Η ακροδεξιά απότοκο του σύγχρονου καπιταλισμού

Οι ανάγκες του συστήματος

Δημήτρης Τζιαντζής
Χρίστος Κρανάκης

Ποιες είναι οι αιτίες ανόδου της σύγχρονης ακροδεξιάς στην Ευρώπη και όχι μόνο; Αρκούν οι εκλογικές ερμηνείες ή πρέπει να δούμε τις βαθύτερες τάσεις του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού; Γιατί η πιο επιθετική τάση του κεφαλαίου στην εποχή μας προκαλεί και χρειάζεται τις πολιτικές δυνάμεις της ακροδεξιάς, αν και καταρχάς σαν δεκανίκι κι εναλλακτική των «ακροκεντρώων».

Η άνοδος της Ακροδεξιάς και η μισή αλήθεια…

Η επέλαση της Ακροδεξιάς συχνά αποτελεί πρώτο θέμα στα ΜΜΕ. Κι όχι άδικα… Η εδώ και κάμποσα χρόνια (είναι η αλήθεια) εκλογική άνοδος φασιστικών ή ακραία συντηρητικών και – σε λιγότερο βαθμό – θρησκευτικών κομμάτων, επηρεάζει τα πολιτικά συστήματα ανά το δυτικό κόσμο. Σχεδόν παντού στην Ευρώπη, στα «δεξιά» των παραδοσιακά κραταιών κομμάτων, εμφανίζεται, με συνέπεια και συνέχεια, ένας ακροδεξιός πόλος, του οποίου τα εκλογικά ποσοστά και η κοινωνική δυναμική τού παραχωρούν σημαντικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό, έως και πρωταγωνιστικό.

Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, η «πίεση» που ασκούν από συντηρητικές θέσεις τα ακροδεξιά κόμματα, στρέφουν το πολιτικό εκκρεμές προς τα δεξιά. Προκειμένου τα αστικά κόμματα της δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας να κερδίσουν το χαμένο κοινωνικό έδαφος, επιχειρούν «ανοίγματα» προς συντηρητικά ακροατήρια. Εκ του αποτελέσματος, η ανάγνωση αυτή είναι σωστή! Πολλά στελέχη της ΝΔ αμέσως μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών έκαναν λόγο για μερική απώλεια της παραδοσιακής κοινωνικής βάσης και ανέδειξαν την ανάγκη το κόμμα να αγκαλιάσει ξανά τον κόσμο που στράφηκε προς την Ελληνική Λύση, τη Λατινοπούλου ή άλλα ακροδεξιά μορφώματα. Μέχρι και τμήματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς επηρεάζονται από τη μετατόπιση ψήφων και ποσοστών προς την Ακροδεξιά, και στρογγυλεύουν (στην καλύτερη) τις θέσεις τους για εθνικά ζητήματα (βλ. ανταγωνισμό με Τουρκία, Βόρεια Μακεδονία) αλλά και κοινωνικά (μεταναστευτικό, έμφυλο, γάμο ομόφυλων ζευγαριών κλπ.).

Ίσως, όμως, η κατάσταση να μην αναλύεται τόσο γραμμικά. Η λογική αλληλουχία «η Ακροδεξιά ανεβαίνει, άρα το σύστημα στρέφεται προς τα δεξιά προκειμένου να καλύψει τα κενά», εξηγεί – μερικώς – το αιτιατό, ενώ ελάχιστα καταπιάνεται με το αίτιο.

Ποιοί ενισχύουν την ακροδεξιά ατζέντα;

Η ακροδεξιά σκέψη, αφήγηση και πρακτική ενυπάρχει δομικά στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων έρχεται περισσότερο ως εμπέδωση της σύγχρονης αστικής ατζέντας, παρά ως αντίδραση σε αυτή. Μπορεί, συχνά, οι ανοδικές ακροδεξιές τάσεις να χαλάνε ελαφρώς τη «μαγιά» του συστήματος και να αποτελούν «πονοκέφαλο» για μερίδες του κεφαλαίου, όμως, ο σπόρος της ακροδεξιάς φυτεύεται πρώτα και κύρια από τον ίδιο τον καπιταλισμό και μάλιστα συστηματικά.

