Βαρύ κατηγορητήριο κατά της Κύπρου για τη στάση της στις κυρώσεις κατά Ρωσίας-Λευκορωσίας

• Το πιο βαρύ «κατηγορητήριο» για τη χώρα αφορά τη στάση την οποία τήρησε η Λευκωσία στο θέµα της επιβολής των κυρώσεων κατά της Λευκορωσίας το 2020.
• Έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Κοινοβουλευτικής Έρευνας κατηγορεί τη Λευκωσία για κατάχρηση και προκρίνει µετάβαση από την απαίτηση σε οµοφωνία στην ειδική πλειοψηφία
• Βαρύ κατηγορητήριο κατά της Κύπρου για τη στάση της στις κυρώσεις κατά Ρωσίας-Λευκορωσίας
• Στον αέρα το δικαίωµα βέτο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Του Κωνσταντίνου Ζαχαρίου

Το δικαίωµα για βέτο -το οποίο έχει η Κύπρος ως κράτος-µέλος της ΕΕ στον δεύτερο πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ)- βρίσκεται πλέον στον αέρα. Και αυτό γιατί στην ΕΕ προωθούνται αλλαγές, οι οποίες στοχεύουν στην κατάργηση της απαίτησης για την επίτευξη οµοφωνίας στη λήψη αποφάσεων και τη µετάβαση σε ένα σύστηµα ψηφοφορίας, στο οποίο θα απαιτείται µόνο ειδική πλειοψηφία.

Το πιο τραγικό για την Κύπρο είναι ότι η έκθεση η οποία ετοιµάστηκε από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Κοινοβουλευτικής Έρευνας για να καταδείξει την ανάγκη για αλλαγή του συστήµατος το οποίο ακολουθείται σήµερα, επικαλείται τη συµπεριφορά της Λευκωσίας στις διαδικασίες οι οποίες προηγήθηκαν της επιβολής των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας και της Λευκορωσίας. ∆ηλαδή, ενώ η Κύπρος είναι ίσως η χώρα η οποία «καίγεται» περισσότερο από κάθε άλλη για τη διατήρηση του βέτο κυρίως λόγω του Κυπριακού, στην έκθεση παρουσιάζεται ως κακό παράδειγµα και κατηγορείται ουσιαστικά για κατάχρηση του θεσµού!

∆ύο κατηγορίες και ένας έπαινος

Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας έχει έκταση 255 σελίδες και το όνοµα της Κύπρου αναφέρεται συνολικά 163 φορές. Και αυτό είναι αρκούντως ενδεικτικό για τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται η χώρα, στη διπλωµατική µάχη η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη όσον αφορά το θέµα του βέτο.

Η έκθεση βασίζεται σε δύο επιστηµονικές µελέτες -µία των ακαδηµαϊκών Daniel Fiott και Giulia Tercovich από το πανεπιστήµιο Vrije Universiteit Brussel στις Βρυξέλλες και µία του ακαδηµαϊκού Heidrun Maurer από το πανεπιστήµιο Danube University Krems στην Αυστρία- και εστιάζει σε τέσσερις περιπτώσεις στις οποίες έχουν δηµιουργηθεί προβλήµατα, όπως αναφέρεται, λόγω της δυνατότητας που έχουν τα κράτη-µέλη της ΕΕ να ασκούν βέτο.

Πιο συγκεκριµένα, η έκθεση αναλύει τις διαδικασίες οι οποίες ακολουθήθηκαν στις ακόλουθες περιπτώσεις: Την έκδοση της ανακοίνωσης της ΕΕ σχετικά µε το νόµο εθνικής ασφάλειας που θεσπίστηκε από την Κίνα για το Χονγκ Κονγκ το 2020, την επιβολή περιοριστικών µέτρων εναντίον της Λευκορωσίας το 2020, την επιβολή κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας το 2022 και την απόφαση της ΕΕ για το Κοσσυφοπέδιο το 2008.

