«Panic button» για την έμφυλη βία: Ένα κουμπί εξόχως ιδεολογικό

Αυτή είναι λίγο πολύ η σούμα των αστυνομικών δελτίων και ρεπορτάζ για το περίφημο «panic button»/«κουμπί πανικού», μια εφαρμογή γεωεντοπισμού για smart phones με την οποία μια γυναίκα που βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο σωματικής βίας θα μπορεί να ειδοποιεί την αστυνομία, η οποία θα καταφθάνει εγκαίρως στο σημείο του κινδύνου.

Η εφαρμογή είναι πλέον διαθέσιμη σε όλη την Ελλάδα. Η «πιλοτική», όπως ακούσαμε, δοκιμή της σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, είχε προηγουμένως δεχτεί πρωτοφανή διαφήμιση. Ήδη από το 2023 το Ιδρύμα-χορηγός της εφαρμογής Vodafone διαβεβαίωνε πως τα στοιχεία ήταν «ενθαρρυντικά». Αλλεπάλληλα ρεπορτάζ τους τελευταίους μήνες έκαναν λόγο για χορήγησή του panic button σε εκατοντάδες γυναίκες, αλλά και για εκατοντάδες συλλήψεις εβδομαδιαίως για ενδοοικογενειακή βία, χωρίς περιττές λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα το ότι ανάμεσα στους συλληφθέντες βρίσκονταν μετανάστριες και ανήλικοι. Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης περηφανεύτηκε μάλιστα σε πρόσφατη συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ για έντεκα χιλιάδες συλληφθέντες μέσα στο 2024. Λίγες μέρες νωρίτερα, είχε ανακοινώσει την επέκταση του panic button και στους ανήλικους άνω των 12 ετών. Έτσι λοιπόν, ένας πολιτικός που έχει στο ενεργητικό του μια από τις πιο άγριες κατασταλτικές επιχειρήσεις κατά γυναικείου πληθυσμού (των οροθετικών γυναικών, το 2012), αυτοανακηρύσσεται σε προστάτη πασών των γυναικόπαιδων ανά την επικράτεια, έτσι απλά, σαν να πατάει ένα κουμπί.

Πώς ακριβώς όμως λειτουργεί το κουμπί πανικού; Και με ποια κριτήρια αποφασίστηκε η διεύρυνσή του σε όλη την Ελλάδα; Ένα «πιλοτικό» πρόγραμμα, εξ’ ορισμού χρήζει αξιολόγησης πριν εφαρμοστεί ευρύτερα. Τί είπαν για παράδειγμα όσες (συν ένας, προς το παρόν, άντρας), κατέβασαν την εφαρμογή; Ένιωσαν πιο ασφαλείς στην καθημερινότητά τους; Πόσες φορές ενεργοποιήθηκε; Απέτρεψε η αστυνομία εγκαίρως κάποιο βίαιο περιστατικό; Ποιό, πού, πότε;

Καμία τέτοια πληροφορία δεν υπάρχει, την ίδια στιγμή που δημοσιογράφοι επιδεικνύουν την εφαρμογή σε τηλεοπτικές εκπομπές ως κάποιου είδους τεχνολογική καινοτομία. Εφαρμογές τύπου panic button είναι όμως διαθέσιμες στην αγορά εδώ και χρόνια, ενεργοποιώντας αυτόματη αποστολή γραπτού μηνύματος σε φιλικούς λογαριασμούς και κλήση στην αστυνομία. Οι συσκευές κινητών δίνουν και δυνατότητα κλήσης έκτακτης ανάγκης με πάτημα εξωτερικών κουμπιών, χωρίς να χρειάζεται δηλαδή ξεκλείδωμα και άνοιγμα κάποιας εφαρμογής (πράγμα που σίγουρα απαιτεί περισσότερα από «ένα μόνο κλικ»).

Δεν γνωρίζω όμως κανένα κράτος που να έχει εφαρμόσει σε πανεθνικό επίπεδο το κουμπί πανικού σε κινητά. Σε κάποιες χώρες, τεχνολογίες παρακολούθησης έχουν επιστρατευτεί για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, σε στοχευμένα όμως πιλοτικά προγράμματα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, κατηγορούμενοι στους οποίους είχαν ήδη επιβληθεί περιοριστικοί όροι με δικαστική απόφαση, αναγκάστηκαν να φορέσουν έναν πομπό στον αστράγαλο που έστελνε σήμα με ραδιοσυχνότητες στην αστυνομία εάν πλησίαζαν το σπίτι του θύματος· τα θύματα προειδοποιούνταν και εκείνα, με συσκευές pager. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η αστυνομία εγκατέστησε το 2019 κουμπιά πανικού σε σπίτια 300 γυναικών υψηλού ρίσκου για ενδοοικογενειακή βία. Τα κουμπιά ενεργοποιούσαν «συναγερμό πανικού» στο αστυνομικό τμήμα, καθώς και αυτόματη ηχογράφηση· ένα αυτοκόλλητο στο εξωτερικό του κτιρίου, προειδοποιούσε για την ύπαρξη του συναγερμού.

