Οι «Μεγάλες Δυνάμεις» και η Ελληνική Επανάσταση του 1821

Γράφει στο peripteron.eu ο Γιάννης Μηλιός

1. Το «Συνέδριο της Βερόνας», προάγγελος αλλαγών στην εξωτερική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων.

Από την πρώτη στιγμή μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, οι ελληνικές αρχές επιδίωξαν την αναγνώριση της εξουσίας τους ως ανεξάρτητης κρατικής οντότητας από τη «διεθνή κοινότητα». Κοινοποιούσαν μεταφράσεις των Διακηρύξεων που εκδίδονταν από τις Συνελεύσεις ή από την προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση στις ξένες διπλωματικές αποστολές και τον διεθνή τύπο, με αίτημα την αναγνώριση της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους και την αρωγή των Δυνάμεων στον αγώνα της (Philhellenism 1936: 370). Την αρχή έκανε η Μεσσηνιακή Γερουσία ήδη στις 24/3/1821, στέλνοντας εκκλήσεις για αρωγή προς τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Ρωσία (Hering 2004: 155). Εντούτοις, οι Μεγάλες Δυνάμεις, συνασπισμένες στην Ιερά Συμμαχία, παρέμεναν εχθρικές προς την Επανάσταση. Ελαφρώς διαφοροποιημένη ήταν μόνο Ρωσία, στον «παραδοσιακό» ρόλο της «προστάτιδας των Ορθοδόξων» (και όχι βεβαίως των επαναστάσεων): Τον Ιούλιο του 1821 η Ρωσία διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία με αφορμή τον απαγχονισμό του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, ο οποίος Πατριάρχης είχε, βέβαια, καταδικάσει την Επανάσταση και είχε αφορίσει τους πρωταγωνιστές της.

Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν συγκλήθηκε το Συνέδριο της Βερόνας (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822) από εκπροσώπους των κρατών της Ιεράς Συμμαχίας, η επαναστατική ελληνική κυβέρνηση απηύθυνε στο Συνέδριο Διακήρυξη και απέστειλε αντιπροσωπεία για να την παραδώσει στους συνέδρους. Στη Διακήρυξη αυτή αναφερόταν μεταξύ άλλων:

«Από την αρχήν του πολέμου μέχρι τούδε δις ύψωσεν η Ελλάς την φωνήν της, διά μέσου των νομίμων αυτής παραστατών, εξαιτουμένη την συνδρομήν και αντίληψην των Χριστιανικών Βασιλείων της Ευρώπης, ή τέλος απαιτούσα, δικαίω τω λόγω, την ακριβή από μέρους αυτών ουδετερότητα εις τον παρόντα ιερόν αυτής πόλεμον. […] Ποταμοί αίματος έρρευσαν έως σήμερον, αλλ’ όμως η του ζωοποιού Σταυρού τροπαιοφόρος σημαία, υψωθείσα, κυματίζει ήδη εις τα ωχυρωμένα τείχη της Πελοποννήσου, της Αττικής, της Εύβοιας, της Βοιωτίας, της Ακαρνανίας, εις το πλείστον μέρος της Ηπείρου και Θεσσαλίας, εις την Κρήτην και εις τας νήσους του Αιγαίου Πελάγους. […] Η προσωρινή της Ελλάδος Διοίκησις σπεύδει να διακηρύξη επαγγελματικώς διά της παρούσης, ότι ουδέποτε θέλει παραδεχθή καμμίαν συνθήκην, όσο ωφέλιμος κι αν είναι κατά το φαινόμενον, εν όσω οι εννόμως αποσταλέντες αυτής πρέσβεις δεν επιτύχουν την πρέπουσαν ακρόασιν, απολογούμενοι υπέρ των δικαιωμάτων της Ελλάδος και εκτιθέμενοι τα όσα ευλόγως απαιτεί και ποίαι είναι αι χρείαι και τα ιερώτερα αυτής συμφέροντα (https://el.wikipedia.org/wiki/Συνέδριο_της_Βερόνας).

