Η κουλτούρα της βίας… Γιατί σκοτώνεις;
γράφει στο peripteron.eu ο Βαγγέλης Πάλλας, Δημοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ / SPJ
«Πρώτα τους καις με τη φλόγα υγραερίου και μετά ρίχνεις αλάτι και ξίδι στις πληγές, κυρίως στα μάτια και στα γεννητικά όργανα. Μετά τους συνδέεις με συνεχές ρεύμα – δεν σκοτώνει, αλλά είναι κάπως «ενοχλητικό». Ρωτάς «από πού είναι» κι όταν σου αναφέρουν το όνομα κάποιου χωριού ή πόλης το επαναλαμβάνεις στα φωναχτά, ενώ παράλληλα αυξάνεις την ένταση του ρεύματος. Αν θες, επίσης, μπορείς να βάλεις το καλώδιο στον πισινό τους και να τους αφήσεις έτσι για ώρες, ώστε να μην μπορούν να καθίσουν. Η πιο αποτελεσματική όμως μέθοδος είναι να χώσεις καρφιά κάτω από τα νύχια των χεριών τους. Όταν συνδέεις τα καρφιά με τριφασικό ρεύμα, δεν μένει τίποτα. Στάχτες! Ομαδικές εκτελέσεις δεν γίνονται. Σκοτώνεις τους ανθρώπους πρώτα και μετά βάζεις φωτιά στα σπίτια τους. Έτσι δεν υπάρχουν πτώματα».
Λεπτομέρειες από το σενάριο της καινούργιας ταινίας δράσης του Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ; Όχι, τα λόγια αυτά είναι ένα απόσπασμα από την εκτενή γραπτή μαρτυρία του Miro Bajraniovic, πολεμιστή και υποδιοικητή της μονάδας «Mercep» των Ειδικών Δυνάμεων του υπουργείου Εσωτερικών της Κροατίας.
Η δράση της ομάδας του κατά των Σέρβων είναι αποτροπιαστική και ο ίδιος αποκαλύπτει ότι έχει σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια 86 ανθρακωρύχους, από τους οποίους 9 ήταν γυναίκες. «Μ’ αυτή τη σκέψη πάω στο κρεβάτι και μ’ αυτή τη σκέψη σηκώνομαι», λέει ο άνεργος μηχανικός από τη Zenica της Βοσνίας, πατέρας τεσσάρων παιδιών.
Τι είναι εκείνο που μας ωθεί να σκοτώσουμε ή να κάνουμε βασανιστήρια;
Πώς από απλοί και ειρηνόφιλοι πολίτες, εν καιρώ πολέμου μετά τρεπόμαστε σε πολεμοχαρή όντα ικανά για κάθε είδους ωμότητα και κτηνωδία; Υπάρχουν λαοί πιο αιμοχαρείς από άλλους; Σε τέτοια κι άλλα πολλά καίρια ερωτήματα προσπάθησαν να απαντήσουν οι εισηγητές που είχαν προσκληθεί να μιλήσουν στο συνέδριο που έγινε στο Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου τον περασμένο μήνα με τίτλο Cultures of Killing». Γιατί «Cultures of Killing»; ρώτησα έναν από τους οργανωτές του συνεδρίου, την καθηγήτρια Joanna Bourke, που διδάσκει Ιστορία στο Birkbeck College. «Ο φόνος έχει διαφορετική έννοια σε διάφορα έθνη. Όταν οι στρατιώτες περιγράφουν τον θάνατο ο τρόπος έκφρασής τους ποικίλλει. Για παράδειγμα, ο Αμερικανός φαντάρος θα χρησιμοποιήσει όρους ψυχανάλυσης ενώ ο Βρετανός τη γλώσσα της εξελικτικής θεωρίας που βασίζεται στην αρχή «ο θάνατός σου η ζωή μου».
