1955: Η Ροζα Παρκς και το μποϊκοτάζ των λεωφορείων στο Μοντγκόμερι
γράφει στο peripteron.eu ο Βαγγέλης Πάλλας, ∆ηµοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ / SPJ
Τo 1955 στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα ίσχυε ένας δημοτικός νόμος, ο οποίος υποχρέωνε τους μαύρους να κάθονται στις πίσω θέσεις των λεωφορείων και μάλιστα να παραχωρούν και αυτήν ακόμα τη θέση στους όρθιους λευκούς επιβάτες, όταν τους το ζητούσαν.
Την 1η Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς, μια 42χρονη Αφροαμερικάνα ράφτρα, η Ρόζα Παρκς, σε κάποιο λεωφορείο στο Μοντγκόμερι, αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της σ’ ένα λευκό, ακόμα και όταν ο οδηγός τη διέταξε να σηκωθεί. Στη συνέχεια ο οδηγός ειδοποίησε την αστυνομία, η οποία τη συνέλαβε. Τις αμέσως επόμενες μέρες, η κοινότητα των μαύρων στο Μοντγκόμερι είδε αυτό το γεγονός ως ευκαιρία για να ξεκινήσει διαμαρτυρία ενάντια στους νόμους διαχωρισμού λευκών-μαύρων και συναντήθηκε με σκοπό το σχεδιασμό της. Τύπωσαν 42 χιλ. προκηρύξεις που τις μοίρασαν σ’ όλη την κοινότητα των μαύρων, ενώ οι ιερείς έστελναν το μήνυμα από τους άμβωνες των εκκλησιών.
Στη δίκη που έγινε στις 5 Δεκεμβρίου το δικαστήριο επέβαλε στη Ρόζα Παρκς πρόστιμο, το οποίο επίσης αρνήθηκε να πληρώσει.
Την ίδια μέρα από το πρωί, όλοι σχεδόν οι Αφροαμερικάνοι κάτοικοι αρνήθηκαν να μπουν σε λεωφορεία. Το σύνθημα είχε ήδη μεταδοθεί παντού: «Κανείς στα λεωφορεία».
Το μποϊκοτάζ ξεκίνησε και είχε άμεση επιτυχία, με τη συμμετοχή πάνω από το 90% των μαύρων (οι οποίοι αποτελούσαν το 75% του όγκου των επιβατών). Οι περισσότεροι μετακινήθηκαν περπατώντας, άλλοι με αυτοκίνητα φίλων τους ή ξένων, μερικοί ακόμα και με μουλάρια. Όταν διαπίστωσαν ότι μιας μέρας διαμαρτυρία τους είχε κρατήσει έξω από τα λεωφορεία, αποφάσισαν ομόφωνα να μην ξαναμπούν πλέον στα λεωφορεία μέχρι να γίνουν αλλαγές προς το καλύτερο.
Καθοριστική για την παραπέρα οργάνωση και κλιμάκωση της διαμαρτυρίας ήταν η εμφάνιση του νεαρού τότε ιερέα στο Μοντγκόμερι, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο οποίος, μαζί με άλλους ηγέτες της κοινότητας των Αφροαμερικάνων, συγκρότησε την Ένωση για τη Βελτίωση του Μοντγκόμερι (Μ.Ι.Α.: Montgomery Improvement Association), στην οποία εκλέχτηκε και πρόεδρος.
Σ’ όλη τη διάρκεια του μποϊκοτάζ, οι αρχές και όλη η κοινότητα των λευκών εξαπέλυσαν φοβερή τρομοκρατία ενάντια στους μαύρους, με απειλές κάθε είδους, διώξεις, συλλήψεις και βομβιστικές επιθέσεις (μια από αυτές ήταν στο σπίτι του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, στις 30 Ιανουαρίου του 1956). Επίσης απαγγέλθηκαν στον Κινγκ κατηγορίες για συνωμοσία (με βάση τον νόμο της πολιτείας ενάντια στα μποϋκοτάζ), οι οποίες όμως κατέπεσαν στα δικαστήρια. Τιμωρούσαν όσους μαύρους έπαιρναν κόσμο στ’ αυτοκίνητα τους και συνελάμβαναν για αλητεία αυτούς που περίμεναν για οτοστόπ στις γωνίες. Η τρομοκρατία εντεινόταν, αλλά παράλληλα μεγάλωνε και η αλληλεγγύη μεταξύ των μαύρων. Αυτοί που είχαν αυτοκίνητα έπαιρναν κόσμο, οι νέοι βοηθούσαν τους ηλικιωμένους στις διαβάσεις των δρόμων, άλλοι πήγαιναν με τα πόδια στη δουλειά ή με ποδήλατα πολλοί μαζί, ξεκίνησαν ακόμα και μια εταιρεία ταξί και υπέστησαν μεγάλες πιέσεις από τις αρχές με πρόστιμα για φανταστικές οδικές παραβάσεις.