Το Συνέδριο δεν έκανε δεκτή την ελληνική αντιπροσωπεία, εφόσον μάλιστα κάτι τέτοιο θα σήμαινε την de facto αναγνώριση του ελληνικού κράτους. Επιπλέον, η Επανάσταση θεωρείτο, δικαίως, από όλους τους συμμετέχοντες «ανατρεπτική της καθεστηκυίας τάξεως», και ως εκ τούτου καταδικάστηκε στην Εγκύκλιο του Συνεδρίου που εκδόθηκε στις 2/12/1822. Εντούτοις, έγινε σαφές ότι το «ελληνικό ζήτημα» επρόκειτο πλέον να παίξει έναν ρόλο καταλύτη για την ενεργοποίηση και τον μετασχηματισμό των αντιθέσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Χαρακτηριστικές είναι οι ακόλουθες κατ’ ιδίαν τοποθετήσεις του Τσάρου Αλέξανδρου της Ρωσίας:

«Ουδέν ωφελιμώτερον διά την Ρωσίαν ουδέ άλλον μάλλον ποθητόν διά τον ρωσικόν λαόν υπήρχεν ή σταυροφορία τις επιχειρουμένη επί τη αφορμή της ελληνικής επαναστάσεως· αλλ’ απέσχον του τοιούτου έργου, διότι ενόμισα, ότι εν τω αγώνι τούτω υπήρχον συμπτώματα επαναστάσεως ανατρεπτικής των κοινωνικών τάξεων […] εν Αγγλία η κοινή γνώμη θ’ αναγκάση την κυβέρνησιν ν’ ασχοληθεί σπουδαίως εις τα της Ελλάδος […] Το ελληνικόν ζήτημα θα τεθή εν Αγγλία εν ίση μοίρα προς το της δουλεμπορίας· διά τούτο αντί να προτείνω εγώ εις τους συμμάχους σχέδιον βελτιώσεως της πολιτικής καταστάσεως της Ελλάδος, προτιμώ να αναμένω το της αγγλικής αυλής» (παρατίθεται σε Κυριακόπουλος 1929: 155).

Οι εκτιμήσεις αυτές του Τσάρου της Ρωσίας σχετικά με τη Βρετανία βασίζονταν προφανώς, πέραν της οποιασδήποτε υποκειμενικής εκτίμησης, σε ένα γεγονός των προηγούμενων μηνών, το οποίο φαινόταν να προδικάζει τη διαφοροποίηση της βρετανικής στάσης ως προς τη διακηρυγμένη κοινή θέση της Ιεράς Συμμαχίας: Όταν η επαναστατική ελληνική κυβέρνηση κήρυξε στις 25/3/1822 τον ναυτικό αποκλεισμό των οθωμανικών λιμανιών, η βρετανική κυβέρνηση ανακήρυξε τη Βρετανία «ουδέτερη», πράγμα που σήμαινε ότι αναγνώριζε την «εμπόλεμη κατάσταση» (belligerency) μεταξύ ελληνικών και οθωμανικών δυνάμεων, επομένως «αναγνώριζε» στο πεδίο αυτό την ελληνική Αρχή και το διεθνές στάτους της. Μάλιστα, στις 30/4/1822 οι βρετανικές αρχές θεώρησαν νόμιμες τις αιχμαλωτίσεις από τον ελληνικό στόλο ουδέτερων ιδιωτικών εμπορικών πλοίων που είχαν επιχειρήσει να σπάσουν τον αποκλεισμό, ενώ ο αγγλικός στόλος δεν προστάτευε ούτε τα ιδιωτικά πλοία των υπό αγγλική κυριαρχία Ιονίων Νήσων (Rubin 1988: 214).

