ένα ιδανικό τουριστικό προορισμό, έναν ειδυλλιακό παράδεισο, έναν φανατικό αντίπαλο, που απειλεί την ύπαρξή μας, έναν παράνομο ή έναν καταξιωμένο. Οι βασικές αξίες είναι ακαθόριστες, ορίζονται ανά πάσα στιγμή κατά πώς βολεύει. Εκείνο που συντηρεί κατά βάση μια επιλογή ζωής είναι εκείνο που εξυπηρετεί ένα συμφέρον. Βασικό κριτήριο του έξυπνου ανθρώπου, που βαδίζει στο πνεύμα της εποχής, είναι το συμφέρον. Αυτό κρίνει τις αποτελεσματικές επιλογές. Και συμφέρον είναι ό,τι διατηρεί τη συντήρηση ενός μαζικού τρόπου ζωής, ό,τι δεν μας ξεχωρίζει απ’ το σύνολο, ώστε να μας αναγκάσει να γίνουμε ο εαυτός μας.
Το σπάσιμο του ασφυκτικού κύκλου
Η διαφορετικότητα, είτε σε ατομικό επίπεδο είτε σε κοινωνικό, είναι, ως επί το πλείστον, μια έννοια-στίγμα. Η βεβαιότητα ότι αυτός ο κόσμος προς κάπου πηγαίνει, βασιζόμενη στα ίδια επιχειρήματα με την άποψη ότι η γη είναι επίπεδη, συμβάλλει στο να ξεχωρίσει το έτερο ως την ήρα απ’ το στάχυ. Ό,τι παρωδεί και σαμποτάρει την ομοιομορφία, ό,τι χαλά την ομοιότητα είναι ζιζάνιο που πρέπει να αφανιστεί απ’ την απέραντη μονοκαλλιέργεια του παγκόσμιου χωριού.
Το διαφορετικό δεν χωράει σε καμιά ιστορία αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, αντιμετωπίζεται ως εξαίρεση, ως μεμονωμένο περιστατικό, έχοντας την τύχη που είχαν όλα τα διαφορετικά· να αφανιστεί αργά ή γρήγορα ή, το χειρότερο, να φανεί ως ακατανόητη γραφικότητα. Ωστόσο, τα παραμύθια των «κακών» παραλείπουν εντέχνως να αναφερθούν και στο δικό τους αφανισμό με τους ίδιους όρους. Ένας ισχυρός συνήθως χάνει, γιατί τον αντικατέστησαν άλλοι ισχυροί στις επικρατούσες αφηγήσεις. Οι νικητές είναι ατέλειωτοι στο γαϊτανάκι της εξουσίας· ωστόσο, πάντα αποκρύπτεται και συχνά ξεχνιέται –αυτός είναι κι ο στόχος- το γεγονός ότι οι νικητές θα είναι κι αυτοί ηττημένοι αργά ή γρήγορα, όχι έτσι απλώς γιατί κάποιος άλλος θα πάρει τη θέση τους, αλλά επειδή κι η ίδια η εξουσία δεν είναι άτρωτη.
Όσο κι αν αποδύεται τα ανθρώπινα στοιχεία της μέσα στην Ιστορία, όσο κι αν επιλέγει σύμβολα που τη θεοποιούν και την κάνουν να μοιάζει άχρονη κι άτρωτη, η εξουσία θεωρείται ανθρώπινη, όσο κι η Αναρχία. Αλλά η διαφορά της είναι πως, ενώ ξεκινάει απ’ τον άνθρωπο, η εξουσία έχει ως στόχο να απανθρωπίσει, ενώ η Αναρχία να θυμίσει ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος και του αξίζει να ζει έτσι: για να νιώθει άνθρωπος όχι μόνο ανάμεσα σε ανθρώπους, αλλά και με σεβασμό μέσα στον κόσμο, χωρίς ν’ αποζητάει την επικράτηση επί του κόσμου.
Οι πολλαπλές αφηγήσεις, που δε συνέθλιβαν τον κόσμο, αγαπούσαν τη ζωή όπως γεννιόταν και τέλειωνε σε μια στιγμή σα θρυαλλίδα, δημιουργούσαν μια μνήμη ζώσα, που ανέπνεε από τον αγέρα, όπως κυλούσε ανάμεσα στα φυλλώματα κι όχι σα μια επιστήμη ανάμεσα στις συμπαγείς πολυκατοικίες, μέσα σε αμφιθέατρα και έγκυρες αναλύσεις. Οι πολλαπλές ιστορίες καθρεφτίζουν το σύμπαν, όπως στροβιλίζεται αέναα χωρίς να αναρωτιέται για το βάρος του κόσμου. Το βάρος αυτό δεν είναι μετρήσιμη μονάδα ούτε επιστημονικό μέγεθος· είναι η επιλογή να υπάρχεις σε έναν κόσμο που αποδέχτηκε τον εαυτό του.
ΠΑΛΛΑΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ – ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ – ΑΝΑΛΥΤΗΣ Α.Ε.J./Ι.F.J.