Η αριστερή κουλτούρα αγαπά το Πάσχα
Έχουν γραφτεί άπειρα δοκίμια συγκριτικής φιλοσοφίας για τη σχέση του χριστιανισμού με τον κομμουνισμό, τη σχετικότητα της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας με τη χριστιανική θρησκεία. Ωστόσο, αυτό που, αναμφισβήτητα, συγκινούσε πραγματικά και «συνέδεε» (και νομίζω πως ακόμα συγκινεί και συνδέει) τους Έλληνες κομμουνιστές με τον χριστιανισμό -την αριστερή κουλτούρα, εάν θέλετε, με τη χριστιανική αντίστοιχη- είναι η μυθοπλασία των Παθών του Ιησού από τη Ναζαρέτ για τις ιδέες του: η Προδοσία, η Σύλληψη, η Δίκη, η Σταύρωση, ο Επιτάφιος θρήνος, η Ανάσταση…
Αναζητήσατε τα αίτια αυτής της συγκίνησης στα προσόμοια, με εκείνα του Ιησού από τη Ναζαρέτ, πάθη τους (προδοσίες, συλλήψεις, βασανιστήρια, φυλακίσεις, δίκες, εκτελέσεις, επιτάφιους θρήνους) κατά τη μακρά περίοδο των πολιτικών – ιδεολογικών διωγμών τους. Και βέβαια στον επαναστατικό ρομαντισμό που αναδύεται από το σενάριο, τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά, τα κοστούμια, τις τελετουργικές και τις ωδικές ερμηνείες της Ακολουθίας των Παθών, του Επιταφίου και της Ανάστασης. Με αναπόφευκτη συνέπεια το ανομολόγητο -σχεδόν μεταφυσικό- δέος που προκαλεί στους θεατές της αυτή η μοναδική ανα – παράσταση. Δέος με τα χαρακτηριστικά της παιδικής αθωότητας, όπως προσπαθώ να το αποτυπώσω στο βιωματικό αφήγημα που ακολουθεί…
Ετοιμαζόμαστε, θυμάμαι, από νωρίς. Και μη θαρρείτε ότι γινόταν τίποτα σπουδαίο. Μέσα μας μόνο κάτι περίεργο συνέβαινε. Κάτι μοναδικό, που είχε τη μυρωδιά βιολέτας, τη γεύση της ανάλαδης φακής κι αυτή την πένθιμη μελαγχολία του σούρουπου. Όμως, μελαγχολία πιο βαθιά απ’ τις μελαγχολίες τις καθημερινές. Ίσως γιατί τη μέρα αυτή του Επιταφίου η δύση του ήλιου ήταν πάντα μυστική. Απλώς σκοτείνιαζε και, μέσα απ’ τα μαύρα σύννεφα, έτρεχαν κι έπεφταν στη γη χοντρές, αραιές σταγόνες. Σαν δάκρυα της θλίψης ακριβά… Και τότε αυτό συνέβαινε: ντυνόμαστε, παίρναμε τα κεριά, κίτρινα πάντα, και ανηφορίζαμε στον χωματόδρομο, ως τις γραμμές του τρένου…
Ο επαναστατικός ρομαντισμός που αναδύεται από τις φαντασμαγορικές τελετουργίες της Ακολουθίας των Παθών, συγκινούσε πάντα – και εξακολουθεί να συγκινεί – τους Έλληνες σοσιαλιστές και κομμουνιστές.
Η νύχτα ήταν πυκνή σαν φτάναμε στο κουρείο του Θανάση. Ήτανε ο θείος μας και κράταγε το μαγαζί ανοιχτό για να μας περιμένει. Μπαίναμε μέσα, μας καλοδεχότανε, μας γέμιζε με χάδια και φιλιά κι αμέσως έπιανε να κουβεντιάζει μυστικά με τη μητέρα. Εμείς ξαπλώναμε στον ψάθινο μεγάλο καναπέ και αρχίζαμε γκριμάτσες στους καθρέφτες. Τεράστιοι, κρυστάλλινοι, οβάλ, μέσα στην ακριβή κορνίζα, έπιαναν από το πάτωμα σχεδόν ως το ταβάνι. Στο πάνω μέρος, στην κορυφή, υπήρχαν τα αετώματα με σκαλιστά αγγελάκια. Μπροστά τους οι περίτεχνες ξύλινες κομμωτικές πολυθρόνες, με προεξέχοντα τα αναπαυτικά στηρίγματα ποδιών και τα απαλά πτυσσόμενα μαξιλαράκια.
Ήταν κουρείο κι όμως έμοιαζε, στα παιδικά μας μάτια, σαν ανάκτορο. Με τα μπαρόκ φωτιστικά, τις ξύλινες λακαρισμένες τουαλέτες με τους γυαλισμένους μπρούντζους, γεμάτες με ξεχωριστά καλλυντικά και ηδονικά μυρωδικά μέσα σε εξαίσια γυάλινα, χρωματιστά δοχεία… Έτσι ξεχνιόμαστε, χαζεύαμε. Και πότε – πότε, βγάζοντας κρυφά από την τσέπη το κλεψιμαίικο κουλουράκι της Λαμπρής, δαγκώναμε, γεμάτοι τύψεις που παραβιάζαμε την αυστηρή νηστεία, μια τόση δα μπουκιά. Μέχρι που ακούγαμε τις πένθιμες καμπάνες να χτυπούν…
Αμέσως βγαίναμε έξω. Τα καταστήματα έκλειναν σιγά – σιγά, τα φώτα σβήνανε κι ο δρόμος γέμιζε με ήχους εκκωφαντικούς απ’ τις αδέσποτες μεγάλες τρακατρούκες που έσκαγαν ξαφνικά μπροστά σου και τους θορύβους των δικτυωτών ρολών που, κατεβαίνοντας, ασφάλιζαν και κλείδωναν τότε τα μαγαζιά…
Σε λίγο ακούγαμε από μακριά την μπάντα να παιανίζει πένθιμα κι έφτανε αυτό για να ξαναφουντώσει μέσα μας η ιερή αγωνία για το δράμα του Ιησού. Ύστερα βλέπαμε τα εξαπτέρυγα από μακριά κι ευθύς ανάβαμε τα κίτρινα κεριά, καθώς η λυπημένη ατμόσφαιρα της νύχτας εξέπεμπε μια μελωδία δοξαστική, λυτρωτική, γενναία, εν χορώ: «Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή σου προσφέρουσι, Χριστέ μου»…
Και τότε βλέπαμε τον Επιτάφιο, τον πιο ωραίο. Με αψίδες από άσπρα κι άλικα γαρίφαλα που έπαιρναν σχήμα μίτρας ποιμαντορικής μέσα στη λάμψη από τα αναμμένα φαναράκια στις γωνιές και στην κορυφή – τα πλαϊνά ανθοστόλιστα με άσπρες και μοβ βιολέτες και βελούδινους πανσέδες.
Κι έτσι όπως πέρναγε μπροστά μας μες στη νύχτα, ιπτάμενος, στους ώμους των πιστών, φάνταζε στα αθώα μάτια μας, τα παιδικά, σαν την «Αγιά Σοφιά», να περπατάει κι αυτή ανάμεσα στα πλήθη των πιστών. Αμέσως, ασυνείδητα, με δέος που έφτανε απ’ τη γη ώς τον ουρανό, ενώναμε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού, τα φέρναμε στο σώμα εμπρός και κάναμε το σήμα τον σταυρού…
πηγή: anoixtoparathyro.gr