Στην πραγματικότητα, η βρετανική εξωτερική πολιτική εγκατέλειπε σταδιακά τη στρατηγική της διασφάλισης της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς η Ελληνική Επανάσταση είχε καταστήσει σαφές ότι η στρατηγική αυτή ήταν πλέον ανέφικτη, και επιδίωκε απλώς να προωθήσει μια λύση στο ελληνικό πρόβλημα η οποία να ευνοεί περισσότερο τα δικά της παρά τα ρωσικά διεθνοπολιτικά συμφέροντα. Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να ενταχθεί, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής, η ίδρυση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, με την προϋπόθεση ότι θα τερματιζόταν με τον τρόπο αυτόν η ελληνοοθωμανική σύγκρουση και διαμάχη, και οι δυο χώρες θα είχαν το κοινό συμφέρον να αντιταχθούν στη ρωσική επέκταση προς τη Δύση (βλ. και Hering 2004: 157 κ.ε.).

Αντίθετα η Ρωσία, διαβλέποντας όπως ήδη είδαμε την προοπτική αναγνώρισης του ελληνικού κράτους από τη Βρετανία, και κατ’ επέκταση από τη διεθνή κοινότητα, έσπευσε να καταθέσει στις 28/12/1823 Σχέδιο «Τριών Τμημάτων» για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος: την ίδρυση δηλαδή τριών ημιαυτόνομων Ηγεμονιών (Ανατολικής Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας και Νότιας Ελλάδας, στην οποία θα περιλαμβανόταν και η Κρήτη), οι οποίες θα ήταν φόρου υποτελείς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα αναγνώριζαν την επικυριαρχία του Σουλτάνου και θα διατηρούσαν στο έδαφός τους οθωμανικές φρουρές, κατά το πρότυπο της Μολδαβίας και της Βλαχίας.

Η Ρωσία θεωρούσε ότι οι Ηγεμονίες αυτές θα προσδένονταν στην εξωτερική της πολιτική, ενώ ταυτόχρονα θα αποτελούσαν μια μόνιμη εστία αναταραχής στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία δεν δεχόταν οποιοδήποτε σχέδιο δεν θα αναγνώριζε την πλήρη ανεξαρτησία της Ελλάδας, αλλά και από τον Σουλτάνο, ο οποίος αρνούνταν να δεχθεί οποιαδήποτε αμφισβήτηση της απόλυτης κυριαρχίας του στην περιοχή.

2. Τα εξωτερικά δάνεια και η διεθνοπολιτική σημασία τους: προεξόφληση της βιωσιμότητας της Ελλάδος

Το αποφασιστικό βήμα για τη διεθνή αναγνώριση του ελληνικού κράτους έλαβε, όμως, χώρα όταν οι χρηματαγορές προεξόφλησαν την επικράτησή του στον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και τράπεζες του Λονδίνου συνήψαν δάνεια με την ελληνική κυβέρνηση.

Η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Μαυροκορδάτου αντιλήφθηκε σωστά, το αργότερο από το 1823, τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ιεράς Συμμαχίας, με τη διαφοροποίηση της βρετανικής πολιτικής από το 1822, όταν ο Τζωρτζ Κάνιγκ ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών, και μπόρεσε έτσι, το 1824, να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για το πρώτο εξωτερικό δάνειο του ελληνικού κράτους, ώστε να καταστεί δυνατή η χρηματοδότηση της εξελισσόμενης Επανάστασης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που εξέτασε η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος (30/3-18/4 1823), το ετήσιο έλλειμμα της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν περίπου 24 εκατ. γρόσια «σύνολον εξόδων 38,616,000 γροσίων απέναντι εσόδων 12,846,220 γρ.». Το έλλειμμα αυτό καθιστούσε ζωτική για τη συνέχιση του πολέμου τη σύναψη εξωτερικού δανείου.

Το πρώτο δάνειο συνομολογήθηκε τον Φεβρουάριο 1824 και το δεύτερο τον Φεβρουάριο 1825, με τραπεζίτες του Λονδίνου. Τα δάνεια αυτά ήταν ιδιαιτέρως επισφαλή για τους δανειστές (ως δανειζόμενος εμφανιζόταν η Greek Federation και μεσολαβητής η Greek Committee του Λονδίνου). Όμως, η οικονομική συγκυρία διευκόλυνε τη σύναψη επισφαλών δανείων: ο «κερδοσκοπικός πυρετός» που κυριαρχούσε στη δεδομένη στιγμή στη Βρετανία και διεθνώς επέτρεψε τη γρήγορη σύναψή τους με όρους ανάλογους προς αντίστοιχα δάνεια άλλων χωρών κατά την περίοδο αυτή και σε αναφορά με τις προτάσεις της ελληνικής προσωρινής κυβέρνησης προς τους διαπραγματευτές.

«Η Αγγλία διήρχετο τότε ένα εκ των κερδοσκοπικών εκείνων πυρετών, οίτινες περιοδικώς αναφενόμενοι ωθούσι τον κόσμον του Άστεως εις τας μάλλον επισφαλείς επιχειρήσεις. Η κερδοσκοπική περίοδος, ήτις ήρξατο αναπτυσσομένη μεσούντος του 1823 […] ιδιάζον χαρακτηριστικόν έχει την ακράτητον ροπήν προς δάνεια ξένων κρατών, και δη κρατών μη επισήμως ανεγνωρισμένων, οία ήσαν λ.χ. η Βραζιλία, η Χιλή, η Κολομβία κτλ. Δάνειον λοιπόν συναπτόμενον υπό λαού, ού τα κατορθώματα ελάμπρυνε και απαράμιλλος προπατορική αίγλη, δεν ήταν δυνατόν ή να στεφθή υπό πλήρους επιτυχίας» (Ανδρεάδης 1904: 15-16).

Τα «μη ανεγνωρισμένα» κράτη, και μεταξύ αυτών το ελληνικό κράτος της Επανάστασης, αξιολογούνταν από τις χρηματαγορές ως βιώσιμα, καίτοι δεν είχαν ακόμη de jure διεθνοπολιτική υπόσταση· η επικείμενη αναγνώρισή τους θεωρείτο δεδομένη. Αυτό που θεωρείτο ιδιαίτερα επισφαλές, και η επισφάλεια αποτυπωνόταν στο ψηλό επιτόκιο και στο «κούρεμα» του πραγματικού ποσού του δανείου ως προς το ονομαστικό χρέος που έπρεπε να αποπληρωθεί, ήταν η δυνατότητα του δανειζόμενου κράτους να το αποπληρώσει· με άλλα λόγια, ο κίνδυνος χρεοστασίου (default) του δανειζόμενου κράτους αξιολογούνταν, όπως άλλωστε αποδείχθηκε, ως ιδιαίτερα υψηλός.

«Με τα δύο δάνεια της ανεξαρτησίας το 1824 και το 1825 η Ελλάδα ανέλαβε ένα βάρος ονομαστικού κεφαλαίου 2.800.000 λιρών, έναντι πραγματικού κεφαλαίου 1.176.000 λιρών. […] Εντέλει, η επαναστατική κυβέρνηση βρέθηκε, στις 6 Απριλίου 1826, σε αδυναμία αποπληρωμής των δανείων και κήρυξε την πρώτη ελληνική πτώχευση, πριν καν επιτευχθεί η ανεξαρτησία της χώρας» (Ψαλιδόπουλος 2014: 76).

Πέρα όμως από την οικονομική διάσταση των δανείων, και ανεξάρτητα από τη συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα της χρήσης τους, σε διεθνοπολιτικό επίπεδο επρόκειτο για de facto αναγνώριση της ελληνικής Αρχής, ως κυβέρνησης ανεξάρτητου κράτους. Ο Γερμανός ιστορικός Georg Gottfried Gervinus (1805-1871) σημειώνει:

«Ήτο βεβαίως και η συνομολόγησις του δανείου τούτου και μεγάλης νίκης επί του πεδίου της μάχης μεγαλειτέρα επιτυχία. Γνωστόν ήτο εν Ελλάδι, ποσάκις συνεπεία τοιούτων χρηματικών συμβάσεων ήτο η προστασία της αγγλικής υπεροχής και της πολιτικής της αγγλικής κυβερνήσεως· και εν πολλοίς πολιτικοίς κύκλοις της Αγγλίας εθεωρείτο η οικονομική αύτη προσέγγισις ως πραγματική αναγνώρισις της Ελληνικής ανεξαρτησίας» (Γερβίνος 1865: 18).

Από την περίοδο αυτή, της σύναψης των εξωτερικών δανείων, και μετά, οι Μεγάλες Δυνάμεις προεξοφλούσαν επίσης, πέραν των χρηματαγορών, την τελική παγίωση κάποιας μορφής ελληνικής κρατικής οντότητας· οι παρεμβάσεις τους συνέβαλαν αποφασιστικά στην τελική διαμόρφωση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

3. Από το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826) στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827) και στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830)

Με τη στρατιωτική επέμβαση και την επικράτηση σε μεγάλο βαθμό του Ιμπραήμ πασά από το 1825, η τύχη του ελληνικού κράτους έμοιαζε πλέον να κρίνεται όχι από τη στρατιωτική του ισχύ (που αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την οθωμανική προέλαση), αλλά από την παρέμβαση των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν ταχθεί υπέρ μιας μορφής πολιτικής ύπαρξης της Ελλάδας.

Σε αυτή τη συγκυρία, η ρωσική πρόταση για διαμελισμό της ελληνικής επικράτειας σε τρεις φόρου υποτελείς Ηγεμονίες υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου δημιουργούσε μέγιστη ανησυχία στην ελληνική κυβέρνηση, όπως επίσης το γεγονός ότι η εκπαίδευση του στρατού του Ιμπραήμ πασά είχε ανατεθεί στον Γάλλο συνταγματάρχη Joseph Anthelme Sève (Clair 2008: 234). Στις 10/7/1825, το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό, σε κοινή συνεδρίασή τους, απηύθυναν αίτημα προστασίας προς τη βρετανική κυβέρνηση:

«Το Ελληνικόν Έθνος, δυνάμει της παρούσης πράξεως θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού Ελευθερίας, Εθνικής Ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας […] διότι βλέπομεν ότι κινδυνεύη και η ύπαρξις και η ελευθερία και η ανεξαρτησία της όχι μόνον από τον εχθρόν μας τον Τούρκον, όχι μόνον από τας εσωτερικάς φατρίας και διαιρέσεις, αλλά και από την φανεράν ή κρυφήν καταδρομήν πολλών άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων, αι οποίαι δεν θέλουν την ύπαρξίν μας» (παρατίθεται στο Hering 2004: 163-164).

Μετά την απόρριψη του ελληνικού αιτήματος εκ μέρους του Βρετανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνινγκ, με το επιχείρημα ότι η Βρετανία επιθυμεί να παραμείνει ουδέτερη, η ελληνική κυβέρνηση φάνηκε διατεθειμένη να συζητήσει τη λύση της ενιαίας φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο Ηγεμονίας.

Η κατάσταση είχε επιδεινωθεί ανεπανόρθωτα μετά την πτώση του Μεσολογγίου τον Απρίλιο 1826, και τη στροφή των οθωμανικών δυνάμεων προς τον νότο, την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Όταν η είδηση της πτώσης του Μεσολογγίου έφτασε στην Πιάδα της Επιδαύρου, όπου διεξαγόταν η Γ΄ Εθνοσυνέλευση (6-16/4/1826), το σώμα διέκοψε τις εργασίες του και ανέθεσε τη διακυβέρνηση σε μια ενδεκαμελή «Διοικητική Επιτροπή».

