Το όραμα του Πολυτεχνείου, η ανατροπή του καπιταλισμού και ο σοσιαλισμός, παραμένει ακόμα ανεκπλήρωτο
της Έλενας Παπαγεωργίου
To Πολυτεχνείο δεν ήταν ο ξεσηκωμός κάποιων ονειροπόλων φοιτητών/ριών, αλλά οι νέοι εκείνοι άνοιξαν το δρόμο στην εργατική τάξη που επιχείρησε μέσα από ηρωικές συγκρούσεις την ανατροπή της χούντας. Ο αγώνας αυτός, παρά το ότι δεν νίκησε, οδήγησε στη μεταπολίτευση, δηλαδή στην περίοδο που η εργατική τάξη πέτυχε κατακτήσεις που δεν είχε πετύχει όλο το προηγούμενο διάστημα και που έβαλε εκ νέου στο τραπέζι το όραμα για μια νέα καλύτερη κοινωνία, για το σοσιαλισμό.
Στις 21 Απριλίου επιβλήθηκε στρατιωτική δικτατορία. Όμως δεν κατάφερε ποτέ να ριζώσει, να αποκτήσει ερίσματα στην κοινωνία, με αποτέλεσμα από το 1970 να προσπαθήσει να κάνει «ανοίγματα» προς τα παλιά αστικά κόμματα και να επιδιώξει ενός είδους «φιλελευθεροποίηση». Παράλληλα το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ. (που είχε προκύψει από τη διάσπαση του ΚΚΕ) μιλούσαν για «ενιαίο αντιδικτατορικό μέτωπο», πολύ μακρυά από τις ανάγκες της εργατικής τάξης.
Όμως το 1972 ξεκίνησαν οι πρώτες μικρές απεργίες. Ακόμη και η ΓΣΕΕ που ήταν τότε διορισμένη από τη χούντα άρχισε να ψελλίζει αιτήματα για αύξηση του μεροκάματου και μείωση του ωραρίου εργασίας. Ήταν η περίοδος που σε όλο τον κόσμο (Γαλλία, Ιταλία, Τσεχοσλοβακία, ΗΠΑ) μιλούσαν για αλλαγή του συστήματος.
Το φοιτητικό κίνημα στην Ελλάδα ήταν αυτό που άναψε το φυτίλι των αγώνων. Επηρεασμένο από το Μάη του ’68, παρά τους χαφιέδες που κυκλοφορούσαν μέσα στα Πανεπιστήμια, οργανώνει Επιτροπές Αγώνα και πραγματοποιεί το 1972 τις πρώτες αποχές, συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις στους δρόμους. Η χούντα απαντάει με καταστολή: επιστρατεύει όποιον φοιτητή θέλει. Αλλά αυτό φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Η αντίσταση δυναμώνει.
Στις 21 Φλεβάρη ξεκινάει η κατάληψη της Νομικής από τους φοιτητές της σχολής αλλά και από φοιτητές της Φυσικομαθηματικής που φτάνουν με πορεία από το Χημείο. Το φοιτητικό κίνημα για πρώτη φορά βάζει ξεκάθαρα σαν στόχο της ανατροπή της χούντας, ενώ χιλιάδες εργάτες/ριες κατεβαίνουν στο κέντρο της Αθήνας για να τους συμπαρασταθούν. Όμως μέσα στη σχολή οι φοιτητές διαφωνούν: οι φοιτητές της Νομικής, που ελέγχονται από το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ. επιδιώκουν τη συμπαράσταση των αστών πολιτικών – οι οποίοι τελικά βέβαια δεν άρθρωσαν ούτε κιχ – και αποκλείουν τους φοιτητές της Φυσικομαθηματικής που ελέγχονται από τις επαναστατικές οργανώσεις και επιδιώκουν την ανατροπή της χούντας από τα κάτω. Την επόμενη μέρα η κατάληψη σπάει μετά από «συμφωνία» των φοιτητών της Νομικής με τη Σύγκλητο η οποία ασφαλώς δεν τηρεί κανέναν από τους όρους της συμφωνίας και εντείνει την τρομοκρατία μέσα στη σχολή. Η αστυνομία, όταν επιχειρείται εκ νέου κατάληψη της Νομικής μετά από ένα μήνα, σπάει στο ξύλο τους φοιτητές. Αλλά οι φοιτητές/ριες πλέον έχουν μάθει το μάθημα τους και έχουν ξεχωρίσει και ποια από τις δύο «γραμμές» της ρεφορμιστικής ή της επαναστατικής Αριστεράς θέλουν να ακολουθήσουν.