Δεν είναι μόνο πως ο φασισμός αποτελεί το μακρύ χέρι του συστήματος, προκειμένου – όποτε απαιτείται – να καταστείλει εργατικές διεκδικήσεις, συνθήκη που συχνά έχουμε συναντήσει ιστορικά. Είναι πως ο ίδιος ο καπιταλισμός αλλάζει και ανασυγκροτείται σε πιο επιθετική κατεύθυνση. Βασικές όψεις του σημερινού ολοκληρωτικού καπιταλισμού, όπως η εντατικοποίηση της εργασίας, οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό, η εμπλοκή των κρατών στις πολεμικές συρράξεις που ξεσπούν στα πλαίσια αυξημένων γεωπολιτικών ανταγωνισμών, η στρατιωτικοποίηση κ.α., τοποθετούν αυτόματα το «κέντρο» της πολιτικής στα «δεξιότερα». Οι κοινωνικές τάσεις προς τη σύγχρονη ακροδεξιά, πολλές φορές διαγράφουν αυτόνομη πορεία, αλλά πάντα πατούν στις «ράγες» που το ίδιο το σύστημα έβαλε.

Η λογική που θέλει το κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό να μετατοπίζεται προς πιο σκληρές θέσεις – απλά και μόνο – προκειμένου να ασπαστεί ένα διαρκώς αυξανόμενο συντηρητικό ακροατήριο, αδυνατεί να αντιληφθεί το πως τα δομικά χαρακτηριστικά και οι εγγενείς τάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού καλλιεργούν το έδαφος για την ανάπτυξη ακροδεξιών αντιλήψεων. Για παράδειγμα, η καπιταλιστική ανάγκη για ανώτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων στην παραγωγή και τις υπηρεσίες, θέλει «πυγμή» και κυνισμό, χαρακτηριστικά που – όπως δείχνουν τα παρακάτω παραδείγματα – δεν διαθέτει μόνο η «γνήσια» Ακροδεξιά.

Ο Μακρόν, ας πούμε, δεν χρειάστηκε τη παρότρυνση της Λεπέν προκειμένου να χτυπήσει με πλαστικές σφαίρες το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων (στο οποίο συμμετείχαν και ψηφοφόροι της Λεπέν), ούτε για να καταστείλει τα εργατικά και νεολαιίστικα κινήματα για το συνταξιοδοτικό (περίοδος που η Λεπέν κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας και υποσχέθηκε πως αν εκλεγεί οι Γάλλοι θα συνταξιοδοτούνται μεταξύ 60 και 62 ετών και όχι 65 που εφάρμοσε ο Μακρόν). Ομοίως, οι δύο τελευταίες κυβερνήσεις των Συντηρητικών στη Βρετανία σχεδίασαν και στέλνουν «παράτυπους» μετανάστες στη Ρουάντα και σε άλλες χώρες της Αφρικής, χωρίς να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη εθνικιστική έξαρση στη χώρα.

Και στα δικά όμως… Τα μεγαλειώδη κινήματα κατά των μνημονίων και της πολιτικής της ΕΕ (2009 – 2015) είχαν άρχισαν να καταστέλλονται σκληρά από την αστυνομία, ήδη από το ξέσπασμά τους, όταν το μόνο αξιόλογο ποσοστό της ακροδεξιάς κατείχε ο ΛΑΟΣ (5,36%) και δεν περίμεναν την εκλογική έκρηξη της Χρυσής Αυγής.