Όλες οι πολιτικές παρατάξεις του ελληνικού κράτους επιδίωκαν πλέον μια παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Η κατάσταση αυτή θα επηρεάσει σημαντικά τη στάση και τη στρατηγική των εσωτερικών αυτών πολιτικών δυνάμεων και συνακόλουθα τη διαμόρφωση της πολιτικής σκηνής. Παράλληλα, η στρατιωτική υποχώρηση της ένοπλης ισχύος της Επανάστασης σήμαινε επίσης ότι η εδαφική έκταση της επικράτειας και η πολιτειακή μορφή του ελληνικού κράτους εξαρτάτο καθοριστικά από τις συμφωνίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, κάτι που προφανώς συνεπαγόταν την περιστολή της εσωτερικής επαναστατικής δυναμικής και του χαρακτήρα του ελληνικού κράτους. Παράλληλα, βέβαια, η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε καταλύτης μετασχηματισμού των διεθνών συσχετισμών δύναμης και επηρέασε τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, καθώς η εξωτερική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής υποχρεώθηκε (μετά την αρχική επιτυχία της Επανάστασης) να πάρει θέση στο ελληνικό πρόβλημα.

Τον Απρίλιο 1826 Βρετανία και Ρωσία υπέγραψαν το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, σύμφωνα με το οποίο οι δύο δυνάμεις θα παρέμβαιναν στον ελληνοοθωμανικό πόλεμο, ακόμα και με χρήση στρατιωτικών μέσων, για να επιβάλουν στα εμπόλεμα μέρη διαπραγματεύσεις για την επίσημη ίδρυση μιας ελληνικής κρατικής οντότητας. Απηύθυναν κατόπιν πρόσκληση στις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας, Αυστρία, Πρωσία και Γαλλία, για τη σύγκληση μιας Διάσκεψης, στην οποία θα λαμβάνονταν οι τελικές αποφάσεις. Την πρόσκληση αυτή αποδέχθηκε μόνο η Γαλλία. Τον Φεβρουάριο 1827 συνήλθε στην Ερμιόνη εκ νέου η Γ΄ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων, η οποία συνεχίστηκε τον Μάρτιο 1827 στην Τροιζήνα, όπου και ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» και αποφάσισε νέα σύναψη δανείου από το εξωτερικό. Στις 17/2/1827 (Δ΄ Συνεδρίασις) η Εθνοσυνέλευση αποφάσισε «να γενή γράμμα προς τον Αγγλικόν Πρέσβεα Κάννινγκ εις Κωνσταντινούπολιν, διαβεβαιούν αυτόν περί της ευγνωμοσύνης του Ελληνικού Έθνους υπέρ της μεσολαβήσεως της μεγάλης Βρετανίας και των λοιπών μεγάλων Δυνάμεων» (παρατίθεται στο Μάμουκας 1839, τόμ. ΣΤ΄: 84). Ζητούσε, δηλαδή, και πάλι η ελληνική κυβέρνηση από τη Βρετανία να παρέμβει για να διασφαλίσει πλέον αυτή (σε συνεργασία με τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις) την ελληνική ανεξαρτησία. Η Βρετανία αποφάσισε να μεσολαβήσει ανάμεσα στους εμπολέμους με στόχο την ίδρυση μιας ενιαίας ημιαυτόνομης ελληνικής Ηγεμονίας υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, λύση που με τους στρατιωτικούς συσχετισμούς που διαμορφώθηκαν μετά την αιγυπτιακή εισβολή εκτιμούσε ότι θα αποδεχόταν και η ελληνική κυβέρνηση.