Ήταν φανερό ότι το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ. έβλεπαν την κατάληψη ως φοιτητική κινητοποίηση και εκτιμούσαν ότι «δεν είναι ώριμες οι συνθήκες» για να πέσει η χούντα. Γι’αυτό και έσπασαν την πρώτη κατάληψη της Νομικής. Αντίθετα οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς μέσα από τις Επιτροπές Πάλης στη Φυσικομαθηματική και την Ιατρική Σχολή προσπάθησαν να φέρουν σε επαφή το φοιτητικό με το εργατικό κίνημα για να κλιμακώσουν τις μορφές πάλης. Κι αυτό άνοιξε το δρόμο στην εξέγερση του Νοέμβρη.
Στις 14 Νοέμβρη και ενώ πραγματοποιούνταν συνελεύσεις και στη Νομική και στο Πολυτεχνείο, φτάνει στη Νομική η είδηση ότι η αστυνομία έχει περικυκλώσει το Πολυτεχνείο και τότε, μετά από πρόταση ενός φοιτητή από την επαναστατική Αριστερά, ξεκινάει πορεία από τη Νομική στο Πολυτεχνείο. Μέσα στο Πολυτεχνείο το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ. προσπαθούν να πείσουν τους φοιτητές/ριες να αποχωρήσουν. Στο Πολυτεχνείο μένουν μόνο φοιτητές της επαναστατικής Αριστεράς και άλλοι αγωνιστές, που φωνάζουν «Κάτω η Χούντα» ενώ μέχρι το βράδυ χιλιάδες εργαζόμενοι συμπαρίστανται στους εξεγερμένους φοιτητές. Η κατάληψη του Πολυτεχνείου είναι γεγονός και τότε επιστρέφουν και οι υπόλοιποι φοιτητές που είχαν αποχωρήσει.
Και πάλι τότε ξεκινάει η διαμάχη μεταξύ των ίδιων των φοιτητών για τα αιτήματα της κατάληψης: από τη μία πλευρά η ρεφορμιστική Αριστερά επιδιώκει τα αιτήματα να είναι φοιτητικά, ενώ η επαναστατική Αριστερά προπαγανδίζει τη Γενική Απεργία. Μέσα στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο πραγματοποιούνται συνελεύσεις όλων των σχολών, οι οποίες αποφασίζουν ότι ο επόμενος στόχος είναι οι εργάτες να πλαισιώσουν την κατάληψη.
Κι έτσι ακριβώς γίνεται, με αποτέλεσμα να γίνουν μέσα στο Πολυτεχνείο εργατικές συνελεύσεις με στόχο την πολιτική και οικονομική απεργία. Το σύνθημα «Γενική Απεργία» έδινε τη δυνατότητα εξάπλωσης της εξέγερσης στην εργατική τάξη, ανοίγοντας ένα παράθυρο για το πώς μπορεί να πέσει η χούντα από τα κάτω.
Σιγά σιγά η κατάληψη του Πολυτεχνείου μετατρέπεται σε λαϊκή εξέγερση. Στις 16 Νοέμβρη πάνω από 300000 άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους για να συμπαρασταθούν στους φοιτητές/ριες. Το απόγευμα η αστυνομία αποφασίζει να καταστείλει την εξέγερση με δακρυγόνα και ακροβολιστές που πυροβολούν στο ψαχνό. Διαδηλωτές προσπαθούν να καταλάβουν κρατικά κτήρια και οι μάχες συνεχίζονται παντού αλλά τα μεσάνυχτα κάνουν την εμφάνιση τους τα τανκς. Στήνονται οδοφράγματα για να μη φτάσουν τα τανκς στο Πολυτεχνείο, χωρίς όμως επιτυχία. Κι ενώ εργάτες επιτίθενται ηρωικά στα τανκς από πίσω, οι φοιτητές/ριες που φωνάζουν συνθήματα στα κάγκελα, προσπαθούν να συμφιλιωθούν με τους φαντάρους. Όμως πρόκειται για επίλεκτους από το καθεστώς φαντάρους.
Το τανκ ρίχνει την πύλη του Πολυτεχνείου και αμέσως μπαίνουν μέσα φασίστες και στρατιώτες της ΕΣΑ που κυνηγάνε και σκοτώνουν φοιτητές, ενώ μερικοί από τους φαντάρους κλαίνε. Οι διαδηλώσεις στην Αθήνα συνεχίζουν αλλά καταστέλλονται άγρια.
Το Πολυτεχνείο μπορεί να «ηττήθηκε» αλλά έδειξε σε όλους τι ήταν πραγματικά η χούντα. Ο φόβος για μια νέα εξέγερση οδήγησε στη μεταπολίτευση, κατά τη διάρκεια της οποίας το εργατικό κίνημα είχε πολλές νίκες. Ακόμη και σήμερα η δεξιά μιλάει για «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς» αλλά το όραμα του Πολυτεχνείου, η ανατροπή του καπιταλισμού και ο σοσιαλισμός, παραμένει ακόμα ανεκπλήρωτο.
Δικό μας χρέος να παλέψουμε για να το πετύχουμε!