Στην Αγγλία η υποχρεωτική στρατολογία έχει καταργηθεί από καιρό και οι αρχές στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν νέους στον Στρατό μηχανεύονται χίλια δυο τεχνάσματα. Ένα απ’ αυτά είναι και οι διαφημίσεις στην τηλεόραση με κύριους πρωταγωνιστές τα τζιπάκια, εκείνα με την κίνηση και στους τέσσερις τροχούς. Νέοι με σφριγηλά σώματα κι ένα αίσθημα αυτονομίας και περιπέτειας οδηγούν σκονισμένα τζιπάκια μέσα από κακοτράχαλους δρόμους γεμάτους από λακκούβες με νερό. Δεν υπάρχουν λόγια, μόνο εικόνες. Η νεκρική σιγή όμως προσδίδει το αποσιωπημένο μήνυμα: ο Στρατός εμπλέκεται σε πολέμους και οι στρατιώτες, όταν χρειαστεί, αφαιρούν ανθρώπινη ζωή.
Τι είναι, λοιπόν, εκείνο που κάνει τον στρατιώτη να σκοτώνει; «Η εκδίκηση και το ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών», λέει ο καθηγητής Mark Mazower, καθηγητής Ιστορίας στο Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ο οποίος άρχισε την ομιλία του περιγράφοντας μια παλιά καρτ ποστάλ, που στην πίσω όψη της είχε κάτι γραμμένο στα γερμανικά. Έδειχνε στρατιώτες να ποζάρουν με υπερηφάνεια δίπλα σε απαγχονισμένα κορμιά Σέρβων. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στις θηριωδίες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ίσως στο μακελειό του Kragujevac, στην πόλη αυτή νότια του Βελιγραδίου, όπου οι Γερμανοί, επειδή δεν εύρισκαν άλλους να σκοτώσουν, μάζεψαν τα παιδιά του σχολείου και τα εκτέλεσαν επιτόπου.
«Κι όμως, λέει ο Mazower, «αυτή η σκηνή στην κάρτα είναι από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί είχαν ιη φαεινή ιδέα να στείλουν επίτηδες στη Γιουγκοσλαβία αξιωματικούς που είχαν πολεμήσει για τον αυστροουγγρικού στρατό κατά των Σέρβων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήδη έτρεφαν άσβεστα αισθήματα απέχθειας για τους Σέρβους. Έτσι «χρησιμοποιώντας» το μίσος, που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί, μπόρεσαν να τροφοδοτήσουν τη φρικαλεότητα του Β’. Και κάτι παρόμοιο μπορούμε να πούμε ότι συνέβη και στους πρόσφατους γιουγκοσλαβικούς πολέμους. Μίσος και φόβο αισθάνθηκαν και οι Σέρβοι όταν αποφάσισαν να πάρουν εκδίκηση για us βαρβαρότητες που είχαν διαπράξει οι θυσίασα, Κροάτες φασίστες, εναντίον τους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά το ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών, σίγουρα, δεν είναι ο μόνος λύγος που κάνει έναν στρατιώτη να σκοτώνει. Και σ’ αυτό συμφωνεί ο Δημήτρης Λυβάνιος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που διδάσκει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ο οποίος μας λέει ότι ο Βαλκάνιος σκοτώνει για λόγους τιμής.
«Στα Βαλκάνια κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η ένοπλη βία έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των βαλκανικών εθνών», τονίζει ο Λυβάνιος, «για τους άτακτους ένοπλους Βαλκάνιους – τους Κλέφτες, Χαϊντούκους Κιρτζαλί – το ζήτημα του θανάτου ρυθμιζόταν από άγραφους αλλά γενικά δεσμευτικούς κώδικες, που βασίζονταν κυρίως στην έννοια της τιμής. Γι’ αυτούς η ανθρώπινη ζωή καθαυτή δεν είχε μεγάλη σημασία, αλλά αποκτούσε νόημα μόνο υπό το πρίσμα της διατήρησης της τιμής του συγκεκριμένου καπετάνιου και της ευρύτερης οικογένειας ή φυλής του».
