Δεν θα είμαι εκεί…
γράφει στο peripteron.eu ο Βαγγέλης Πάλλας, ∆ηµοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ / SPJ
Μας λένε να θυμόμαστε τις ιδέες, όχι ανθρώπους, γιατί ένας άνθρωπος μπορεί να αποτύχει, μπορεί να συλληφθεί, να σκοτωθεί ή να ξεχαστεί…
Να πεθάνουμε για ιδέες, εξαιρετική ιδέα. Να πεθάνουμε για ιδέες ναι, αλλά μ’ αργό θάνατο. Ας βαδίσουμε χαλαρά προς τον άλλο κόσμο. Για τις ιδέες μας, που ίσως αύριο να αποσυρθούν.
Μια ιδέα μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο… Ξέρω τη δύναμη των ιδεών, πολλοί σκότωσαν για να τις διαδώσουν ή για να τις υπερασπισθούν. Καθώς παραδίδεις τα πάντα, μήπως πήρες λάθος δρόμο, διάλεξες λάθος ιδέα; Ναι να πεθάνουμε για τις ιδέες.
Μα δεν φιλάς μια ιδέα. Δεν την αγγίζεις, δεν την κρατάς αγκαλιά… Οι ιδέες δε ματώνουν, δεν αισθάνονται πόνο…
Δεν μπορώ να καταλάβω. Δεν είμαι πια άνθρωπος. Σταμάτησα να γράφω γιατί δεν έχω πια ιστορίες να αφηγηθώ. Ίσως είναι γιατί κουράστηκα να προσπαθώ, να πείσω τους άλλους. Αν το τέλος του κόσμου ήρθε τότε είναι γεγονός. Ένας νεκρός κόσμος έχει διαφορά από έναν κόσμο που αποτελείται από νεκρούς. Ένας νεκρός κόσμος μπορεί κάποτε να ζωντανέψει. Ένας κόσμος που αποτελείται από νεκρούς θα εξακολουθήσει να λειτουργεί.
Η ιστορία ενίοτε έχει κατηγορηθεί και σαν τσούλα, βγάζει βρώμες, την βιάζουν, την κακοποιούν, την μεταλλάσουν σε μύθο. Όσο για τα λάθη της. Εκεί είναι που γίνεται επιλεκτική μνήμη.
Η ζωή μας είναι άχρωμη, ανούσια, ασύμμετρη, ανιστόρητη, ασταθής… Πάντως αν θέλεις να είσαι ελεύθερος, πηγαίνεις στον τοίχο και το γράφεις. «Θέλω να ζήσω ελεύθερος», δεν γράφεις «να μην ζήσουμε σαν δούλοι». Φοβάσαι να γράψεις την λέξη «Ελεύθερος»…
Ο Καζαντζάκης είχε πει κάποτε ότι αυτός που επιθυμεί την ελευθερία, παρόλο που μπορεί να μην την έχει κατακτήσει ακόμη, βαδίζει προς αυτήν. Συνέδεσε επίσης την ελευθερία με την απουσία φόβου και ελπίδας με το περιβόητο «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος». Και ο Μενέλαος Λουντέμης μας θυμίζει και αφυπνίζει: «Φτηνά την λευτεριά δεν την πουλούν πουθενά. Ούτε τη χαρίζουν. Όσοι την πήρα χάρισμα την χαράμισαν».
Δεν θα είμαι εκεί… Οι μεγάλοι άνθρωποι δεν ξέρουν μόνο να κερδίζουν, ξέρουν πώς να χάνουν. Σκεφτείτε, μήπως δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από ναυαγοί στο νησί των λωτοφάγων.
Εντάξει. Ανήκουμε σε μια χώρα που ο λαός της είναι βαθιά συντηρητικός. Κολλημένος αρρωστημένα στο παρελθόν του και ανατρέφει με εθνική περηφάνια αγνώστου πατρός.
Όπως τα παλιά αρχοντόσπιτα που ρημάζουν μαζί με τους ενοίκους τους. Έτσι και το κράτος ρημάζει. Πρώτα οι πολίτες του, ύστερα τα δικαιώματα τους, μετά οι σιδεριές που τους δένουν σκουριάζουν τίποτα δεν αλλάζει τίποτα δεν θυμίζει τις παλιές καλές μέρες, παρά μόνο το ντύσιμο των νικητών που παραπαίει ανάμεσα στο τριώδιο και στην κομψότητα, το τριώδιο να νικά συνήθως κατά κράτος.
Τίποτα δεν αλλάζει τη μοίρα μας. Ο ίδιος θάνατος. 50 χρόνια το ίδιο τοπία νικητές και νικημένοι. Με το ίδιο πλήθος που αποτελεί μέρος του σκηνικού… Σε ένα παράλληλο καινούργιο κόσμο, κάπου κτίζουν το αύριο χωρίς εμάς… Έτσι είναι το σύστημα. Στον ίδιο παράλληλο κόσμο τα παιδιά μεγαλώνουν μαθαίνοντας για το παρελθόν, μόνο από τις διηγήσεις των νικητών σαν παραμύθι.
Οι νικητές είναι με το σύστημα και ο κόσμος το ξέρει. Έτσι είναι το σύστημα χρησιμοποιεί σήμερα φαντάσματα και άλλα μυθολογικά τέρατα του παρελθόντος, που σκορπούν τον φόβο και τον τρόμο.
Δεν θα είμαι εκεί…Όταν σε θυμάμαι το 1922 ν’ αποκαλείς «Τουρκόσπορους» τους πρόσφυγες της Μικρασίας, του Πόντου, της Θράκης, της Καππαδοκίας.
Σε θυμάμαι την περίοδο της κατοχής να χαίρεσαι, όταν οι Ναζί εξολόθρευαν τον Εβραίο γείτονα και την οικογένεια του. Βλέπεις, ήταν ευκαιρία να βάλεις στο χέρι το μαγαζάκι του… Δεν ήμουν εκεί.
Σε θυμάμαι, λίγο αργότερα, τότε που κυνηγούσες τη γυναίκα και τα παιδιά του αντάρτη συγχωριανού σου, για ν’ αρπάξεις τ’ αμπέλι ή το λιοχώραφο του… Και τότε δεν ήμουν εκεί…
Σε θυμάμαι… Όταν φούσκωνες σα γάλος, την περίοδο της Χούντας, δίπλα στον ενωμοτάρχη, στις επετείους της «επαναστάσεως»… Αλλά εγώ δεν ήμουν εκεί…
Αργότερα σε έβλεπα να τρέχεις σε βουλευτικά γραφεία, πότε μπλε, πότε πράσινα να φιλάς κατουρημένες ποδιές, για να κάνεις τη «δουλειά» σου…
Τώρα, σε βλέπω να ξιφουλκείς πάλι εναντίον ανθρώπων που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, για να σωθούν απ’ τη φωτιά του πολέμου… Εγώ θα είμαι εκεί…
Είμαι εκεί… Με κάποιους ανθρώπους που τους αγαπάμε, που μας δείχνουν εκείνα τα πέτρινα χρόνια, της έντονης όσφρησης, του αγώνα, του γιασεμιού, της ρακής…Μας τραβάνε οι σκέψεις της αθωότητας μιας έγχρωμης εποχής που σιγά – σιγά ξεθωριάζει…
…Μες το δικό σου παραμύθι ξαναβρές το ξεχασμένο μονοπάτι σου. Και ξαναχάστο, ξαναβρές το, ξαναπές το το τραγουδάκι σου… Δ.Τσακνής.