Σε ότι αφορά, λοιπόν, τουλάχιστον τα θέματα που είναι ζωτικής σημασίας για την καπιταλιστική ανάπτυξη, το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται να «πιέζεται» επί της ουσίας από την ακροδεξιά ατζέντα. Μάλιστα, αν σκεφτεί κανείς πως ειδικά σε συνθήκες λαϊκής έκρηξης για ζητήματα οικονομίας (πχ Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία και αντιμνημονιακές διαδηλώσεις στην Ελλάδα), οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς επιχειρούν να δημαγωγήσουν βγαίνοντας αντιπολιτευτικά, τα «ακρο-κεντρώα» κόμματα αναλαμβάνουν την υλοποίηση της κυρίαρχης πολιτικής.

Η άνοδος της ακροδεξιάς, άρα, δεν μπορεί να αποτελέσει «άλλοθι» εμπρός σε φαινόμενα κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού και οξυμένης καταστολής που παρατηρούνται σε δυτικές χώρες, ειδικά κατά την περίοδο ριζικών αναδιαρθρώσεων. Η σκλήρυνση του πολιτικού συστήματος ακολουθεί την ανάγκη και συμβαδίζει με τον κυρίαρχο στόχο του κεφαλαίου να αυξήσει την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης του σύγχρονου εργαζομένου, ώστε είτε να ξεπερνάει τις κρίσεις του μεταφέροντας τα βάρη στην κοινωνική πλειονότητα, είτε να υπερκερδοφορεί παραχωρώντας καθολικά δυσανάλογες παροχές. Η αντιδραστική στροφή του πολιτικού συστήματος και των κρατών στο σήμερα, έχει στον πυρήνα της αυτήν ακριβώς την επιδίωξη του κεφαλαίου και όχι την άνοδο της ακροδεξιάς.

Για αυτό άλλωστε, πολλές φορές η άνοδος της Ακροδεξιάς αξιοποιείται και ως «όπλο» για την περαιτέρω επικράτηση του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας. Για αρχή, ας μην πάμε μακριά… Στην Ελλάδα, την πρώτη μνημονιακή κυβέρνηση κράτησε όρθια ο ΛΑΟΣ . Μάλιστα, δύο από τους τέσσερις υπουργούς του κόμματος τότε, Γεωργιάδης και Βορίδης, διατήρησαν τους θώκους τους και αφότου ο ΛΑΟΣ απέσυρε τη στήριξή του στην κυβέρνηση. Λίγο μετά, αμφότεροι – «παρέα» με τον Πλεύρη – πήραν τη μεγάλη «μεταγραφή» για τη ΝΔ του Αντώνη Σαμάρα. Έκτοτε, και οι τρεις αποτελούν πυλώνες της αστικής στρατηγικής στην Ελλάδα, υλοποιώντας σειρά σκληρών εργασιακών μέτρων και ιδιωτικοποιήσεων. Μάλιστα, κανένας από τους τρεις δεν έχει προς το παρόν εκθέσει ανεπανόρθωτα τη ΝΔ σε εθνικά ή κοινωνικά θέματα.

Όσον αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών, υιοθέτησαν την σαφώς πιο σκληρή σαμαρική στάση «Η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική», χωρίς κάποια επί της ουσίας μεταβολή από την κυρίαρχη γραμμή Μητσοτάκη «Καταψηφίζω αλλά αν περάσει υλοποιώ». Η «κεντρώα» πτέρυγα της ΝΔ, τότε, είχε αρκεστεί σε μία απλή – και έμμεση – διόρθωση της τοποθέτησης του Σαμαρά στη Βουλή. Όσον αφορά το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, ο Γεωργιάδης ψήφισε «υπέρ», ενώ Βορίδης και Πλεύρης απουσίαζαν – στάση που είχε επιτρέψει επίσημα η ΝΔ – και δεν δέχθηκαν κυρώσεις για κομματική απειθαρχία.

Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμιστεί, πως και ο νυν αρχηγός της Ελληνικής Λύσης, Κυριάκος Βελόπουλος, έκανε το (διόλου μικρό) «πέρασμα» του στη ΝΔ (2012 – 2015) όταν ο ΛΑΟΣ όδευε σε εκλογικό αφανισμό, παρότι εν τέλει δεν καρποφόρησε εξαιτίας εσωκομματικών προβλημάτων.

Το πλέον κλασσικό, όμως, παράδειγμα ακροδεξιάς εφεδρείας του συστήματος είναι πιο πρόσφατο και έρχεται από την Ιταλία. Εκεί, η Τζόρτζια Μελόνι όχι απλά δεν ανέτρεψε την «υπάρχουσα τάξη πραγμάτων», αλλά έσπευσε να δώσει εγγυήσεις (τόσο στα λόγια όσο και στις πράξεις) υπέρ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Εγγυήσεις που, όπως φαίνεται, είχε αποδεχτεί ακόμα και πριν την εκλογή της Μελόνι ο τραπεζίτης και προκάτοχός της, Μάριο Ντράγκι.

Η ευκολία με την οποία η ακροδεξιά είτε μεταπηδά είτε ενσωματώνεται πλήρως στο επίσημο πολιτικό σύστημα, δεν έγκειται μόνο στη διαχρονική ιδεολογική συγγένεια με τα παραδοσιακά δεξιά κόμματα. Η ανάγκη προχωρήματος των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων είναι που φέρνει την ακροδεξιά στο προσκήνιο και όχι το αντίθετο. Τα μνημόνια έπρεπε να εφαρμοστούν στην Ελλάδα, ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως σε υπουργικές θέσεις θα κάτσουν ακροδεξιοί… Οι μετανάστες πρέπει να σταματήσουν να έρχονται στην Ιταλία, ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως στην ηγεσία της χώρας πρέπει να βρεθεί μία πολιτικός που εξυμνούσε τον Μουσολίνι….

Κανονικοποίηση για έναν «απώτερο» σκοπό

Τα βρόμικα παιχνίδια του συστήματος με τμήματα της Ακροδεξιάς

Τα μέτρα για τη μεγέθυνση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και οι επιθετικές κινήσεις στην εξωτερική πολιτική, που παίρνουν οι αστικές κυβερνήσεις, οδηγούν στην αντιδραστικοποίηση του πολιτικού συστήματος. Πεδίο δόξης λαμπρό, δηλαδή, για την κανονικοποίηση και ανάπτυξη ακροδεξιών αντιλήψεων, οι οποίες φαίνεται πως παγιώνονται σε σημαντικά ποσοστά σε ολόκληρη την Ευρώπη! Ένα αναγκαίο κακό, λοιπόν, προκειμένου «να γίνουν οι αλλαγές που πρέπει». Τι γίνεται, όμως, όταν το κακό κινδυνεύει να γίνει ανεξέλεγκτο;

Αστικά κόμματα και φορείς εμφανίζονται να «αγωνιούν» για την ακροδεξιά άνοδο. Πράγματι, οι σχηματισμοί στα «άκρα» του ημισφαιρίου αποτελούν το «τελευταίο χαρτί» των αστικών τάξεων, γι αυτό άλλωστε και κόπτονται για την ανασυγκρότηση μιας πιο «ήπιας» και «ελεγχόμενης» σοσιαλδημοκρατικής εναλλακτικής. Όμως, υπό αυτές τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες η ακροδεξιά δεν μπορεί να μείνει «εκτός κάδρου». Για αυτό, και όσο το σύστημα αναζητά μετριοπαθείς επίδοξους διαχειριστές, ταυτόχρονα, συνεχίζει τα «παζαρέματα» με δυνάμεις της ακροδεξιάς.