Κι αυτή η παράδοση άτακτου ανταρτοπόλεμου συνεχίστηκε και οίον 20ό αιώνα. Είναι νωπή στη μνήμη μας η αποτροπιαστική φωτογραφία που δείχνει έναν πολεμιστή του Εμφυλίου να κρατάει θριαμβευτικά το κομμένο κεφάλι του Άρη Βελουχιώτη. «Το κόψιμο του κεφαλιού του αντιπάλου», επισημαίνει ο Λυβάνιος, «και η παραμόρφωση του προσώπου του με το κόψιμο της μύτης ή των αυτιών ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της βαλκανικής στρατιωτικής παράδοσης. Ο Βαλκάνιος έπαιρνε κεφάλια για να αποδείξει το μέγεθος της τιμής του και για να εξευτελίσει τον αντίπαλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Μαυροβούνιοι που πολεμούσαν βαρυφορτωμένοι με τα κομμένα κεφάλια των εχθρών τους». Με την ιδέα πολεμιστών να γέρνουν κάτω από το βάρος ενός «κολιέ» από κομμένα ανθρώπινα κεφάλια σαν αιμόφυρτα σφαχτάρια κρεμάμενα από το τσιγκέλι, ανατριχιάζω και το μυαλό μου πάει στον αγαπημένο μου ανιψιό που παρουσιάστηκε φαντάρος στο Χαϊδάρι πριν από λίγο καιρό. «Το καημένο το παιδί με τις αρβύλες μεσ’ αυτή την ανυπόφορη ζέστη», έλεγε η μητέρα του, «Έτσι θα γίνει άντρας», έλεγαν οι άντρες της παρέας. Ας έρθει κάποιος να μου εξηγήσει την έννοια της «άνδρωσης» στον Στρατό. Αν μιλάμε μόνο από άποψη μυϊκής δύναμης και σφρίγους, τότε το γυμναστήριο της γειτονιάς προσφέρει τη λύση. Αν μιλάμε από τη σκοπιά ψυχικής ταλαιπωρίας και αντοχής, η ζωή είναι γεμάτη κακουχίες. Ή μήπως η λέξη «άνδρωση υπονοεί την ικανότητα του στρατιώτη να σκοτώνει;
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ian Palmer, στρατιωτικό-ψυχίατρο, που μίλησε για το «σύνδρομο πολέμου», ο προσωπικός χαρακτήρας του νέου που υπηρετεί στον Στρατό έχει ήδη διαμορφωθεί. Η οικογενειακή ανατροφή, καθώς και τα πολιτιστικά δεδομένα της κοινωνίας που μεγαλώνει ο νέος που πάει στον Στρατό επιδρούν στην ολική του συμπεριφορά. Γι’ αυτό και σε εμπόλεμες καταστάσεις οι στρατιώτες που παθαίνουν νευρικό κλονισμό είναι συνήθως εκείνοι που ήδη έχουν κάποια ανεπάρκεια και έλλειψη σταθερότητας στο προσωπικό τους περιβάλλον. Η αδυναμία αυτή επηρεάζει την ανάδραση τους στις εκάστοτε πολεμικές καταστάσεις».
Ο Palmer πιστεύει ότι για να σκοτώσουν πολλοί στρατιώτες δημιουργούν έναν πλαστό κόσμο γύρω τους, που τους επιτρέπει να σκοτώσουν. Η πρόσβαση όμως σ’ αυτό το φανταστικό περιβάλλον είναι δύσκολη μετά το τέλος του πολέμου. Πολλοί ξοδεύουν μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι έχουν αφαιρέσει ζωές ανθρώπων. «Μπορείς να έχεις το ιστορικό κάποιου που πάσχει από μεταπολεμικές τραυματικές εμπειρίες», συνεχίζει ο Palmer, «αλλά ο ίδιος έχει τη δική του πλασματική εκδοχή της ζωής του. Όταν πολεμάς ο χρόνος σταματάει και αυτό που συμβαίνει γύρω σου είναι μη-πραγματικό και αδιανόητο. Απ’ τη στιγμή που γίνεσαι ξανά πολίτης αρχίζεις να «κατασκευάζεις» τη δική σου πραγματικότητα για το τι συνέβη στο πεδίο της μάχης. Το άτομο το ίδιο δεν έχει καθαρή αντίληψη για την ίδια του τη ζωή».
Το ίδιο διαστρεβλωμένη και αποπροσανατολιστική είναι και η αντίληψη που έχουν οι σημερινοί νέοι για τον πόλεμο. Μέσα από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια του Nintendo και τα σαγηνευτικά «μάπα» της Λάρα Κροφτ η βία γίνεται παιχνίδι, όπου «οι κακοί» πολεμάνε τους «καλούς» και «οι καλοί» στο τέλος υπερισχύουν – συνήθως με τρομερά μηδαμινές απώλειες! Όμως το πρόβλημα είναι ότι αυτή η αίσθηση εικονικής πραγματικότητας έχει αρχίσει να γίνεται «πραγματική πραγματικότητα».
