Προστασία της πολιτικής ουδετερότητας αντί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τη σφραγίδα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Την προστασία του δικαιώματος των εργοδοτών «να παρουσιάζουν ουδέτερη εικόνα στους πελάτες τους» επικύρωσε με μια απόφαση με σαφές ρατσιστικό πρόσημο το ανώτατο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζοντας ότι η απαγόρευση της προσέλευσης στον χώρο εργασίας με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου υπονομεύει την πολιτική ουδετερότητας που ενδεχομένως επιθυμεί να προβάλλει ο εργοδότης. Η απόφαση, που αφήνει ελεύθερο το πεδίο στα ισλαμοφοβικά κριτήρια πρόσληψης και απόλυσης με το πρόσχημα της πολιτικής ουδετερότητας, έρχεται να προστεθεί ως επιστέγασμα σε μια σειρά θεσμικών διακρίσεων που υφίστανται οι μουσουλμάνες γυναίκες σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρακάμπτοντας πλήρως τις δεσμεύσεις της σχετικά με την καταπολέμηση των διακρίσεων.

Το δικαίωμα των εργοδοτών να προχωρούν σε απολύσεις όσων καλύπτουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους επικύρωσε με απόφασή του το ανώτατο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Court of Justice of the European Union), με πρόσχημα το δικαίωμα «πολιτικής ουδετερότητας» των εργοδοτών, προτάσσοντας επί της ουσίας τα οικονομικά συμφέροντα και τις εκάστοτε προκαταλήψεις των πελατών έναντι των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Με μια απόφαση που παρακάμπτει πλήρως τις δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την καταπολέμηση των διακρίσεων, το Δικαστήριο εξακολουθεί να παρέχει νομικό έρεισμα στην έννοια της «ουδετερότητας», που χρησιμοποιείται εντός της Ένωσης ως πρόσχημα για την επιβολή ρατσιστικών πολιτικών που προάγουν τον αποκλεισμό και την καταπάτηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

«Η απαγόρευση να φέρουν οι εργαζόμενοι στον χώρο εργασίας οιοδήποτε εμφανές σύμβολο εκδήλωσης πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη του εργοδότη να παρουσιάζει ουδέτερη εικόνα έναντι των πελατών ή να προλαμβάνει τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις» αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή του το ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας στη συνέχεια ότι η παραπάνω κατάσταση «πρέπει να ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη του εργοδότη» και πως «στο πλαίσιο του συμβιβασμού των επίμαχων δικαιωμάτων και συμφερόντων, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το ιδιαίτερο πλαίσιο κάθε κράτους μέλους και ιδίως τις ευνοϊκότερες εθνικές διατάξεις όσον αφορά την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας».

Την ίδια ώρα, το Δικαστήριο κάνει λόγο για «τα δικαιώματα και τις θεμιτές προσδοκίες των πελατών ή των αποδεκτών των υπηρεσιών και ειδικότερα, όσον αφορά την εκπαίδευση, την επιθυμία των γονέων να περιβάλλονται τα τέκνα τους από πρόσωπα τα οποία δεν εκδηλώνουν τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις τους όταν έρχονται σε επαφή με τα παιδιά», ενώ σε άλλο σημείο της ανακοίνωσής του αναφέρει ότι «υπό προϋποθέσεις» γίνεται αποδεκτή «η έμμεση διαφορετική μεταχείριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων», καθώς «μπορεί να δικαιολογηθεί από τη βούληση του εργοδότη να τηρεί στάση πολιτικής, φιλοσοφικής και θρησκευτικής ουδετερότητας έναντι των πελατών ή των αποδεκτών των υπηρεσιών του, προκειμένου να λαμβάνει υπόψη τις θεμιτές προσδοκίες τους».

πηγή: thepressproject.gr

Print Friendly, PDF & Email