Το όνοµα της Κύπρου αναφέρεται στις τρεις από τις τέσσερις περιπτώσεις (µε εξαίρεση την υπόθεση της Κίνας µε το Χονγκ Κονγκ). Στις δύο περιπτώσεις (που αφορούν τις κυρώσεις σε βάρος της Λευκορωσίας και της Ρωσίας) η χώρα βρίσκεται υπό κατηγορία για τη στάση της, ενώ στην τρίτη περίπτωση (που αφορά το Κοσσυφοπέδιο) εισπράττει τα εύσηµα από την ΕΕ.

Η «έκθεση-καταπέλτης» έχει γυρίσει ως µπούµερανγκ

Το πιο βαρύ «κατηγορητήριο» για τη χώρα αφορά τη στάση την οποία τήρησε η Λευκωσία στο θέµα της επιβολής των κυρώσεων κατά της Λευκορωσίας το 2020. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «παρά τη δεδηλωµένη πολιτική συµφωνία και την ευρεία υποστήριξη (που υπήρχε) για τα περιοριστικά µέτρα κατά της Λευκορωσίας, υπήρξε καθυστέρηση (στη λήψη της απόφασης) επειδή η Κύπρος είχε απειλήσει να χρησιµοποιήσει το δικαίωµα αρνησικυρίας», επικαλούµενη τη µη προώθηση της δικής της πρότασης για την επιβολή περιοριστικών µέτρων κατά της Τουρκίας, η οποία παραµένει σε εκκρεµότητα.

Τελικά, προστίθεται, η Λευκωσία έδωσε τη συγκατάθεσή της για την επιβολή των κυρώσεων εναντίον της Λευκορωσίας και η ΕΕ συµφώνησε να εκδώσει µια ανακοίνωση σχετικά µε την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σηµειώνεται ότι η συγκεκριµένη ανακοίνωση της ΕΕ παρουσιάστηκε από τη Λευκωσία, ως έκθεση-καταπέλτης κατά της Τουρκίας. Παρά ταύτα, όπως προκύπτει από τη νέα έκθεση της ΕΕ, ενδεχοµένως να έχει γυρίσει ως µπούµερανγκ.

Συγκεκριµένα, στην έκθεση της ΕΕ για το δικαίωµα της αρνησικυρίας γίνεται αναφορά σε κίνδυνο για «στρατηγικά βέτο», «ανησυχίες για πιθανή ξένη επιρροή», κίνδυνο κατάχρησης του βέτο και µετατροπής του σε «εγχώριο πολιτικό εργαλείο» και «χρησιµοποίηση της εξωτερικής πολιτικής ως διαπραγµατευτικού χαρτιού για άλλες διαδικασίες». Αναφέρεται µάλιστα ότι: «Η σύνδεση ζητηµάτων, που σηµαίνει παρεµπόδιση ή καθυστέρηση της διαδικασίας έγκρισης κυρώσεων µε αντάλλαγµα υποστήριξη για άλλη πολιτική απόφαση (εντός ή ακόµη και εκτός της ΚΕΠΠΑ) παραµένει µια από τις πιο επικρινόµενες πτυχές του υφιστάµενου κανόνα της οµοφωνίας στη λήψη αποφάσεων. Η καθυστέρηση της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας το 2020 στην υιοθέτηση των κυρώσεων κατά της Λευκορωσίας αποτελεί ενδεικτικό παράδειγµα».

Έντονη κριτική ασκείται εναντίον της Κύπρου και για τις διαδικασίες οι οποίες ακολουθήθηκαν στην περίπτωση της επιβολής περιοριστικών µέτρων εναντίον της Ρωσίας το 2022.

Όπως αναφέρεται, η Κύπρος µαζί µε άλλες χώρες (Ελλάδα, Γερµανία, Αυστρία, Τσεχία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Μάλτα και Σλοβακία) «έθεσαν την ανάγκη για ευέλικτη εφαρµογή των κυρώσεων που σχετίζονται µε τις ενεργειακές τους αγορές».

Σηµειώνεται ωστόσο ότι «κανένα βέτο δεν έχει χρησιµοποιηθεί µέχρι σήµερα».