Το είδαμε στους εναέριους βομβαρδισμούς των Ιρακινών που γύριζαν στο Κουβέιτ στον πόλεμο του Περσικού Κόλπου, καθώς και στην καταστροφή του τηλεοπτικού σταθμού στο Βελιγράδι από αμερικανικές βόμβες που έπεφταν απ’ τον αέρα, Μπορεί αυτές οι σκηνές να έμοιαζαν με σκηνές από ηλεκτρονικό παιχνίδι, αλλά δεν ήταν. Ήταν πραγματικές σκηνές πολέμου και αστυνόμευσης των ουρανών από κείνους που ήταν αποφασισμένοι να σκοτώσουν, αλλά όχι και να σκοτωθούν.
Μ’ αυτό τον τρόπο και λόγω της απόστασής τους από τα θύματά τους οι στρατιώτες με το κοντρόλ στο χέρι, που ρυθμίζει την εκτόξευση βομβών από αεροπλάνο, μπορούν με μεγαλύτερη ευκολία να σκοτώσουν χωρίς να έχουν τους ίδιους ενδοιασμούς (ή και ίδιες ενοχές μετά) μ’ εκείνους που θα πολεμούσαν τον εχθρό σώμα με σώμα. Ο πόλεμος φαίνεται να έχει γίνει πια «ασφαλής», και οι νέοι πηγαίνουν στον Στρατό για να οδηγούν τζιπάκια σε σκονισμένους δρόμους. Όμως ακόμα και οι «εξυγιασμένοι» πόλεμοι έχουν θύματα και ο στρατευμένος νέος, αν χρειαστεί, θα αναγκαστεί να σκοτώσει αναλογιζόμενος τη συνέπεια των πράξεων του.
Τις προάλλες μιλούσα με έναν πολύ καλό φίλο, μαχητή του Εμφύλιου. Παρ’ όλα τα εβδομήντα πέντε του χρόνια ο φίλος μου έχει την ενάργεια και την αντοχή να μιλάει για ώρες για τις καταστάσεις και τα γεγονότα της εποχής αυτής. Όμως κάθε φορά που τον ρωτάω για σκοτωμούς και εκτελέσεις κοκκινίζει, ανάβει και μου υπενθυμίζει το πρόβλημα καρδιάς που έχει. «Ας μην ξύνουμε άλλο τις πληγές», μου λέει. Και πραγματικά είναι δύσκολο για τους στρατιώτες που έχουν σκοτώσει εν πολέμω να εξηγήσουν τις πράξεις τους σε άλλους – πόσο μάλλον στον εαυτό τους.
Λίγοι έχουν τη δύναμη του Bajramovic να παραδεχτούν τη βία και τη ματαιότητα των πράξεών τους. Οι περισσότεροι ακολουθούν το παράδειγμα του Craig Weeden, Αμερικανού βετεράνου που συμμετείχε στο μακελειό του My Lai στο Βιετνάμ, ο οποίος εξηγώντας τον φόνο μιας κοπέλας έγραψε «εκτελούσα διαταγές. Εξαιρέσεις δεν γίνονταν ούτε για πλάσματα όμορφα, πραγματικά. Γι’ αυτό, πριν απομακρυνθεί και την χάσω έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω».
«ΣΚΟΤΩΝΩ ΓΙΑΤΙ «ΤΗ ΒΡΙΣΚΩ»
Μόλις την πρωτοσυναντάς αναρωτιέσαι πως είλκυσε αυτήν τη νέα γυναίκα, με το γλυκύτατο χαμόγελο, να ασχοληθεί με κι αιματοκυλίσματα των δυο παγκόσμιων πολέμων, καθώς και του πολέμου του Βιετνάμ. Η Professor Joanna Bourke, καθηγήτρια Ιστορίας στο Birkbeek College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και συγγραφέας του πολυσυζητημένου βιβλίου με τον τίτλο «An Intimate History of Killing», μας λέει ότι στρατιώτες που συμμετείχαν σ’ αυτούς τους πολέμους εξέφρασαν την ευχαρίστηση και την απόλαυση που ένιωσαν όταν σκότωναν και αφαιρούσαν τη ζωή των αντιπάλων τους. Με άλλα λόγια, σκότωναν και «την έβρισκαν».
