3 Μαΐου Παγκόσμια Ημέρα Ελευθεροτυπίας…
γράφει στο peripteron.eu ο Βαγγέλης Πάλλας, Δημοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ/SPJ
ΜΜΕ, πληροφόρηση και παραπληροφόρηση
Τα ΜΜΕ και κυρίως η τηλεόραση διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και αναπόφευκτα αυτοί που ελέγχουν το μέσο έχουν τη δυνατότητα χειραγώγησης του πολίτη και επηρεάζουν την ποιότητα της δημοκρατίας. Από την ελεγχόμενη πληροφόρηση και το μονοπώλιο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης περάσαμε στην εποχή της υπερπληροφόρησης και της παραπληροφόρησης. Οι δημοκρατικοί θεσμοί ενισχύονται με την πολυφωνία, αλλά η ανυπαρξία θεσμικού πλαισίου για μια ολόκληρη δεκαετία επηρέασε καταλυτικά το ύφος και τον τρόπο λειτουργίας των κυπριακών καναλιών.
Σήμερα η πληροφόρηση του πολίτη βρίσκεται κυρίως στα χέρια ιδιωτών. Οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών καναλιών είναι οι ισχυροί άνδρες, οι οποίοι παρεμβαίνουν και αποφασίζουν ως προς τα μηνύματα που θα περάσουν στους τηλεθεατές και γνώμονας αυτών των αποφάσεων δεν είναι σίγουρα το δημόσιο συμφέρον, αλλά οι προσωπικές επιδιώξεις.
Η τηλεόραση παράγει πολιτική. Ο ρόλος της είναι ουσιαστικός στο πολιτικό παιχνίδι και ακόμη πιο καθοριστικός σε προεκλογικές περιόδους. Η εξουσία κερδίζεται ή χάνεται σε μεγάλο βαθμό μέσα από τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις.
Οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών καναλιών έχουν προστατευόμενους πολιτικούς γεγονός που επιβεβαιώνεται από την υπερ-προβολή συγκεκριμένων προσώπων σε ιδιωτικά κανάλια. Παράλληλα υπάρχουν και οι «μαύρες» λίστες, κάτι που έχει καταγγελθεί ουκ ολίγες φορές από βουλευτές και άλλους πολιτικούς παράγοντες. Και αυτή είναι ακόμη μια προέκταση των διαπλεκομένων συμφερόντων μεταξύ πολιτικών και ιδιοκτητών ΜΜΕ. Φιλίες αμοιβαίου οφέλους. Η μια εξουσία συντηρεί την άλλη στο παιχνίδι των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων ενώ παράλληλα καταστρατηγούν, τις πλείστες φορές το δημόσιο συμφέρον.
Ο Ουμπέρτο Εκο είπε ότι, «ενώ προηγουμένως χρειαζόσουν το στρατό και την Αστυνομία για να καταλάβεις την εξουσία, σήμερα είναι αρκετό να έχεις στα χέρια σου τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας».
Οι πηγές πληροφόρησης είναι αναρίθμητες. Επαφίεται στον πολίτη να κρίνει την ποιότητα πληροφόρησης, η οποία του προσφέρεται. Μια σύγχρονη πολιτεία δεν κινδυνεύει με υπονόμευση από εξωγενείς παράγοντες. Οι κίνδυνοι υπονόμευσης είναι η διαπλοκή και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας από τη στιγμή που ξεφεύγουν από το θεσμικό ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν.
Εδώ και δυο δεκαετίας ακούγεται συνέχεια και πανταχόθεν, πως ζούμε σε εποχές πολυφωνίας. Σε εποχές που όλες οι απόψεις καταγράφονται κι αναμετρόνται ισότιμα στην κοινωνία και διαχέονται μέσω της τεχνολογίας σ’ ένα ευρύ κοινό που έχει το δικαίωμα να επιλέξει, να ακολουθήσει και να παρέμβει στην διαμόρφωση προσωπικών και κοινωνικών απόψεων. Αν δεν υπήρχε κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, αυτός ο αέναος διάλογος, που θυμίζει φοιτητικό φόρουμ χαλαρής αντιπαράθεσης στον τομέα των ιδεών, θα φάνταζε σαν μια ανέμελη πινελιά σε ένα κόσμο γκρίζο ως και βαθύ μαύρο. Κι αυτό το σάπιο είναι ότι ο διάλογος αυτός, ο οποίος ευαγγελίζεται την απουσία ιδεολογικής κυριαρχίας των άλφα ή των δείνα ιδεών στο όνομα της διατήρησης της πολυφωνίας και των κανόνων της. Και δεν παύει να οδηγεί σε κυρίαρχα ιδεολογικά σχήματα, τα οποία επιβάλλονται και ασθενικές «αντιπολιτευτικές» φωνές, που δεν έχουν την ισότιμη δυνατότητα αντιπαράθεσης κι επιβολής τους. Τα δε νικηφόρα ιδεολογικά σχήματα δημιουργούν πρότυπα, καθώς κι έναν μηχανισμό διατήρησης της κυριαρχίας τους, ο οποίος μοιάζει πολύ ισχυρός και διαρκώς ετοιμοπόλεμος απέναντι στον αντίπαλο οε σημείο, που ο αθώος πολυφωνικός διάλογος αποκαλύπτεται ως μάχη για την εξουσία κι όχι χαλαρή φιλική κουβέντα.
Ακούγονται καθημερινά συζητήσεις επί συζητήσεων περί της νευρικής ανορεξίας, της διατάραξης της διατροφικής αλυσίδας, κ.α., τη στιγμή, που π παγκόσμια βιομηχανία παραγωγής τροφίμων, ένδυσης, αλλά κι αυτή του θεάματος, στηρίζονται στην προώθηση προτύπων και ιδεολογημάτων. Όλων αυτών που θα ακολουθούν την εκάστοτε κυρίαρχη μόδα και θα προωθούν τα υλικά κι ιδεολογικά κέρδη αυτής της αεικίνητης αγοράς κι όχι την ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργεί, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα και τη χρηστικότητα με την αισθητική. Ακόμα κι ο αντίποδας του trendy, το λεγόμενο αντι-στάρ, για να αποκτήσει την δυνατότητα μαζικής πρόσβασης στην ιδεολογική μάχη, πρέπει να παίξει το παιχνίδι της αγοράς, εξασφαλίζοντας την αγοραστική δύναμη του «αντίπαλου κοινού», αλλά και την αποφόρτιση της κορεσμένης αγοράς. Ότι δεν πουλάει πρέπει να θανατωθεί.
Όσο σκληρό κι αν φαίνεται, τα παιχνίδια πολυφωνίας είναι μια ακόμα εκδοχή των παιχνιδιών εξουσίας, όπου τους κανόνες δεν βάζουν οι αφελείς μετέχοντες, που ψάχνουν μια δίοδο έκφρασης σ’ ένα ασφυξιακά ελεγχόμενο κόσμο, αλλά εκείνοι που στέκουν από πάνω κι ελέγχουν την πώληση και τη διακίνηση της αγοράς ιδεών, μη τυχόν και ραγίσει αυτός ο αγγελοπλασμένος κόσμος.