Μαγκιές, Σφαγές και Ζωντανή Σήψη

Το πρόσωπο ενός δολοφόνου διαθέτει μια μυστικιστική ιδιορρυθμία. Το αιματοβαμένο βλέμμα και οι τσαλακωμένοι, από την αγριότητα μιας πράξης που έχει προηγηθεί, μύες καθιστούν το πρόσωπο ενός δολοφόνου σχεδόν το ίδιο κάθε φορά, όσο κι αν πρόκειται για διαφορετικούς τύπους και ανόμοιες φυσιογνωμίες.

Αυτό εξηγείται εν μέρει από την πράξη, η οποία αυθωρεί ταυτίζεται με το υποκείμενο και με μιας τον κυριεύει ολοκληρωτικά δημιουργώντας την μία και αυτή εικόνα που δείχνει έναν άνθρωπο – πράξη, ένα απομονωμένο ον του οποίου όλη η ζωή συμπυκνώνεται με τρόπο μεστό στη μονάδα του χρόνου όπου τέλει κάτι το απονενοημένο. Με άλλα λόγια, τις περισσότερες φορές βλέπουμε το πρόσωπο ενός δολοφόνου με μια ανεξήγητη ετοιμότητα να παραδεχτούμε ότι πράγματι “αυτός έχει μούτρα δολοφόνου”, αναπτύσσοντας συνάμα την αίσθηση πως η πράξη του αυτή ήταν οριακά προκαθορισμένη από τις λαδιές της Μοίρας.

Τι γίνεται, όμως, όταν το πρόσωπο αυτό είναι το πρόσωπο ενός εξαγριωμένου νέου (20χρονου μάλιστα!) που μέσα στην όλη επιπλοκή του χαλασμένου του μυαλού ένιωσε την ανάγκη να ξεπλύνει μια δήθεν ντροπή σκοτώνοντας έναν συνομήλικο του; Άραγε σε ποιο στάδιο αποσύνθεσης έχει φτάσει σύσσωμη η κοινωνία του θεάματος και της εύκολης απόσυρσης από τα ιδανικά που τη συγκροτούν;

Αυτό είναι το σκάνδαλο για το οποίο ο πολιτισμός δεν μπορεί να κάνει καμία σωτήρια σκέψη, έλεγε ο Παπαγιώργης. Και όντως είναι σκάνδαλο. Η πολύκροτη κατάρρευση της ίδιας της λογικής εμφανίστηκε ως το αθόρυβο φυσικό ξεπέρασμα της και η είσοδος σε μια νέα φάση αλληλοεξουδετέρωσης – κυρίως πνευματικής και αισθητικής – δεν έκανε άλλο από το επιβεβαιώσει την λόξα ορισμένων γραφιάδων. Και το ερώτημα που ακόμα δεν έχει ορίσει τους επίγειους απολογητές του είναι το εξής: Η οπλοφορούσα σήψη της κοινωνίας προκύπτει εξ’ αυτής – και άρα αποτελεί υστερόχρονο υποκείμενο – ή εν τέλει στεγάζεται μέσα σ’ αυτή και αποτελεί συστατικό της; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η αυτή η ψυχική διαταραχή της κοινωνίας εισπράττει υψηλό νοίκι από την αξία της ανθρώπινης ζωής. Είτε αυτή είναι ακόμα ζεστή Και διάγεται, είτε βρίσκεται στο Μνήμα ως το οριστικό απόσπασμα μιας παρελθούσας ιστορίας.

