Δεν πειράζει, του χρόνου πάλι
Του Ιωάννη Δαμίγου
Έφυγε και το ’23, πέρασαν τόσα χρόνια και οι “προοδευτικές δυνάμεις μαζί με την αριστερά, μπορεί και με την Νέα (ας μην βιαστώ), δεν κατάλαβαν ή έκαναν πως δεν κατάλαβαν, τι πήγε και συνεχίζει να πηγαίνει τόσο λάθος. Δεν μπορεί, λογικά πάντα, να απέχουν τόσο από την παραδοχή της αλήθειας, να έχουν απομακρυνθεί τόσο από την πραγματική ανάγκη του κόσμου. Που στο κάτω της γραφής, όσες φορές τους πίστεψε, άλλες τόσο προδόθηκε. Πολύ φοβάμαι, πως όταν και αν το καταλάβουν, θα είναι αργά αφού θα τον έχουν στρέψει, ακούσια έστω, στην ακροδεξιά αγκαλιά.
Η κοινωνία των πολλών, προτιμά να χορεύει τα “αναστενάρια” πατώντας πυρωμένα κάρβουνα και κρατώντας μια θρησκευτική εικόνα, παρά να στηρίξει αριστερά και προοδευτικές δυνάμεις. ‘Ίσως από την αρρωστημένη ανάγκη γνωστών πυρομανών, από αυτή των οικείων των, των δικών των, που την αιφνιδίασε αρνητικά ακόμη μια φορά. Προσφεύγοντας στον εθιμοτυπικό πειραματισμό, του κάρβουνου και της εικόνας, ελπίζοντας πως θα φτάσουν στο τέλος της διαδρομής. Ή αλλιώς, θα του βάλω φωτιά και θα το κάψω!
Όλα τα συγχωρούν, όλα τα δέχονται, μα την αριστερά και τις αστοχίες της ποτέ. Σαν την ερωμένη, που ανέχονται τα καπρίτσια και τα τερτίπια της, μα αν η σύντροφος κοιτάξει αλλού, τέλος, το αίσθημα μετατρέπεται αμέσως σε εκδικητικό μίσος. Κατανοητό; Πιο λαϊκά δεν μπορώ να το θέσω!
Απόκαμε το πλήρωμα στην “Αργώ”, χωρίς σκοπό, χωρίς λιμάνι, με εισιτήριο στέρησης, για ένα δέρας, μιας ουτοπίας λαμνοκόποι.
Γεράσαμε στις άγριες θάλασσες της ελπίδας, χωρίς καν την τύχη του κουρασμένου Οδυσσέα, ν’ αντικρύσει την Ιθάκη του. Και όχι, το ταξίδι δεν μας γέμισε γνώση, μάλλον απόγνωση μας κέρασε και ανεμοδούρες. Χαραμίστηκε η ζωή μας, στην ταραχή, στο χάλασμα, κι ας μιλά ο ποιητής για την αξία του ταξιδιού. Δεν υπάρχει Κλυταιμνήστρα, αργαλειός ούτε σκύλος να περιμένει. Μόνο μνήμη πίκρας και άχτι. Θυσιάστηκες γι’ άλλα κι’ αυτοί που έπρεπε μηδέ τον σηματωρό καπνό είδαν, μήτε το μαύρο πανί, του σωστού χρώματος, πρόσεξαν του πλοίου. Συνέχισαν να αγορεύουν ρήτορες σε αδιάφορη πια αγορά, χιλιοειπωμένων λόγων κορεσμένη.
Στο χέρι όμως δεν σ’ έβαλαν, φταίχτη γι’ αυτό σε λένε.
Αντεύχεσαι υπερήφανα όπως αρμόζει, χωρίς καν να υπολογίζεις την πενιχρή σύνταξη, ούτε τα ξεφτισμένα σου όνειρα, που κάποιοι, φίλους τους πέρασες, πειρατές σαλταδόροι λεηλάτησαν. Και κόντρα σ’ αυτούς, εσύ με τα παιδιά ήσουν και τους αδύναμους, από τότε που κατάλαβες τον εαυτό σου. Ευχή δεν χρειάζεσαι, γιατί ευχή είσαι. Δεν πειράζει, του χρόνου πάλι…