Θέμος Κορνάρος, εξόριστος Κομμουνιστής συγγραφέας

Ο Θέμος Κορνάρος ήταν ένα πραγματικό υπόδειγμα αλύγιστου κομμουνιστή. Οργανώνεται στο Κόμμα, πιθανότατα την περίοδο του Μεσοπολέμου, μιας και στα 3 βιβλία εκείνης της περιόδου («Αγιον Ορος, Αγιοι χωρίς μάσκα», «Σπιναλόγκα» και «Αλήτης») φαίνεται μια πορεία ιδεολογικοπολιτικής ωρίμανσης.

Η Μέλπω Αξιώτη αναφέρει πως είναι ο Ελληνας λογοτέχνης που έχει συμπληρώσει τα πιο πολλά χρόνια στις φυλακές και τις εξορίες. Φολέγανδρος, Ακροναυπλία κι από εκεί «Τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό / Από το Χαϊδάρι στα μπουντρούμια του Μεσολογγιού, / Απ’ τη Μακρόνησο στον Αϊ – Στράτη, / Δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου, / Με δυο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου…», όπως γράφει ο Γιάννης Ρίτσος για τον Κορνάρο .

«Αισθάνομαι πως δεν έχω δικαίωμα προ πολλού να έχω τίποτε δικό μου. Και η αναπνοή μου ακόμη είναι για το κίνημα», γράφει ο ίδιος ο Κορνάρος σε επιστολή του.

Ο Θέμος Κορνάρος ήταν υπόδειγμα στρατευμένου λογοτέχνη, που αφιέρωσε το έργο του στην αποκάλυψη της εκμετάλλευσης και της αδικίας, που ύμνησε τους αγώνες του λαού μας, που αφιέρωσε το έργο του στο να κρατήσει ζωντανούς στις μνήμες του λαού αυτούς τους αγώνες.

Να πώς απαντά ο Θ. Κορνάρος στην ερώτηση που του έγινε, για το αν ο καλλιτέχνης «θα κρατηθεί στην απομόνωση του «αισθητισμού» ή θα πάρει ενεργό μέρος στον κοινωνικό αγώνα»: «Ο καλλιτέχνης βρίσκεται ανάμεσα στην εργαζόμενη ανθρωπότητα, για να καταγράψει την πείρα των εργαζομένων, να γκαρδιώνει τους στρατούς της απελευθέρωσης στον αγώνα τους, να τραγουδά τις νίκες τους με ένα σκοπό πάντα: Να κάνει λιγότερο σκληρό τον πόνο του αγωνιζόμενου σε κάθε στιγμή και σε κάθε φάση του αγώνα.

Εκείνος ο καλλιτέχνης που αρνιέται τον κοινωνικό και τον αγωνιστικό χαρακτήρα της τέχνης, είναι πια πεθαμένος, ή χαροπαλεύει ανάμεσα στην Ακαδημία Αθηνών και στο Αθήνησι Πανεπιστήμιον». Σε ένα από τα άρθρα του, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», με τίτλο «Πάνω στα προβλήματα της προλεταριακής τέχνης», που το υπογράφει ως «Εργάτης», υποστηρίζει: «Αν και δεν έχει γραφτεί προλεταριακή τέχνη είναι δυνατόν και αναγκαίο να γραφεί από τους ίδιους τους εργάτες».

Αλλωστε, το σκοπό της τέχνης του και της ζωής του τον δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου του «Με τα παιδιά της θύελλας»: «Ξέρω πού πηγαίνω και τι θέλω. Βρήκα την πόρτα που φέρνει πέρα από τον κατάκλειστο κάμπο, και πάω να συναντήσω το Λαό που μάχεται, και να γίνω ένας από τους πρακτικογράφους των αγώνων του».

Ο «κουμπάρος», όπως ήταν η προσωνυμία του, αλλά και όπως αποκαλούσε ο ίδιος το συναγωνιστή, το φίλο, το σύντροφο, χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη αγάπη που έχει στον άνθρωπο, όχι γενικά κι αόριστα, αλλά στον εργάτη, στο μεροκαματιάρη, αυτόν που δέχεται την καταπίεση και η συνείδησή του είναι σε άμεση σχέση με τις συνθήκες, έχει τα πισωγυρίσματά της, δεν είναι μια ευθεία πορεία.

«Απ’ όλα τα μνημεία που στήθηκαν ή θα στηθούνε στο μέλλον, το πιο μεγάλο, το πιο ασύγκριτο είναι η ίδια η ανθρώπινη μνήμη. Μα και το πιο ευπαθές. Συχνά θαμπώνει, εύκολα αμβλύνεται όταν δεν προκαλούνε να εργαστεί, ή όταν της απαγορεύουν να εκφράζεται»

πηγή:arxeio.kke.gr

Print Friendly, PDF & Email