Όταν ένας 20χρονος σηκώνει το προσωπικό του νομοθέτη – ήτοι το όπλο – για να εκδικηθεί, να τιμωρήσει ή ακόμα ακόμα να επιβληθεί σε έναν συνομήλικο λόγω “αισθηματικής πλάνης” ή σύγχυσης, ο μακρινός θεατής δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει ανοιχτώ τω στόμα την αποκαθήλωση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτός ο ψυχικός αναβατισμός δεν είναι άλλο από μια ψυχική ασθένεια, από εκείνες που δεν νοσταλγούν ή δεν γνωρίζουν την υγεία (Παπαγιώργης). Όπως ο κουφός δεν μπορεί να ακούσει την καμπάνα, όπως ένας σημερινός άνθρωπος δεν μπορεί να δει ζωντανά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, έτσι και ένα παιδί με αυτό το σκάρτο εμπόρευμα στο κεφάλι του δεν μπορεί να αναγνωρίσει την αλήθεια της σκέψης του, της ζωής του, του εαυτού του εν όλω. Δεν μπορεί καν να τα νιώσει, αφού η ενσυναίσθηση φέρει βαρέως το γεγονός ότι απουσιάζει εξ ολοκλήρου από την πλοκή της προσωπικότητας του. Έτσι μαθαίνουν να μεγαλώνουν, έτσι πλάθουν την κλινική εγωπάθεια τους.

Η δολοφονία, υπό την σύγχρονη έννοιας της, έχει ένα σώμα αλλά δύο κεφάλια. Συνήθως έναν εκτελεστή αλλά πολλούς συνεργούς. Δεν ξεχνάμε – και πως να ξεχάσουμε – πόσοι και πόσοι έχοντας απολέσει το βάρος κάθε ηθικής αυτό-εξάρτησης χαρίζουν απλόχερα, προς επίδειξη, υλικό σε συνομηλίκους και συνωμότες με νέα κορίτσια στο φυσικό τους σεξουαλικό ρόλο. Πέρα από το προφανές, ότι δηλαδή η γυναίκα υποβιβάζεται αίφνης σε αντικείμενο αποκτώντας βίαια την υπόσταση μιας ψηφιακής ιερόδουλης χωρίς ένσημα, υπάρχει και κάτι ακόμα μυωπικό και απροσπέλαστα σάπιο. Το σεξ μεταρσιώνεται σε κοινωνική πράξη, διεκπεραιωτικό γεγονός, ίσα ίσα για να φτάσουμε στα επινίκια. Άλλωστε για τους σταυροφόρους της ηδονής, απόλαυση είναι να διατυμπανίσεις ότι κάνεις σεξ, όχι απλά να κάνεις. Αφ’ εαυτής η απόλαυση παραγκωνίζεται, ο λυρισμός της ενταφιάζεται, και η βία που ασκείται στο παλιμψηστο αποκτά τη μορφή ολομέτωπης επίθεσης στις βαθιές ανθρώπινες αισθήσεις που ακόμα δεν φαγώθηκαν από το σαράκι του ψεύτικου. Η άλλη δολοφονία είναι σαν αυτή που διαβάσαμε πρόσφατα στις Σέρρες.

Κι εδώ επιστρέφουμε πάλι στο Χέγκελ. Οι άνθρωποι πλέον, πέρα από κάθε υπέρτερη ανάλυση, έχουν χάσει κάθε επαφή με την ίδια τη Λογική. Δεν κατανοούν τι είναι καλό και τι κακό, τι σημαντικό και τι επουσιώδες, τι όμορφο και τι άσχημο, τι λογικό και τι παράλογο. Ολόκληρη η συμπαγής επικράτηση του παραλογισμού φιλοξενείται πλουσιοπάροχα στο κόσμο της κυρίαρχης πραγματικότητας, η οποία δεν παύει ποτέ να είναι μια ψεύτικη πραγματικότητα.

Για να προλάβουμε τις αλλήθωρες κατηγορίες των ανήσυχων πρέπει να διευκρινίσουμε ότι όλες αυτές οι παραδοχές δεν λειτουργούν ως ηθικά διεπιστευτήρια και ηθικολογία αρχάριου, αλλά πρώτα πρώτα ως γράμμα αποχαιρετισμού στην χαμένη Ατλαντίδα της Λογικής.

