Τα γκαρσόνια της Αμερικής, και εκείνα της Ευρώπης

Οδοιπορικό στην Μπελίζ. Προσπαθήσαμε να μάθουμε όσα περισσότερα μπορούσαμε για τον τόπο και τους ανοιχτόκαρδους ανθρώπους του, που σε καλημερίζουν όπου σε βρουν.

Η Μπελίζ είναι μια μικρή χώρα της Κεντρικής Αμερικής, συνορεύει με το Μεξικό και τη Γουατεμάλα, και βρέχεται από την όμορφη Καραϊβική. Στη ζούγκλα της ενδοχώρας υπάρχουν πολλές ακροπόλεις και ανάκτορα των Μάγιας, ενώ τα παράλια και τα μικρά νησιά ξεχωρίζουν για τα τιρκουάζ νερά τους και τον δεύτερο μεγαλύτερο κοραλλιογενή ύφαλο του κόσμου.

Η Μπελίζ ανεξαρτητοποιήθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο μόλις το 1981, και προηγουμένως ήταν γνωστή ως Βρετανικές Ονδούρες (να μη συγχέονται με τη σκέτη Ονδούρα, επίσης στην Κεντρική Αμερική). Στα σαράντα χρόνια ζωής της, οι περίπου τετρακόσιες χιλιάδες κάτοικοι της χώρας με τις πέντε εθνοτικές/φυλετικές ομάδες και τις άλλες τόσες ομιλούμενες γλώσσες, προσπαθούν να χτίσουν ένα παρόν με αξιοπρέπεια και ένα μέλλον με προοπτική. Σε πρόσφατο σύντομο ταξίδι μας εκεί, προσπαθήσαμε να μάθουμε όσα περισσότερα μπορούσαμε για τον τόπο και τους ανοιχτόκαρδους ανθρώπους του, που σε καλημερίζουν όπου σε βρουν.

Οι Μπελιζιανοί είναι αυτό που θα λέγαμε φτωχοί άνθρωποι, με λιγοστά οικονομικά μέσα, όμως με πρόσβαση στην τεχνολογία και όλες τις σύγχρονες τάσεις. Οι διηγήσεις που ακούσαμε είναι φυσικά οι προσωπικές αναγνώσεις και απόψεις του κάθε ανθρώπου που μας μίλησε, όμως αναδύονται κάποια κοινά στοιχεία που φαίνεται να διατρέχουν τα λεγόμενα των περισσότερων.

Ο ξεναγός μας στην ενδοχώρα μάς ευχαρίστησε δυο-τρεις φορές που ήρθαμε στην Μπελίζ και που βοηθάμε την τοπική οικονομία. Καθώς οδηγούσαμε προς τα δυτικά σύνορα, περάσαμε από ποτάμια και ρυάκια, ζούγκλες και βουνά, και στη μέση του πουθενά, διασχίσαμε μια γέφυρα υπό κατασκευή, μεγάλη και τσιμεντένια. Μας έδειξε την πινακίδα που ανέγραφε στοιχεία του έργου στα αγγλικά, τα ισπανικά και τα αραβικά, κάτω από τα εμβλήματα του ΟΠΕΚ και της κυβέρνησης του Κουβέιτ, που συμμετείχαν στη χρηματοδότηση. Μείναμε με το στόμα ανοιχτό. «Τι δουλειά έχει εδώ ο ΟΠΕΚ», τον ρωτήσαμε έκπληκτοι, «κανείς δεν ξέρει», μας απάντησε, και πρόσθεσε «υποθέτω κάτι θα ζητήσουν σε αντάλλαγμα».

Το γεγονός φαντάζει ακόμα πιο ακατανόητο όταν θυμηθεί κανείς πως το 2018 η κυβέρνηση της Μπελίζ αποφάσισε να μην επιτρέψει υπεράκτιες γεωτρήσεις στα χωρικά της ύδατα, ξεσηκώνοντας κύματα πανηγυρισμών από περιβαλλοντικές οργανώσεις (έτσι, ο μοναδικής οικολογικής αξίας κοραλλιογενής ύφαλος βγήκε από τον κατάλογο των περιοχών υπό κίνδυνο της UNESCO). Η απόφαση είναι μοναδική στην Ιστορία από αναπτυσσόμενη χώρα.