Η θεωρία αυτή της Bourke, που είναι απόρροια μιας εξονυχιστικής έρευνας της αλληλογραφίας, των ημερολογίων και των απομνημονευμάτων αγγλόφωνων φαντάρων, καθώς και άλλων επίσημων αρχείων που περιγράφουν αυτούς τους πολέμους, είναι, αν μη τι άλλο, σκανδαλιστική και έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις όχι μόνον ιστορικών, αλλά και βετεράνων που συμμετείχαν σ’ αυτούς τους πολέμους. Κι έτσι, διστακτική, πήγα κι εγώ να την συναντήσω, αποφασισμένη να ξεκαθαρίσω την έννοια της φράσης που αναφέρει στο βιβλίο της «το να σκοτώνεις είναι καλύτερο και από το να κάνεις έρωτα». Τέτοιες εκφράσεις, που είναι παρμένες από τα γραφόμενα των φαντάρων, καθώς και άλλες του τύπου «η σφαγή είναι μια κατάσταση προκλητικής ομορφιάς. Τη στιγμή που σκοτώνεις έχεις μια βαθιά αίσθηση, κάτι σαν την αίσθηση του οργασμού», μ’ έβαλαν σε σκέψη. Μήπως μιλάει για ψυχοπαθείς τύπου Γούντ Χάρελσον στο «Γεννημένοι Δολοφόνοι» κι όχι για τον απλό στρατιώτη;
«Κάτω από ορισμένες συνθήκες υπάρχουν άνθρωποι (στρατιώτες)», λέει η Bourke, «που την βρίσκουν όταν σκοτώνουν και μερικοί εκφράζουν την ευχαρίστησή τους χρησιμοποιώντας την ορολογία του σεξ. Από τα ημερολόγια και τα γράμματα που έχω διαβάσει, οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν κληρωτοί που ήθελαν να αποφύγουν τον πόλεμο. Αλλά, εν πολέμω, όταν πια δεν έχουν δυνατότητα επιλογής, ή θα «μπουν στον χορό» και θα επιβιώσουν δημιουργώντας στο μυαλό τους φανταστικούς κόσμους, ευχάριστους, ή θα καταλήξουν παράφρονες με ψυχολογικά τραύματα. Εκείνο που θέλω, δηλαδή να τονίσω, είναι η ανθεκτικότητα της ανθρώπινης φύσης, η οποία ακόμα και κάτω από τις πιο τρομακτικές συνθήκες βρίσκει μηχανισμούς σαν την «απόλαυση» για να επιβιώσει».
Το να νομίζει κάποιος ότι είναι ο Τζων Γουέιν ή ο Σούπερμαν όταν πολεμάει είναι κάπως πιο κατανοητό, από το να περιγράφει ότι «ο πόλεμος για τον άντρα είναι ότι είναι η γέννα για τη γυναίκα». Η Bourke πιστεύει ότι μια μειονότητα ατόμων στη μάχη συνεπαίρνονται από ένα ρίγος, ένα ξέσπασμα έντασης, που βιολογικά έχει την ίδια ένταση με οργασμό. Είναι σαν να λένε σε μια στιγμή ευφορίας: «είμαι ζωντανός». «Επίσης», συμπληρώνει, «πώς μπορείς να εξηγήσεις στους δικούς σου αυτήν τη συγκινησιακή και παράλληλα αποπροσανατολιστική εμπειρία του φόνου; Καταλήγουν στη γλώσσα του σεξ για να εξηγήσουν το ανεξήγητο – ένα 90% απ’ αυτούς τους στρατιώτες γράφουν γράμμα για πρώτη φορά στη ζωή τους. Είναι σαν να λένε «ανδρώθηκα. Σκότωσα άνθρωπο, είμαι άντρας».
Παρ’ όλο που η θεωρία και η ανάλυση της Bourke έχουν πολύ ενδιαφέρον, κάπου αισθάνομαι ότι έχει πάψει να μιλάει ως ιστορικός, αλλά ως ψυχαναλυτής. Και ψυχαναλυτής να ήταν, όμως, θα χρειαζόταν περισσότερο υλικό από το γράμμα ενός στρατιώτη για να σχηματίσει μια γενικότερη εικόνα. Η άποψή της ότι οι άνθρωποι αυτοί έλεγαν την αλήθεια γιατί έγραφαν στους δικούς τους κι όχι για τις μετέπειτα γενιές, είναι κάπως περιοριστική. Γιατί όχι μόνο λέμε ψέματα στους γονείς μας και δραματοποιούμε γεγονότα για να εντυπωσιάσουμε φιλενάδες ή συζύγους, αλλά επίσης ποιο γράμμα που θα ανέφερε «Μαμά, ο θάνατος μας παραμονεύει, ανά πάσα στιγμή θα πεθάνω κι εγώ. Δεν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε τον πόλεμο. Το αίμα μάς έχει πνίξει» θα περνούσε απαρατήρητο και χωρίς λογοκρισία; Επίσης, το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιεί προφορικές μαρτυρίες από τους επιζώντες των πολέμων αυτών «γιατί θα προκαλέσει ανεπιθύμητες συγκινησιακές καταστάσεις» είναι κι αυτό μειονέκτημα. Από τη φύση του το υλικό που χρησιμοποιούν οι ιστορικοί ιστορίας πολέμου είναι προβληματικό. Η ευρύτητα του υλικού, κι όχι τόσο το βάθος των πηγών, μπορεί να προσφέρει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα κοντύτερα στην αλήθεια.
Επίσημα έγγραφα και απομνημονεύματα είναι εξίσου χρήσιμα όσο ημερολόγια και προφορικές συνεντεύξεις. Αλλά, μπορεί ο ιστορικός που ασχολείται με αρχεία να «δει» με τα μάτια του στρατιώτη; Ο Τολστόι είχε πει να αφήσουμε το γράψιμο της ιστορίας πολέμου στους λογοτέχνες, γιατί είναι μυθοπλασία. Αλλά κι αυτή δεν είναι λύση, αν κρίνουμε απ’ αυτό που συνέβη στον Louis de Bemieres και «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι».
Το βιβλίο της Bourke, που έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και πρόκειται να βγει και στα Τουρκικά, αλλά όχι ακόμα στα Ελληνικά, μας προβάλλει μια συγκεχυμένη εικόνα, που στην ολότητα της προτείνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό ανδρών (και γυναικών) αισθάνεται ικανοποίηση όταν σκοτώνει σε εμπόλεμη κατάσταση.
Η ίδια η συγγραφέας όμως δηλώνει ότι αναφέρεται σ’ έναν μικρό – «ανεπαίσθητο αριθμό ατόμων. Όποιο και να είναι το ποσοστό, η αλήθεια είναι ότι είναι αδύνατο να ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει στο πεδίο μάχης και τι αισθήματα κυριεύουν τους πολεμιστές όταν σκοτώνουν. Ακόμα και οι κινηματογραφικές ταινίες όπως το «Platoon» του Oliver Stone, που συμμετείχε στον πόλεμο του Βιετνάμ, είναι δημιουργήματα τα οποία σκοπεύουν να δείξουν μια πραγματικότητα. Ακόμα κι αν υπήρξαν μερικοί που «το διασκέδασαν.., με το πέρας του πολέμου είναι πιο εύκολο να μιλάς για την τραγωδία του πολέμου πάρα για «τις χαρές» που πήρες όταν αφαιρούσες τη ζωή των αντιπάλων σου.
Ο φόβος είναι πυροκροτητής και το μίσος καψούλι
Πρώην στρατιωτικός και συγγραφέας του “Stalingrad» ενός ιστορικού βιβλίου που έγινε μπεστ σέλερ από τη στιγμή που κυκλοφόρησε, ο Antony Beevor, σφοδρός επικριτής της θεωρίας της Bourke, μας εξηγεί ότι εκείνα που ωθεί στους στρατιώτες να σκοτώσουν εν πολέμω είναι το αίσθημα του φόβου. Τη στιγμή επίθεσης ή και άμυνας κατά του εχθρού, εκείνο που φοβούνται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο οι στρατιώτες είναι μήπως και φανούν δειλοί και λιπόψυχοι στα μάτια των συντρόφων τους, «Γιατί για αυτούς οι σύντροφοί τους είναι και η άμεση «οικογένειά» τους. Δεν μπορούν να τους απογοητεύσουν. Ξέρουν ότι ο ένας εξαρτάται από τον άλλο. Τη στιγμή της μάχης τα ιδανικά ότι αγωνίζεσαι για την πατρίδα και το έθνος πάνε περίπατο. Εκείνη την ώρα πολεμάς για την «οικογένειά» σου. που είναι οι σύντροφοι σου.