Η περίπτωση στην οποία η Κύπρος παίρνει τα εύσηµα στην έκθεση της ΕΕ για τη στάση την οποία τήρησε, είναι η απόφαση της ΕΕ να αναπτύξει πολιτική αποστολή στο Κοσσυφοπέδιο.

Όπως αναφέρεται, παρά το γεγονός ότι η χώρα δεν αναγνώρισε τη µονοµερώς κηρυγµένη ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου και ήταν αντίθετη στην αποστολή της ΕΕ, «επέλεξε τη δυνατότητα της εποικοδοµητικής αποχής». Σηµειώνεται µάλιστα ότι η «εποικοδοµητική αποχή» είναι µια από τις ελάχιστες δυνατότητες που υπάρχουν ώστε να µπορούν να επιλύονται προβλήµατα, αλλά ελάχιστες φορές έχει αξιοποιηθεί από τα κράτη-µέλη της ΕΕ.

«Στρατηγικά βέτο»

Στην έκθεση της ΕΕ για το δικαίωµα της αρνησικυρίας γίνεται αναφορά σε κίνδυνο για «στρατηγικά βέτο», «ανησυχίες για πιθανή ξένη επιρροή», κίνδυνο κατάχρησης του βέτο και µετατροπής του σε «εγχώριο πολιτικό εργαλείο» και «χρησιµοποίηση της εξωτερικής πολιτικής ως διαπραγµατευτικό χαρτί για άλλες διαδικασίες». Αναφέρεται µάλιστα ότι: «Η σύνδεση ζητηµάτων, που σηµαίνει παρεµπόδιση ή καθυστέρηση της διαδικασίας έγκρισης κυρώσεων µε αντάλλαγµα υποστήριξη για άλλη πολιτική απόφαση (εντός ή ακόµη και εκτός της ΚΕΠΠΑ) παραµένει µια από τις πιο επικρινόµενες πτυχές του υφιστάµενου κανόνα της οµοφωνίας στη λήψη αποφάσεων. Η καθυστέρηση της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας το 2020 στην υιοθέτηση των κυρώσεων κατά της Λευκορωσίας αποτελεί ενδεικτικό παράδειγµα».

Οι επαναλαµβανόµενες κρίσεις και οι τρεις επιλογές

Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της κατάργησης της απαίτησης για επίτευξη οµοφωνίας στη λήψη αποφάσεων και τη µετάβαση σε ένα σύστηµα ψηφοφορίας, στο οποίο θα απαιτείται µόνο ειδική πλειοψηφία. Αναφέρεται µάλιστα στις πολλές κρίσεις οι οποίες έχουν ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια (γεωπολιτικές, οικονοµικές, υγειονοµικές, ενεργειακές, περιβαλλοντικές κτλ) και την ανάγκη λήψης αποφάσεων µε ταχύτητα και πνεύµα δηµοκρατίας.

Προς αυτή την κατεύθυνση παρουσιάζονται συνολικά 15 επιλογές, οι οποίες χωρίζονται σε τρεις ενότητες: Μεταρρύθµιση του συστήµατος χωρίς αλλαγή της συνθήκης της ΕΕ, αλλαγή της συνθήκης και µετάβαση σε σύστηµα ψηφοφορίας, στο οποίο να µπορούν να ληφθούν αποφάσεις µε ειδική πλειοψηφία (από 55% – 72%) και αλλαγή της συνθήκης µε ριζικές µεταρρυθµίσεις και ανάθεση πιο ουσιαστικού ρόλου στο Ευρωκοινοβούλιο.

Στην έκθεση σηµειώνεται ότι σε πολλές χώρες το θέµα του βέτο έχει συζητηθεί στο Κοινοβούλιο. Επισηµαίνεται µάλιστα ότι σε ορισµένες χώρες το Κοινοβούλιο πήρε αποφάσεις οι οποίες είναι δεσµευτικές για την κυβέρνηση. Παρά ταύτα, προστίθεται, στην Κύπρο και σε ορισµένες άλλες χώρες δεν έχει συζητηθεί το θέµα σε επίπεδο Κοινοβουλίου.

πηγή: dialogos.com.cy

Print Friendly, PDF & Email