Αναζητώντας την επόμενη ημέρα στην ενέργεια
γράφει στο peripteron.eu ο Βαγγέλης Πάλλας, ∆ηµοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ / SPJ
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΝΗΣΥΧΕΙ ΚΑΙ ΕΝΤΕΙΝΕΙ ΤΙΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ. Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΙ ΚΑΝΕΙ;
Συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας και οι πολύ υψηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, έχουν εντείνει τις ανησυχίες της διεθνούς κοινότητας και έχουν δημιουργήσει ένα εντελώς νέο σκηνικό στον τομέα της ενέργειας. Οι ανησυχίες αυτές, εντείνονται, σε συνδυασμό με τις αβεβαιότητες που γεννούν οι γεωπολιτικές συγκρούσεις και αναταραχές σε ευαίσθητα σημεία του πλανήτη και, κυρίως, με τις δραματικές κλιματικές αλλαγές που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια.
Το σημερινό ενεργειακό μοντέλο, όπως όλα δείχνουν, έχει οδηγηθεί στα όρια του. Όλο και συχνότερα, ειδικοί επιστήμονες και εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών επισημαίνουν πως αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για τον περιορισμό των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα και των άλλων ρυπαντών από τον τομέα της ενέργειας, που θεωρείται ως ο κύριος υπεύθυνος για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, οι επιπτώσεις στο περιβάλλον, στην οικονομία, ακόμη και στις ίδιες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, θα είναι τραγικές.
Πιο συγκεκριμένα, οι ειδικοί προειδοποιούν όπως το 2100 θα υπάρξει άνοδος της μέσης θερμοκρασίας κατά 2 έως 4,5 βαθμούς Κελσίου. Αποτέλεσμα;
Οι πάγοι της Αρκτικής πιθανότατα θα έχουν λειώσει πριν από το τέλος της τρέχουσας εκατονταετηρίδας.
Πολλά είδη της πανίδας και της χλωρίδας θα κινδυνεύσουν με εξαφάνιση με απρόβλεπτες συνέπειες για το οικοσύστημα του πλανήτη.
Ακόμη και αν η συγκέντρωση του CΟ2 στην ατμόσφαιρα σταθεροποιηθεί στα σημερινά επίπεδα, η στάθμη ης θάλασσας εκτιμάται ότι θα ανέβει μεταξύ 28 και 43 εκατοστών, γεγονός που θα απειλήσει σοβαρά μια σειρά από παράκτιες, κατοικημένες και μη, περιοχές.
Ταυτόχρονα, πολλές περιοχές της υφηλίου θα ερημοποιηθούν και θα υπάρξουν σοβαρότατα προβλήματα από λειψυδρία και ακραία καιρικά φαινόμενα.
Η διεθνής κοινότητα έχει αρχίσει να προβληματίζεται και να αναζητά την επόμενη ημέρα για την ενέργεια. Αυτός είναι και ο λόγος που το τελευταίο διάστημα, θέματα όπως η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, οι επενδύσεις σε υποδομές και παραγωγική ικανότητα και η κλιματική αλλαγή, βρίσκονται πολύ ψηλά στην ατζέντα σχεδόν όλων των διεθνών οργανισμών και πολλών κυβερνήσεων.
Οι προβληματισμοί και οι αναζητήσεις, εκτείνονται σε όλο το φάσμα των ενεργειακών δραστηριοτήτων, από την εξεύρεση νέων, πιο αποδοτικών και λιγότερο ρυπογόνων τρόπων παραγωγής, μεταφοράς και χρήσης της ενέργειας, μέχρι την «έξυπνη διαχείριση της ζήτησης και την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών όπως οι ΑΠΕ, το υδρογόνο και η πυρηνική σύντηξη.
Αυτή ακριβώς η νέα πραγματικότητα και κινητικότητα γύρω από τα ενεργειακά πράγματα διεθνώς, θέτει επί τάπητος νέες, στρατηγικού και διαχειριστικού χαρακτήρα προτεραιότητες και προκλήσεις.
Η διεθνής κοινότητα, ως σύνολο και κάθε χώρα χωριστά, είναι πλέον αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να αναζητήσει και να χαράξει μια νέα στρατηγική για την ενέργεια, με στόχο να αντιμετωπίσει αυτά τα μεγάλα, σύγχρονα προβλήματα.