Όσον αφορά την ανεπαίσθητη σημειολογία της γλώσσας, η οποία πέφτει συχνά θύμα των μεταφορών και άλλοτε μεταποιείται σε ισχυρό θύτη της κυριολεξίας δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι, για παράδειγμα, τα τραγούδια που μιλάνε για την ερωτική κλινοπάλη, την απογοήτευση και εμπεριέχουν το στοιχείο του σκοτωμού (κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς) δεν κάνουν άλλο από το να μεταφέρουν με υπερβολικό τόνο την πίκρα αυτή, εκτοξεύοντας βέλη προς τον ίδιο τους τον εαυτό, με μοναδικό σκοπό να πληγώνουν τον ίδιο τους τον πόνο. Η μεταφορά παίρνει απόσταση από την πράξη, αφού την μεταβάλει σε ένα άυλο, ανύπαρκτο, λεκτικό φόνο. Είναι, δηλαδή, ο λόγος απόλυτα ταιριαστός με τον Ομηρικό ήρωα. Μπορεί να παίζει με την φωτιά – άφοβα όμως (Παπαγιώργης).

Η “μαγκιά” , λοιπόν, του ξεφτιλίζειν και του φονεύειν δεν κρύβει κανέναν ανδρισμό, καμία εξιλέωση, καμία απάντηση στα σκιρτήματα της πληγωμένης αξιοπρέπειας. Ο Όμηρος, άλλωστε, έχει θέσει άψογα το αισθητικό αλλά και ηθικό πλαίσιο των αποκτηνωμένων αυτού του κόσμου. Οι Μνηστήρες που μέθυσαν από ταπεινά, τιποτένια αισθήματα, από αχαλίνωτη και ακόρεστη εμπάθεια βρέθηκαν τραγικά απροστάτευτοι μπροστά στον Οδυσσέα. Ο Αντίνοος πήγε να τραβήξει ανυποψίαστος μια κούπα γεμάτη κρασί την ώρα που ο Οδυσσέας τον τοξοβόλησε. Για τον Όμηρο ο θάνατος αυτός είναι άξιος χλευασμού. Άνθρωποι νικημένοι από την αφροσύνη δεν μπορούν να μετέχουν ή να προστατευθούν από καμιά ανώτερη μοίρα.

Η μεταφορική σύνδεση εδώ είναι προφανής: Οι σύγχρονοι μνηστήρες της πρωτοκαθεδρίας του κοινωνικού τους περίγυρου δεν “μεθάνε” από ζωή, από ακίνδυνα πνευματικά μονοπάτια, άγνωστα και ατίθασα, αλλά από μια ευτελή, τιποτένια, ξεφτιλισμένη παραζάλη που διαρκεί όσο και η ζωή τους. Ο θάνατος αυτών των ανθρώπων (των φονιάδων μιας γυναίκας ή ενός αντίζηλου) , ηθικός πρωτίστως, δεν έχει καμία απήχηση στον κόσμο των τίμιων ανθρώπων, γιατί όπως ακριβώς και οι μνηστήρες, δεν αξίζει να προστατευθεί από καμιά ανώτερη μοίρα, ούτε καν από την μεταφυσική που για την θρησκεία συνεπάγεται άτυπη ή πρώιμη συγχώρεση. Εν ολίγοις, ο θύτης μπορεί να είναι και θύμα, αλλά ποτέ όταν εκούσια έχει διαλέξει μια απεχθή αδυναμία – από αλλού ή από τον ίδιο εκπορευόμενη – νομίζοντας πεπλανημένα πως θα καταταγεί στους κολασμένους αυτού του κόσμου.

Κανένας οικειοθελώς παραστρατημένος από τα γεύματα της Λογικής δεν έχει μερτικό από την γήινη συγχώρεση.

πηγή: parallaximag.gr

Print Friendly, PDF & Email