Αφού, η πορεία κανονικοποίησης της ακροδεξιάς είναι σύμφυτη με τη φάση του σημερινού καπιταλισμού, πρέπει να προχωρήσει η ενσωμάτωση μέρους αυτής. Σε αυτό το πλαίσιο, η «μόδα» που κάνει την εμφάνισή της είναι η τμηματοποίηση του ακροδεξιού φάσματος σε «καλό» και «κακό». Για παράδειγμα, η εξέλιξη της Μελόνι είναι «θετική» γιατί προασπίζεται το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και την οικονομική πολιτική του κεφαλαίου. Στα ίδια χνάρια επιχειρεί να μπει και η Λεπέν και δεν υπάρχει λόγος να θεωρήσουμε πως δεν θα πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα. Από την άλλη, το AfD είναι πιο «άτυχο» και – προς το παρόν – δεν περνάει τα… test δημοκρατικότητας των Βρυξελλών, τα οποία, όμως, πέρασε η «δημοκρατική» Μελόνι. Η αποδοχή κομμάτων της ακροδεξιάς από το αστικό πολιτικό προσωπικό θα οδηγήσει, με μαθηματική ακρίβεια, στην άνοδο ακόμα πιο εξτρεμιστικών/φασιστικών κομμάτων, άμα/όταν τα πρώτα κυβερνήσουν. Ακριβώς, δηλαδή, ότι έγινε με τον ΛΑΟΣ και τη Χρυσή Αυγή.

Αντικαπιταλιστική λογική και πάλη στο επίκεντρο

Η άνοδος της Ακροδεξιάς, ορθώς, προβληματίζει το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Η επαγρύπνηση και κοινή δράση αντιφασιστικών δυνάμεων δεν μπορεί να θεωρείται παρά αναγκαία στον δρόμο, στις γειτονιές, τα σωματεία, τα σχολεία και τις σχολές. Η πραγματική νίκη απέναντι στο φασισμό, όμως, περνάει μέσα (και) από την προγραμματική ανασυγκρότηση της Αριστεράς. Μόνο έτσι, ορθώνεται καθολικό ανάστημα απέναντι στην εισχώρηση ακροδεξιών αντιλήψεων στις τάξεις των εργαζομένων και τη νεολαία. Η μάχη απέναντι στην κανονικοποίηση της ακροδεξιάς, δεν μπορεί παρά να είναι μάχη απέναντι στο σύστημα που την κανονικοποιεί στον πρώτο βαθμό. Εάν, η ακροδεξιά επωφελείται από τη μετατόπιση του πολιτικού εκκρεμές προς τα δεξιά, τότε κόμματα και πολιτικοί που «έσπρωξαν» το εκκρεμές προς αυτή τη κατεύθυνση δεν μπορεί να αποτελέσουν «συμμάχους». Η εκλογική σύμπλευση με δυνάμεις του ευρύτερου «προοδευτικού χώρου» – όπως γίνεται στη Γαλλία – όχι μόνο δεν «στοχεύει» στον πυρήνα του «γιατί ανεβαίνει η ακροδεξιά», αλλά ενέχει και τον κίνδυνο να παρουσιαστεί ως η μόνη «αντισυστημική» δύναμη.

Η άμβλυνση των πολιτικών θέσεων της Αριστεράς, μπροστά σε μία Ακροδεξιά που βλέπει τις δικές της θέσεις να κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος (ειδικά στο μεταναστευτικό και στην πολεμική προετοιμασία), αποτελεί έμμεση αποδοχή της ήττας και αξιακή υποχώρηση. Ο φασισμός – στην εκάστοτε εκδοχή του – δεν νικιέται από «τείχη της δημοκρατίας», όπως φάνηκε στο παράδειγμα της Χρυσής Αυγής – αλλά από ένα κινηματικό μέτωπο λαού και νεολαίας, που στον πυρήνα του θέτει το κυρίαρχο αίτιο της ακροδεξιάς ανόδου, δηλαδή τον σύγχρονο καπιταλισμό.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (22.6.24)