Οι τοπικές αρχές προσπάθησαν να σπάσουν το μποϊκοτάζ μέσω των τοπικών δικαστηρίων, αλλά η υπόθεση έφθασε στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το οποίο τελικά στις 13 Νοεμβρίου του 1956 αποφάσισε ότι οι νόμοι που επέβαλλαν το διαχωρισμό λευκών-μαύρων στα δημόσια λεωφορεία ήταν παράνομοι. Στις 21/12/56 ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ο Γκλεν Σμίλεϊ, ένας λευκός ιερέας, κάθισαν μαζί στις μπροστινές θέσεις ενός δημόσιου λεωφορείου. Το μποϊκοτάζ, μετά από διάρκεια 381 ημερών, έληξε με επιτυχία.
Η Ρόζα Παρκς έχει ονομαστεί «η μητέρα του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων» και ένας απ’ τους πιο σημαντικούς πολίτες του 20ού αιώνα.
Η Ρόζα Παρκς δεν ήταν η πρώτη Αφροαμερικάνα που συνελήφθη γι’ αυτό το «αδίκημα». Ήταν η πρώτη όμως που, όταν συνελήφθη, ήταν ήδη γνωστή στην κοινότητα των Αφροαμερικάνων ως γραμματέας του προέδρου της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Εγχρώμων Ανθρώπων (NAACP: National Association for the Advancement of Colored People), η οποία είχε ιδρυθεί το 1910 με κύριο σκοπό: «οι μαύροι άνδρες και οι μαύρες γυναίκες να απολαμβάνουν πλήρως τα δικαιώματα τους ως πολίτες, να βρίσκουν δικαιοσύνη στα δικαστήρια και ίσες ευκαιρίες».
Όπως αφηγείται η ίδια, σε μια συνέντευξη της το 1995, είχε εμπνευστεί από το περιβάλλον που μεγάλωσε, οι γονείς της πίστευαν στην ελευθερία και την ισότητα των ανθρώπων και δεν ήθελαν να ζουν κάτω από το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων. Λέει χαρακτηριστικά: «Δεν είχαμε καθόλου πολιτικά δικαιώματα. Το μόνο που μας απασχολούσε ήταν η επιβίωση, να υπάρχουμε από τη μια μέρα στην άλλη. θυμάμαι όταν πήγαινα για ύπνο, όταν ήμουνα μικρό κορίτσι, άκουγα τα μέλη της Κου Κλουξ Κλαν να κάνουν επιδρομές, να λιντσάρουν, και φοβόμουν ότι θα μας κάψουν το σπίτι».
Όταν ρωτήθηκε αν αισθάνθηκε φόβο ή θυμό, όταν αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο, είπε ότι δεν θυμάται κάτι τέτοιο, αλλά ότι ένιωθε αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει το γεγονός αυτό ως ευκαιρία για να δείξει ότι δεν ήθελε πια να ζει κάτω από τέτοια μεταχείριση, καθώς, και το πόσο πολύ έχουν υποφέρει οι μαύροι στις ΗΠΑ.
Η θαρραλέα πράξη της Ρόζα Παρκς αποτέλεσε παράδειγμα και σύμβολο έμπνευσης για ολόκληρο το κίνημα δικαιωμάτων στις ΗΠΑ. Πυροδότησε ένα ευρείας κλίμακας μποϊκοτάζ του συστήματος των λεωφορείων για τους μαύρους, που στη συνέχεια πήρε πανεθνικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα τον τερματισμό των φυλετικών διακρίσεων στα λεωφορεία. Ο «πόλεμος των λεωφορείων» θεωρείται από πολλούς η απαρχή του σύγχρονου κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ.