Η έλλειψη απαντήσεων για τις υποκλοπές φουσκώνει τα πανιά της αντιπολίτευσης
Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή, στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση για τις υποκλοπές, ανέδειξε ακόμη μια φορά ότι η θέση του παραμένει πολύ δύσκολη στο θέμα αυτό και ότι, όσο περνάει ο καιρός, θα χειροτερεύει.
Ο πρωθυπουργός έχει κάνει μια επιλογή στην οποία θα παραμείνει σταθερός επ’ αόριστον, όπως λένε άνθρωποι που γνωρίζουν. Θα επιμείνει ότι δεν ήξερε τίποτε για τις παρακολουθήσεις. Συνεπώς θα συνεχίσει να μην δίνει καμιά απάντηση στο κύριο ερώτημα αυτής της υπόθεσης: Γιατί παρακολουθούνταν πολιτικοί και δημοσιογράφοι;
Αυτή την ώρα ένα είναι βέβαιο: ότι η έλλειψη απαντήσεων θα τροφοδοτεί συνεχώς την προσωπική αμφισβήτησή του σε επίπεδο πολιτικό και ηθικό. Όσο περισσότερο δεν δίνεται η απάντηση σε αυτό το «γιατί», τόσο θα εδραιώνεται η πεποίθηση ότι έχει κάτι να κρύψει. Είναι τόσο απλό και τόσο καθαρό. Ωστόσο, αντί απαντήσεων, ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να παίζει κρυφτό χρησιμοποιώντας επιχειρήματα τα οποία επιβαρύνουν τον ίδιο και την κυβέρνησή του.
Παρότι, για παράδειγμα, δέχεται ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη «ήταν λάθος», εξακολουθεί να τη συνδέει με την κρατική ασφάλεια, χωρίς όμως να κατονομάζει την αιτία της παρακολούθησης. Η στάση αυτή όμως αφήνει εκτεθειμένο σε λάσπη τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.
Είναι μια από τις χειρότερες πολιτικές πρακτικές που έχουν υπάρξει στη διάρκεια της μεταπολίτευσης: ο καθένας μπορεί να φαντάζεται ό,τι θέλει ή ό,τι τυχόν θα διασπείρουν εν καιρώ διάφοροι καλοθελητές, παρατρεχάμενοι και λασπολόγοι, χωρίς το θύμα να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και χωρίς όσοι τυχόν διασπείρουν φήμες και συκοφαντίες να είναι υπόλογοι γι’ αυτές. Τι χειρότερο θα μπορούσε να κάνει ένας πρωθυπουργός για έναν πολιτικό του αντίπαλο;
Στο βάραθρο η αξιοπιστία της ΕΥΠ
Ένα δεύτερο σημείο, στο οποίο επέμεινε ακόμη μια φορά ο πρωθυπουργός, είναι η σύνδεση της παρακολούθησης των επικοινωνιών του Ανδρουλάκη με το «σημαντικό εθνικό έργο, που επιτελεί η ΕΥΠ», το οποίο «καμία πρωτοβουλία μας δεν πρέπει να υπονομεύσει».
Ποια αξιοπιστία όμως μπορεί να έχει μια ΕΥΠ η οποία παρακολουθεί πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να δώσει διευκρινίσεις και συμμετέχοντας με αυτόν τον τρόπο στη συκοφάντησή τους; Πόσο αξιόπιστη είναι μια δημόσια, μια κρατική υπηρεσία, η οποία υιοθετεί λογικές παρακράτους;
Το «χτύπημα» Βενιζέλου
Ένα τρίτο σημείο της ομιλίας του πρωθυπουργού είναι ότι «για την υπόθεση του Νίκου Ανδρουλάκη υπάρχει νομικό κενό». Ποιο κενό; Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι απολύτως σαφής και αναδεικνύει σαφέστατα τη νομική ακροβασία του πρωθυπουργού:
«Κατά το άρθρο 62 του συντάγματος για την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου βουλευτή απαιτείται άδεια της Βουλής με σκοπό τη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος και πριν την άδεια δεν μπορούν να διενεργηθούν ανακριτικές πράξεις που θίγουν προσωπικά τον βουλευτή (άρθρο 56 παρ. 1 ΚΠΔ), όπως σωματική έρευνα και πολύ περισσότερο πράξεις σχετικές με τα προσωπικά του δεδομένα και τις συνομιλίες του. Εκτός και αν υπάρχει αυτόφωρο κακούργημα.
Η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας – και όχι για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα – επιτρέπεται κατά το άρθρο 19 παρ.1 Συντ. να γίνει από τη Δικαιοσύνη και όχι από την ΕΥΠ με απλή έγκριση εισαγγελέα. Πρόκειται για δυσμενές μέτρο, που σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ (κριτήρια Engel) έχει ποινικό χαρακτήρα. Ισχύει συνεπώς το άρθρο 62 του συντάγματος με τις εγγυήσεις και τις εξαιρέσεις του.