Στο πλαίσιο των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης ορκίστηκε αρχηγός του ελληνικού πολεμικού στόλου («στόλαρχος») ο Βρετανός ριζοσπάστης αξιωματικός Τόμας Κόχραν (Thomas Cochrane, 1775-1860), ο οποίος είχε διατελέσει στο πρόσφατο παρελθόν ναύαρχος διαδοχικά των πολεμικών στόλων της Χιλής και της Βραζιλίας, κατά τους αγώνες ανεξαρτησίας των χωρών αυτών. Ο Κόχραν, ο οποίος διατηρούσε προσωπική γνωριμία με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, είχε ασκήσει την επιρροή του, ως πρώην μέλος του Βρετανικού Κοινοβουλίου και Κόμης (Earl) του Dundonard της Σκωτίας, για τη σύναψη των δανείων ανάμεσα στο επαναστατικό ελληνικό κράτος και τις βρετανικές τράπεζες. Αρχηγός του ελληνικού στρατού ξηράς («αρχιστράτηγος») ορίστηκε ο Βρετανός ριζοσπάστης αξιωματικός Ρίτσαρντ Τζωρτς, ή Τζωρτζ, όπως έγινε γνωστός στην Ελλάδα (Sir Richard Church, 1784-1873), μετέπειτα Σύμβουλος Επικρατείας, πληρεξούσιος στην Α΄ Εθνοσυνέλευση των Αθηνών (1843) και Γερουσιαστής στο Βασίλειο της Ελλάδος.

Τον Μάιο 1827, μετά την πτώση και της Ακρόπολης, η κατάσταση της Ελληνικής Επανάστασης στο πεδίο των μαχών ήταν πλέον δραματική. Με βρετανική πρωτοβουλία υπογράφτηκε στις 6 Ιουλίου 1827 η Συνθήκη του Λονδίνου, ανάμεσα στις τρεις Δυνάμεις, Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, με βάση την οποία αυτές απαίτησαν άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών και την έναρξη διαπραγματεύσεων για το ελληνικό ζήτημα. «Μυστικό άρθρο» της Συνθήκης όριζε ότι οι Δυνάμεις διατηρούσαν το δικαίωμα χρήσης στρατιωτικής βίας για την επιβολή των όρων της Συνθήκης. Στις 4/8/1827 οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν επισήμως από την Υψηλή Πύλη, μέσω των πρεσβευτών τους στην Κωνσταντινούπολη, τον τερματισμό των εχθροπραξιών στην Πελοπόννησο, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε.

Τον επόμενο μήνα, στις 10/9/1827, κατέπλευσαν στην Πελοπόννησο οι στόλοι των Δυνάμεων Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας και απαίτησαν από τον Ιμπραήμ πασά να διακόψει τις εχθροπραξίες, συμμορφούμενος με τη Συνθήκη του Λονδίνου.

Ο Ιμπραήμ πασάς δεν αποδέχθηκε, όμως, τους όρους των τριών Δυνάμεων και στις 8/10/1827 έλαβε χώρα η ναυμαχία του Ναβαρίνου, κατά την οποία ο στόλος των τριών Δυνάμεων, υπό την ηγεσία του Άγγλου ναυάρχου Κόδριγκτον (Edward Codrington, 1770-1851), κατέστρεψε τον αιγυπτιακό στόλο. Οι απώλειες των Οθωμανών πλησίαζαν τους 6.000, δέκα φορές περισσότερες από εκείνες του συμμαχικού στόλου, γεγονός που οδήγησε τον Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ (De Rigny) να δηλώσει ότι «στην ιστορία δεν υπήρξε μεγαλύτερη καταστροφή στόλου».

Στις 8/12/1827 διακόπηκαν οι διπλωματικές σχέσεις των Δυνάμεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ στις 14/4/1828 ξέσπασε Ρωσοοθωμανικός πόλεμος. Στις 17/8/1828 αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο γαλλικά στρατεύματα, υπό τον στρατάρχη Μαιζών (Nicolas Joseph Maison, 1771-1840), για να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τα υπολείμματα του οθωμανικού και αιγυπτιακού στρατού. Στις 27/9/1828 αναχώρησε από την Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ πασάς, καθώς είχε ολοκληρωθεί η αποχώρηση των αιγυπτιακών στρατευμάτων.

