Τέλος στις έκτακτες παροχές, όλα τα λεφτά για το χρέος

Κόβονται… μαχαίρι από το 2025 τα ειδικά επιδόματα και άλλες έκτακτες παροχές, που έως τώρα δίνονται από τις υπερβάσεις των κρατικών εσόδων σε σχέση με τον προϋπολογισμό. Όπως ξεκαθάρισε σήμερα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρώπης δεν θα μπορούν να δίνονται έκτακτες παροχές και οι τυχόν υπερβάσεις στα έσοδα του προϋπολογισμού θα μπορούν να κατευθύνονται μόνο στον σχηματισμό αποθεματικών και στη μείωση του χρέους.

Η κυβέρνηση, πάντως, κινείται προς το παρόν με βάση τους προηγούμενους κανόνες για το τρέχον έτος και αναμένεται το επόμενο διάστημα να λάβει τις τελικές της αποφάσεις για έκτακτο επίδομα σε χαμηλοσυνταξιούχους, οικογένειες με παιδιά, ευάλωτα νοικοκυριά και άτομα με αναπηρία. Η εκτέλεση του προϋπολογισμού κατά το πρώτο τρίμηνο αφήνει περιθώρια για αυτή την παροχή.

Όμως, όπως εξήγησε σήμερα ο διοικητής της ΤτΕ, η καθιέρωση του νέου δημοσιονομικού κανόνα που επιβάλλει τον έλεγχο των δημοσίων δαπανών δημιουργεί ένα νέο σκηνικό για τη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο δεν θα αφήνει πλέον περιθώρια για έκτακτες παροχές. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα,

Με βάση την εμπειρία από τη διαχείριση των κρίσεων του παρελθόντος, η ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των οικονομιών απαιτεί την άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμάται ότι απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα σε κυκλικά διορθωμένους όρους ύψους 2% του ΑΕΠ, ώστε να δημιουργείται το απαραίτητο δημοσιονομικό απόθεμα ασφαλείας.
Το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης προϋποθέτει ένα συνετό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό με περιορισμούς ως προς τη λήψη έκτακτων μέτρων. Η ανάδειξη του κανόνα δαπανών σε λειτουργικό κανόνα παρακολούθησης και συμμόρφωσης συνεπάγεται ότι τυχόν δημοσιονομικός χώρος θα αξιοποιείται για τη δημιουργία αποθεματικού ή/και για τη μείωση του δημόσιου χρέους, ενώ οποιοδήποτε έκτακτο δημοσιονομικό μέτρο στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να χρηματοδοτείται από μέτρο ισόποσης αύξησης των εσόδων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δημοσιονομικών περιορισμών, θα πρέπει να τεθούν ξεκάθαρες προτεραιότητες κατά τη λήψη πιθανών νέων στοχευμένων μέτρων στήριξης προς τις πιο ευάλωτες εισοδηματικές ομάδες.
Προτεραιότητα θα πρέπει επίσης να δοθεί στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, και στην επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών. Αυτό θα επιτρέψει παράλληλα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής και γενικότερα την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης.

Οι προτάσεις πολιτικής από την ΤτΕ

Στις προτάσεις πολιτικής για τα δημοσιονομικά, που καταθέτει η ΤτΕ στην Έκθεση του Διοικητή, σημειώνεται ότι:

Το 2023 αποτελεί έτος-σταθμό ως προς την αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής λόγω αφενός της υπεραπόδοσης των δημοσιονομικών στόχων, με σημαντική διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος χωρίς να πλήττεται η ανάπτυξη της οικονομίας, και αφετέρου της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας. Αυτές οι θετικές εξελίξεις πρέπει να τροφοδοτήσουν μια διαρκή προσπάθεια για προσήλωση σε δημοσιονομική υπευθυνότητα, ιδιαίτερα καθώς η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων μεσοπρόθεσμα θα καταστεί δυσκολότερη, αφού προβλέπεται επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, ενώ η θετική επίδραση του πληθωρισμού στα δημόσια οικονομικά σταδιακά θα εξαλειφθεί.
Η εισαγωγή των νέων δημοσιονομικών κανόνων στην ΕΕ το τρέχον έτος θα οδηγήσει σε ένα συνετό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό με περιορισμούς ως προς τη λήψη έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων. Η ανάδειξη του κανόνα δαπανών σε λειτουργικό κανόνα παρακολούθησης και συμμόρφωσης συνεπάγεται ότι τυχόν δημοσιονομικός χώρος θα αξιοποιείται είτε για τη δημιουργία αποθεματικού είτε για τη μείωση του δημόσιου χρέους, ενώ οποιοδήποτε έκτακτο δημοσιονομικό μέτρο στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να χρηματοδοτείται από μέτρο ισόποσης αύξησης των εσόδων.
Η Ελλάδα ξεχωρίζει μεταξύ των χωρών της ΕΕ με υψηλό χρέος ως προς τη δημοσιονομική ανθεκτικότητα, λόγω της διαρθρωτικής δημοσιονομικής προσαρμογής της προηγούμενης δεκαετίας, των ευνοϊκών χαρακτηριστικών του δημόσιου χρέους και της έγκαιρης απόσυρσης των προσωρινών επεκτατικών μέτρων στήριξης της περιόδου 2020-23.
Eπιπλέον, η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες χώρες της ΕΕ που παρουσιάζουν ισχυρή συμμόρφωση με τον κανόνα δαπανών, όπως αυτός προκύπτει από τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους εθνικούς προϋπολογισμούς του 2024.
Δεδομένης της υψηλής αβεβαιότητας, ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην αξιολόγηση των κινδύνων και στη δημιουργία ικανών αποθεμάτων διαχρονικά, ώστε να υπάρχει δυνατότητα στήριξης της οικονομίας σε περιόδους κρίσης. Ένα πλαίσιο βασιζόμενο στη διαχείριση κινδύνων θα πρέπει: (1) να παρέχει κίνητρα δημιουργίας αποθεμάτων, ακόμη και όταν δεν υπάρχει άμεσος υψηλός κίνδυνος για τη βιωσιμότητα του χρέους, και (2) να επιδιώκει πιο φιλόδοξους στόχους δημοσιονομικής προσαρμογής για χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, υπό τον όρο της αποφυγής προκυκλικής πολιτικής.
Επιπλέον, η πρόσφατη διεθνής εμπειρία των καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, και ειδικότερα στην περιοχή του ευρωπαϊκού νότου, κατέδειξε την ανάγκη πρόβλεψης ειδικών κονδυλίων για έργα προσαρμογής και για την παροχή έκτακτης βοήθειας, πέρα από τις απαραίτητες επενδύσεις για έργα μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Το αυξημένο κόστος των φυσικών καταστροφών θα πρέπει να καλύπτεται είτε από ευρωπαϊκά κονδύλια είτε από πρόσθετες πηγές εσόδων, ώστε να μη διαταράσσεται η δημοσιονομική σταθερότητα. Παράλληλα, η συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα στην αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής, μέσω της προώθησης της ιδιωτικής ασφάλισης περιουσιακών στοιχείων, κρίνεται επιβεβλημένη, καθώς ο δημόσιος τομέας δεν δύναται να αναλάβει μόνος του όλο το βάρος των αποζημιώσεων και της αποκατάστασης των υποδομών.
Για την περαιτέρω ενίσχυση και διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, που θα επιτρέψει παράλληλα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής και γενικότερα την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης. Τα πρόσφατα μέτρα που θεσμοθετήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση αναμένεται να συμβάλουν θετικά στον αναπτυξιακό προσανατολισμό της φορολογικής πολιτικής. Προς τον ίδιο σκοπό θα συνέβαλλε η επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών ως προς την κοινωνική τους χρησιμότητα και την κατάλληλη στόχευση.
Καθώς τόσο το πλήθος όσο και το κόστος των φοροαπαλλαγών έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, μια επαναξιολόγηση κρίνεται αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η αναγκαιότητά τους στην τρέχουσα συγκυρία, καθώς και η επίτευξη του σκοπού τους (στήριξη ευάλωτων ομάδων, ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, προώθηση της καινοτομίας κ.ά.). Μια τέτοια προσέγγιση, συνδυαστικά με την αύξηση των ελέγχων ως προς τη χρήση των φοροαπαλλαγών, θα ενίσχυε τη φορολογική δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Τέλος, η τόνωση των επενδύσεων, της καινοτομίας και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας και στην ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης και κατ’ επέκταση στη βελτίωση της ανθεκτικότητας της οικονομίας και των δημοσιονομικών μεγεθών. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι καθοριστικός παράγοντας για την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, καθώς και για την κάλυψη του επενδυτικού κενού και ειδικότερα την ενίσχυση των επενδύσεων σε υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, καθαρή ενέργεια, ψηφιακές τεχνολογίες και τεχνητή νοημοσύνη.

Print Friendly, PDF & Email