Επιπλέον ισχύει το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 που προστατεύει τις πληροφορίες που παίρνει και δίνει ο βουλευτής».
Ποιοι χρησιμοποιούν το Predator;
Και πάμε τώρα στο Predator. Το ότι «σε πολλές χώρες της Ε.Ε. υπάρχουν ενδείξεις και αποδείξεις ότι λειτουργούν λογισμικά παρακολούθησης, (…) το ίδιο και στη σοσιαλιστική Ισπανία», όπου «ανακαλύφθηκε πως είχε παγιδευτεί με άλλη μέθοδο το κινητό του κ. Σάντσες», δεν απαλλάσσει την κυβέρνηση και την ΕΥΠ από την ευθύνη για την παρακολούθηση του Ανδρουλάκη και των δύο δημοσιογράφων που έχουν ήδη διαπιστώσει την παρακολούθησή τους μέσω του Predator.
Το ότι και αλλού έχουν χρησιμοποιηθεί παράνομες μέθοδοι παρακολούθησης δεν αθωώνει όποιον χρησιμοποιεί ανάλογες μεθόδους στην Ελλάδα. Ο συμψηφισμός είναι μια έμμεση ομολογία ενοχής.
Ακόμη και αν δεχτούμε ότι η κυβέρνηση και η ΕΥΠ δεν γνωρίζουν τίποτε για τις εν λόγω παρακολουθήσεις μέσω του παράνομου λογισμικού, έχουν καθήκον και υποχρέωση να διερευνήσουν ποιοι παρανομούν βαρύτατα παραβιάζοντας την ιδιωτικότητα πολιτικών, δημοσιογράφων και ένας θεός ξέρει ποιων άλλων.
Αφού, λοιπόν, ακόμη περισσότερο, ο πρωθυπουργός πληροφορείται «από έγκυρους δημοσιογράφους (σ.σ.: από ανάρτηση του δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου) ότι ήμουν θύμα συνακροάσεων, όπως η σύζυγος και η κόρη μου, όταν ήμουν υποψήφιος πρωθυπουργός», γιατί δεν διερευνά «ποια παράκεντρα με άκουγαν τότε με τον κ. Τσίπρα πρωθυπουργό»;
Αν, εν τέλει, υπάρχουν ιδιώτες που παρακολουθούν σημαντικά πρόσωπα, όπως έχει ισχυριστεί η κυβέρνηση, δεν πρέπει να πάνε φυλακή; Εκτός εάν οι εν λόγω ιδιώτες συνεργάζονται με το κράτος, οπότε αλλάζει η συζήτηση. Στην περίπτωση αυτή, πράγματι, δεν πρόκειται να τους ψάξει κανείς. Παρότι οι εταιρείες που το εμπορεύονται είναι γνωστές και από εκεί θα μπορούσε να αρχίσει μια ποινική έρευνα για το ποιοι το προμηθεύτηκαν.
Με απλά λόγια, η επιλογή της σιωπής – όχι μόνο εκ μέρους του πρωθυπουργού, αλλά και εκ μέρους της ΕΥΠ – θα δημιουργεί διαρκώς προβλήματα στην κυβέρνηση και θα τροφοδοτεί το κύμα αμφισβήτησης των μεθόδων τους. Ταυτοχρόνως θα χαρίζει, σε καθημερινή βάση, στιγμές εύκολης πολιτικής και επικοινωνιακής λεηλασίας τους από την αντιπολίτευση.
Αυτό που δεν μπορούμε να φανταστούμε ακόμη είναι τι θα συμβεί όταν – και εάν – θα προκύψουν ακόμη περισσότερα ονόματα πολιτικών, δημοσιογράφων ή επιχειρηματιών των οποίων τα τηλέφωνα παρακολουθούνται…
ΥΓ.: Και κάτι τελευταίο, επειδή ο πρωθυπουργός αφιέρωσε πολύ χρόνο σε αναφορές για προβληματικές πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ – οι οποίες οδήγησαν μέλη της κυβέρνησής του στο Ειδικό Δικαστήριο – αναζητώντας κάποιου είδους συμψηφισμό: Ο συμψηφισμός οδηγεί στην εξομοίωση. Αυτό τουλάχιστον λέει η κοινή λογική και αυτό καταλαβαίνει η κοινωνία. Είναι βέβαιος ότι αυτό επιθυμεί; Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε πολύ ακριβά στην κάλπη τα δικά του αμαρτήματα…
πηγή: topontiki.gr