Τα προγράμματα αυτά λοιπόν λάμβαναν υπόψιν τον βαθμό επικινδυνότητας για επανάληψη της βίας και αξιολογήθηκαν σε επιστημονικές μελέτες, που όμως κατέγραψαν ανάμεικτα συμπεράσματα. Στις μεν ΗΠΑ, μια μελέτη εντόπισε μεν αυξημένο αίσθημα ασφάλειας των γυναικών-θυμάτων (θυμίζω, για συναγερμούς που τις ειδοποιούσαν αν ο θύτης τις πλησιάζει), σημειώνοντας όμως και πως η τεχνολογία συναγερμών δεν αποτρέπει απαραίτητα επιθέσεις από άντρες που αδιαφορούν για τις ποινικές επιπτώσεις. Ούτε στην Αγγλία, η έρευνα για το πιλοτικό πρόγραμμα συναγερμών πανικού έδωσε σαφή συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα στην πρόληψη σωματικής βίας, παρά μόνο για την διευκόλυνση των ποινικών διώξεων μετά από μια επίθεση. Άλλη έρευνα, για συναγερμούς πανικού στην Τουρκία, έδειξε μάλιστα αύξηση των περιστατικών έμφυλης βίας από άντρες που εξοργίστηκαν όταν έμαθαν πως η γυναίκα απευθύνθηκε στην αστυνομία, ένα φαινόμενο που ονομάζεται ‘ανδρική αντίδραση’ (=male backlash). Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πως ίσως δούμε κάτι παρόμοιο και στην Ελλάδα, εάν ένας βίαιος σύντροφος αντιληφθεί πως η γυναίκα έχει κατεβάσει το panic button στο κινητό της, πόσο μάλλον αν το ενεργοποιήσει.

Η Ελληνική αστυνομία όμως δεν φαίνεται να έχει κάποιο σχέδιο για να αποτρέψει τέτοια ενδεχόμενα ή να λάβει υπόψιν την εμπειρία όσων υποτίθεται πως θέλει να βοηθήσει. Ο Χρυσοχοΐδης συνόψισε την προχειρότητα του μέτρου σε άλλη συνέντευξη: το κουμπί «θα ειδοποιεί την αστυνομία ότι κάτι τρέχει κάπου». Όλες θα πάρετε, λοιπόν, κάτι, κάπου – άγνωστο όμως τί αποτέλεσμα θα έχει αυτό.

Θα ήταν παρ’ όλα αυτά λάθος να χαρακτηρίσει κανείς το panic button της αστυνομίας αναποτελεσματικό. Αυτό ακούσαμε για άλλη μια φορά και από φεμινιστικά χείλη την περασμένη βδομάδα μετά τις δυο τραγικές γυναικοκτονίες σε Πάτρα και Αγρίνιο, ενώ στο παρελθόν, φεμινιστικές οργανώσεις έχουν σχολιάσει ως ένδειξη διάκρισης το γεγονός πως το panic button δεν μπορεί να χορηγηθεί σε μετανάστριες χωρίς ΑΜΚΑ, πληθυσμιακή ομάδα που όμως ήδη αποφεύγει να απευθύνεται στην αστυνομία. Μοιάζει σαν ο φεμινιστικός χώρος να έχει λοιπόν αποδεχθεί την διεύρυνση του panic button ως κάτι, αποτελεσματικό αλλά ταυτόχρονα απαραίτητο.

Δεν έχει παρά να διαβάσει πάντως κανείς τα ρεπορτάζ για την επέκταση του panic button προκειμένου να διαπιστώσει πως είναι εξόχως αποτελεσματικό. Η αστυνομία θα ζητά από όσους αιτούνται την εφαρμογή όχι μόνο βασικά δεδομένα (εκτός από ΑΜΚΑ, διεύθυνση, αριθμό κινητού κ.ά.), αλλά και ευαίσθητα δεδομένα ιατρικής φύσης, όπως την πιθανότητα εγκυμοσύνης. Οι ενδιαφερόμενες και ενδιαφερόμενοι θα ρωτώνται επίσης αν ο/η θύτης έχει δώσει ενδείξεις «ύπαρξης ιστορικού εξαρτήσεων από ουσίες» ή «ψυχολογικών διαταραχών». Έτσι, η αστυνομία θα συλλέγει και θα αρχειοθετεί δυνητικά ενοχοποιητικές πληροφορίες για πολίτες, άντρες και γυναίκες, που μπορεί να μην έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα. Η αστυνομία λοιπόν θα εκτελεί ένα φακέλωμα, με ανθρωπιστικό όμως προσωπείο. Οι πληθυσμιακές ομάδες που βρίσκονται ήδη στο στόχαστρο της καταστολής και στο περιθώριο της κοινωνικής πρόνοιας (χρήστες ουσιών, ψυχικά ασθενείς, μετανάστες, μετανάστριες) μπορεί λοιπόν να στοχοποιηθούν περαιτέρω από αυτήν την ενισχυμένη αστυνομική γραφειοκρατεία. Με την επέκταση του μέτρου και στους ανήλικους, τους μελλοντικούς καταναλωτές, φορολογούμενους και, πιθανόν, κρατούμενους, η φαινομενική προχειρότητα αποκαλύπτεται ως μια απολύτως στοχευμένη πρωτοβουλία.

Κανείς δεν ζητά όμως να σταματήσει η διεύρυνσή του panic button, πόσο μάλλον αυτό να καταργηθεί. Η ενδοοικογενειακή-έμφυλη βία συνεχίζει έτσι να μετατρέπεται σε ιδεολογικό κουμπί για αυξημένη αστυνόμευση, μέχρι το επόμενο «κλικ», κάπου, κάπως, από κάποιον Υπουργό.