Ο δεύτερος οδηγός μας μάς διηγούνταν πώς η κάθε εθνοτική/φυλετική ομάδα έχει διαφορετική πρόσβαση σε θέσεις στο δημόσιο τομέα, ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να τονώσει την αγροτική και  κτηνοτροφική παραγωγή και να διεισδύσει στις αγορές των ΗΠΑ, όπου ήδη εξάγεται ο χυμός από τα μπελιζιανά πορτοκάλια, ότι το σχολείο είναι υποχρεωτικό για τα παιδιά ως και το γυμνάσιο αλλά πρέπει η οικογένεια να καλύπτει τα έξοδα της στολής, των βιβλίων και να πληρώνει κάποια τέλη που χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση των σχολείων. Δεν είναι μεγάλο το ποσό, μας έλεγε, αν βέβαια κάποιος έχει πολλά παιδιά το πράγμα αλλάζει, σου δίνουν όμως πολύ χρόνο για να αποπληρώσεις τα οφειλόμενα. Το μεγάλο πρόβλημα για κείνον, όμως, είναι το γεγονός ότι τα σχολεία δεν έχουν αρκετούς δασκάλους, επειδή, όπως και οι γιατροί και οι νοσηλευτές, φεύγουν μαζικά στο εξωτερικό, όπου υπάρχουν πιο καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας. «Τους εκπαιδεύουμε και μετά τους χάνουμε», μας είπε μελαγχολικά.

Στον δρόμο προς το λιμάνι, ο ταξιτζής μας ρώτησε τι μουσική προτιμάμε και όταν του είπαμε να παίξει ό,τι θέλει, χαμογέλασε και δυνάμωσε το spotifyόπου άκουγε γκόσπελ. Η παρουσία της Καθολικής Εκκλησίας και των Ευαγγελιστών είναι τρομερά έντονη στο νησί, ίσως το πιο εκκωφαντικό αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας σε όλη την Κεντρική και Νότια Αμερική. Στην Μπελίζ υπάρχουν παντού εκκλησίες και παρεκκλήσια, ακόμα και στα πιο αναπάντεχα μέρη, βλέπουμε ακόμα και μια ιεραποστολή από την Ταϊβάν, μερικές διατηρούν και σχολεία. Ο οδηγός μας, πριν δουλέψει στον τουρισμό, ήταν αστυνομικός, συνοριοφύλακας, είχε οργώσει όλη τη χώρα, και μας έλεγε πως η κυβέρνηση των ΗΠΑ πιέζει για αποτελεσματικότερους ελέγχους στους διακινητές ναρκωτικών. «Όμως εμείς δεν έχουμε πρόβλημα με ναρκωτικά», μας είπε γελαστά, «η ντρόγκααπλά περνάει από δω, αν δεν υπήρχε ζήτηση στις ΗΠΑ δεν θα υπήρχει  και διακίνηση, εμείς μόνο χασίς καπνίζουμε».  Η δουλειά του στη συνοριοφυλακή πλήρωνε καλά, και του εξασφάλισε και σύνταξη, νωρίς-νωρίς, και τώρα συμπληρώνει εισόδημα και φτιάχνει σπίτι. Μας έδειξε μάντρες με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα και μεταχειρισμένα ελαστικά εκατέρωθεν του δρόμου. «Ένα καινούριο αυτοκίνητο είναι πολύ ακριβό πράγμα στην Μπελίζ, απλησίαστο, όλοι αγοράζουν μόνο μεταχειρισμένα που έρχονται απο τις ΗΠΑ».

Στο μικρό, ασπρογάλανο ξενοδοχείο μας, η νεαρή μπαργούμαν μάς εξηγούσε πως ήρθε στο νησί από την ηπειρωτική πρωτεύουσα. Υπάρχει κάμποση δουλειά στον τουρισμό την ξηρή περίοδο, από Δεκέμβρη ως Μάιο, θέλει να μαζέψει λεφτά για ένα σπίτι, τα οικόπεδα στους βαλτότοπους είναι κάπως πιο φτηνά, δεν είναι τόσο όμορφα αλλά αν χτίσουν πολλοί εκεί θα δημιουργηθεί μια γειτονιά, μας είπε λάμποντας από προσμονή. Τον ίδιο στόχο πάνω-κάτω είχε κι ο άλλος μπάρμαν, από το φτωχότερο Νότο εκείνος, που πολύ θα ήθελε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ και μας ρωτούσε πόσο δύσκολο είναι να βγάλει κανείς βίζα εργασίας. Η παραλία είναι γεμάτη υπαλλήλους του δήμου που τσουγκρανίζουνε τα φύκια, και πολλούς πλανόδιους πωλητές. Μια κυρία με παραδοσιακή ενδυμασία των Μάγιας πουλάει χειροποίητα υφαντά και μου δείχνει ένα βραχάκι, «εκεί είναι το μαγαζί μου», χαμογελάει, άλλοι πουλάνε κοσμήματα από κοχύλια, ξυλόγλυπτα και μικρά γλυκά, και κάτι πιτσιρίκια βγάζουν ένα βραχιολάκι από την τσέπη και σε κοιτάνε παρακαλετά: «θα το αγοράσεις;».

Ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» της χώρας και κυρίαρχη πηγή εισοδήματος, με διαφορά από τη δεύτερη που είναι η σημαντική γεωργία και η αξιοπρόσεκτη κτηνοτροφία. Ειδικά τα παράλια και τα νησιά, γεμίζουν από Αμερικανούς τουρίστες, τα μαγαζιά, τα ξενοδοχεία, τα καφέ, τα τουριστικά γραφεία εκδρομών, πλημμυρίζουν Αμερικανούς όλων των ηλικιών. Ακόμα και στην ενδοχώρα, οι εκδρομείς στις πόλεις των Μάγιας προέρχονται στη συντριπτική τους πλειονότητα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Γι’ αυτό ίσως μπορεί κανείς να πληρώνει στα μαγαζιά με δολάριο ΗΠΑ (1:2 αναλογία με το μπελιζιανό δολάριο) και να πέρνει ρέστα σε τοπικό νόμισμα. Πολλοί Αμερικανοί άνω των εβδομήντα ετών φαίνονται πολύ άνετοι με τους τοπικούς κοινωνικούς κώδικες και δεν μοιάζουν επισκέπτες: όπως μάθαμε, είναι συνταξιούχοι που μάζεψαν τα μπογαλάκιά τους και κατηφόρισαν κατά ‘δω, όπου τα νοίκια είναι φθηνότερα, το κόστος ζωής σημαντικά πιο προσιτό, και ο ζεστός καιρός δεν κοστίζει χρυσάφι όπως στις ακτές της Φλόριντας, όπου καταλύουν μετά τη συνταξιοδότησή τους οι πιο ευκατάστατοι Αμερικανοί.

Προερχόμενοι από την Ελλάδα, καθώς πονάμε για το φτηνό «όραμα» μετατροπής της χώρας μας σε απέραντο ξενοδοχείο και real estate, για τη συνεχιζόμενη φυγή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και για το πριόνισμα κάθε δυνατότητας για κοινωνική κινητικότητα των πιο λαϊκών στρωμάτων, το να βρισκόμαστε στη Μπελίζ καταναλωτές των τουριστικών υπηρεσιών της με τη δύναμη του δολαρίου μας, είναι ένα παράξενο αίσθημα. Κι ας μην είναι η Ελλάδα σαν την Μπελίζ γενικά, ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά. «Για σκέψου μια μέρα ένας πολιτικός να τους ξεσηκώσει και να τους πει “σταματήστε να είστε πια τα γκαρσόνια της Αμερικής”», είπε κάποιος από την παρέα, όταν οι ομοιότητες με κάποιες μεσογειακές χώρες άρχισαν να πυκνώνουν.  Οι διαφορές φυσικά πάμπολλες, αλλά υπάρχει η ίδια μελαγχολία όταναναλογίζεται κανείς τις διεξόδους για το φτωχότερο Μπελιζιανό, που απλά δεν υπάρχουν (ακόμα;) και εκείνες για τον φτωχότερο Έλληνα, που ροκανίζονται μεθοδικά βάσει σχεδίου. Τουρισμός, η βαριά και κυρίως η μόνη «βιομηχανία». Και αν στην Μπελίζ δεν υπάρχει (ακόμα;) κάποια ανώτερη ή άνω μεσαία τάξη που αναστενάζει με ανακούφιση όταν ακούει για ιδιωτικά πανεπιστήμια και εξορθολογισμό των δαπανών για τη δημόσια υγεία, τόσο η Ευρώπη όσο και οι ΗΠΑ χρειάζονται ένα μέρος για ξένοιαστες διακοπές.

Ελένη Γουργού

πηγή: kosmodromio.gr