Στις 14/9/1829 υπογράφτηκε μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Συνθήκη της Ανδριανούπολης με την οποία επικυρώθηκε η νίκη της Ρωσίας στον πόλεμο μεταξύ των δυο χωρών. Ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε με τη συνθήκη αυτή να αποδεχθεί τη λύση που θα διατύπωναν οι Μεγάλες Δυνάμεις για το ελληνικό πρόβλημα. Στις 3/2/1830 υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου ανάμεσα σε Αγγλία, Γαλλία και τη Ρωσία, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο βασίλειο και ορίστηκαν τα σύνορά της. Το 1832, με τη Συνθήκη του Λονδίνου οι τρεις Δυνάμεις όρισαν ως πρώτο βασιλέα της Ελλάδας τον δεκαεφτάχρονο πρίγκιπα Όθωνα της Βαυαρίας.

4. Συμπερασματικά

Από όσα προηγήθηκαν γίνεται προφανές ότι η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε στο εσωτερικό μιας ασταθούς και μεταβαλλόμενης διεθνούς συγκυρίας. Το ελληνικό κράτος που δημιούργησε η Επανάσταση κατάφερε να εκμεταλλευτεί αυτή την αστάθεια των διεθνών συσχετισμών δύναμης, καίτοι, υπό την πίεση των στρατιωτικών εξελίξεων, τελικά υπάχθηκε σε αυτές. Κάθε ερμηνεία της εξέλιξης της Επανάστασης, η οποία υποτιμά τη δυναμική της και προτάσσει το σχήμα της εξάρτησής της από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, δεν θα μπορούσε κατά κανένα τρόπο να συλλάβει την κύρια πλευρά των πραγμάτων: Την προκήρυξη της Επανάστασης ως αποτέλεσμα των μεταβαλλών στις κοινωνικές σχέσεις στη Νότια και Κεντρική Ελλάδα, τις νέες πολιτικές και κοινωνικές πραγματικότητες που αυτή εγκαθίδρυσε, επιπλέον, την αντιφατικότητα της εξωτερικής πολιτικής των Δυνάμεων στο ελληνικό ζήτημα και τα αντιτιθέμενα συμφέροντά τους στη νοτιοανατολική Ευρώπη.

Βιβλιογραφία

Ανδρεάδης, Ανδρέας Μ. (1904), Ιστορία των εθνικών δανείων, εν Αθήναις: Εστία.

Γερβίνος, Γεώργιος (1865), Ιστορία της Επαναστάσεως και αναγεννήσεως της Ελλάδος, τόμ. Β΄, Αθήνησι.

Clair, William St (2008), That Greece Might Still Be Free. The Philhellenes in the War of Independence, Καίμπριτζ: Open Book Publishers.

Δαφνής, Γρηγόριος (1961), Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα 1821-1961, Αθήνα: Γαλαξίας.

Hering, Gunnar (2004), Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος (1846), Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνησιν: Τύποις Χ.Ν. Φιλαδελφέως.

Κοφινάς, Γ.Ν. (1934), «Ιστορία των δημοσίων οικονομικών Α΄. Από της επαναστάσεως του 1821 μέχρι της αφίξεως του κυβερνήτου Καποδίστρια», στο Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Ι΄ (Ελλάς), Αθήνα: Πυρσός, 351-354.

Μάμουκας, Ανδρέας Ζ. (1839), Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος. Ήτοι συλλογή των κατά την αναγεννωμένην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων, από του 1821 μέχρι τέλους του 1832, εν Πειραιεί: εκ της του Ηλία Χριστοφίδου Τυπογραφίας, τ. ΣΤ΄.

«Philhellenism in England (1821-1827)», The Slavonic and East European Review, τόμ. 14, αρ. 41 (Ιανουάριος 1936): 363-371.

Rubin, Alfred P. (1988), The Law of Piracy, Newport, Rhode Island: Naval War College Press. «Συνέδριο της Βερόνας», https://el.wikipedia.org/wiki/Συνέδριο_της_Βερόνας

Ψαλιδόπουλος, Μιχάλης (2014), Ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος, 1936-2008, Αθήνα: Τράπεζα της Ελλάδος.