Η νέα ενεργειακή στρατηγική είναι σαφές ότι θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από έναν εντελώς νέο τρόπο σκέψης, με υπερεθνικές προσεγγίσεις και επιδιώξεις, καθώς και από μεγαλύτερη ευαισθησία για το περιβάλλον και από αυξημένη ευελιξία και αποδοτικότητα των ενεργειακών συστημάτων.
Το εάν και κατά πόσο η νέα ενεργειακή στρατηγική θα αποδειχθεί επιτυχής, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη σταθερής και εστιασμένης πολιτικής βούλησης και δράσης, καθώς και από την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που δίνει η σύγχρονη τεχνολογία και η περισσότερο από ποτέ παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Μέσα στα ανωτέρω πλαίσια, το ερώτημα που εύλογα ανακύπτει είναι πώς αντιμετωπίζει η χώρα μας αυτές τις σύγχρονες προκλήσεις και προτεραιότητες. Δυστυχώς, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν φημίζονται για τα γρήγορα αντανακλαστικά τους και την αποφασιστικότητα τους να κάνουν έγκαιρα τις αναγκαίες προσαρμογές στην ενεργειακή πολιτική, ενώ και η ίδια η ελληνική κοινωνία τηρεί μάλλον αδιάφορη στάση απέναντι στα μεγάλα ενεργειακά προβλήματα της χώρας.
Αποτέλεσμα αυτής της αδράνειας και της αδιαφορίας είναι η στασιμότητα και η διαρκής επιδείνωση των προβλημάτων του ελληνικού ενεργειακού μοντέλου.
Μη διαθέτοντας μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό, ο οποίος θα αποτελούσε ένα σταθερό και ξεκάθαρο πλαίσιο κατευθύνσεων και βασικών ενεργειακών επιλογών, η ενεργειακή πολιτική είναι συνήθως ευκαιριακή και αποσπασματική, γεμάτη από αντιφατικότητες.
Το κράτος, αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη βασική αποστολή του, που μέσα στις σύγχρονες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες δεν είναι άλλη από τη χάραξη μιας ευδιάκριτης στρατηγικής πορείας στον τομέα της ενέργειας. Με την πορεία αυτή πρέπει να σηματοδοτήσει την ανάπτυξη και να σεβαστεί το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής, να δημιουργήσει κατάλληλους θεσμικούς και ρυθμιστικούς κανόνες για την ομαλή λειτουργία των ενεργειακών αγορών και τον έλεγχο της πιστής εφαρμογής τους.
Όμως, οι ενεργειακές αγορές δεν λειτουργούν με διαφάνεια, ενώ καθημερινά είναι τα φαινόμενα της κερδοσκοπίας, της νοθείας και της λαθρεμπορίας. Οι επενδύσεις νέας τεχνολογίας στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, καρκινοβατούν. Η διείσδυση του φυσικού αερίου στις τελικές αστικές χρήσεις είναι απελπιστικά αργή, όπως και των ΑΠΕ και των βιοκαυσίμων. Έτσι, οι εκπομπές ρύπων αυξάνουν διαρκώς, με πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς από εκείνους που προβλέπουν οι διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας στα πλαίσια του πρωτοκόλλου του Κιότο.
Υπάρχει πλέον επιτακτική ανάγκη να γίνει κατανοητό απ’ όλους ότι το σημερινό ενεργειακό μοντέλο στη χώρα μας, είναι, χωρίς καμία αμφιβολία, σπάταλο και ρυπογόνο. Χαρακτηρίζεται από παθογένειες και αναποτελεσματικότητες, που επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, το περιβάλλον και τους ίδιους τους Έλληνες καταναλωτές ενέργειας.
Είναι ώρα να αποκτήσουμε και στην Ελλάδα ολοκληρωμένο μεσομακροπρόθεσμο σχέδιο για την ενέργεια, μέσα από μια συντεταγμένη διαδικασία διαβούλευσης που θα διασφαλίζει τις αναγκαίες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συναινέσεις. Σχέδιο που θα προδιαγράφει με σαφήνεια τις στρατηγικές επιλογές και τις βασικές κατευθύνσεις της ενεργειακής πολιτικής, για να οδηγηθούμε σε ένα πιο αποδοτικό και λιγότερο ρυπογόνο ενεργειακό αύριο.