«Τώρα, αν πάρεις όλα αυτά και να τα ερμηνεύσεις ως σεξουαλική φαντασίωση είναι – αν μη τι άλλο- εξεζητημένο!», λέει ο Beevor. Πριν γίνει συγγραφέας, ο Beevor είχε κάνει καριέρα στο στρατιωτικό, πράγμα που τον βοήθησε αρκετά να καταλάβει πως λειτουργεί ο στρατός και να μπει στη νοοτροπία του. Βέβαια, δεν πρέπει να έχει υπηρετήσει κανείς στρατιώτης για να γράψει για θέματα πολέμου, αλλά, όπως λέει ο ίδιας, «πρέπει να κατανοήσεις ότι ο στρατός λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο και ότι ο πόλεμος είναι κάτι το τελείως απρόβλεπτο και κατατετμημένο. Δεν υπάρχουν μοντέλα, από τη στιγμή που οι στρατιώτες βρίσκονται στο πεδίο της μάχης. Η δομή και η τάξη εξαφανίζονται και επικρατεί το χάος. Φρικτές θηριωδίες μπορούν να προκληθούν από κάτι ασήμαντο, που αν συνέβαινε δύο δευτερόλεπτα πριν ή μετά θα είχε περάσει απαρατήρητο. Βέβαια, υπάρχουν και οργανωμένα μακελειά αλλά δεν αναφέρομαι σ’ αυτά».
Τι είναι εκείνο, λοιπόν, που μεταμορφώνει τον απλό στρατιώτη σε φρικαλέο εγκληματία, ικανό για ανομολόγητες ωμότητες και κτηνωδίες; Για τον Beevor δεν είναι αρκετό να μισείς τον εχθρό. Πρέπει και να τον φοβάσαι. Ο «φόβος» είναι ο πυροκροτητής και το «μίσος» είναι το καψούλι. Αν υπάρχει μόνο μίσος και όχι φόβος, τότε δεν γίνεται τίποτα. Γι’ αυτό τον λόγο και οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι πιο αιματηροί και βίαιοι. «Σε εμφύλια σύρραξη το αίσθημα του φόβου παίρνει τεράστιες διαστάσεις, τονίζει ο Beevor. «Βρίσκεται παντού. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον εχθρό από τον φίλο. Δεν υπάρχουν γεωγραφικά σύνορα. Όταν ο εχθρός βρίσκεται στο επάνω διαμέρισμα, όλα τα νοητά όρια εξαφανίζονται. Και, ξαφνικά, οι πρώην γείτονες που έπιναν μαζί καφέ από φόβο αρχίζουν να σκέφτονται « αν έρθουν να με ξεκάνουν, θα τους καθαρίσω εγώ πρώτος». Ο συλλογικός φόβος είναι κι ο χειρότερος, γιατί προκαλεί αλλεπάλληλες αλυσιδωτές αντιδράσεις». Κι όταν σ’ αυτό τον φόβο έρχεται να προστεθεί μίσος και προπαγάνδα, τότε έχουμε τερατουργήματα του τύπου Γερμανίας των ναζί. Ο Χίτλερ προετοίμαζε τους εγκληματίες του με ψέματα. Όχι επειδή απαραίτητα θα πίστευαν στα ψέματα του, αλλά επειδή είχαν ανάγκη να τα πιστέψουν. Ο Γερμανός στρατιώτης έπρεπε να φοβάται τους Εβραίους που, σύμφωνα με τις αρχές, ήταν παρτιζάνοι και απειλούσαν την ασφάλεια της χώρας, του κόσμου.
«Βέβαια», λέει ο Beevor, «οι στρατιώτες ήξεραν ότι οι Εβραίοι δεν ήταν παρτιζάνοι, γιατί ούτε όπλα είχαν ούτε στρατιωτική εκπαίδευση, αλλά η πίστη τους στις «δοξασίες» του Χίτλερ όχι μόνο δικαιολογούσε τις πράξεις τους, αλλά τους βοηθούσε νοητικά να σκοτώνουν πιο εύκολα»