Πώς σχεδιάζουν πολεμικές συγκρούσεις πολυεθνικές εταιρείες

Ένα ενδιαφέρον άρθρο στον αμερικανικό ιστότοπο Foreign Policy in Focus αναλύει για ποιο λόγο ο ΟΗΕ είναι πια ανήμπορος και πόσο έχουν αλλάξει οι συνθήκες όσον αφορά στο εμπόριο όπλο και στις συγκρούσεις, με την εμπλοκή πολυεθνικών εταιρικών συμφερόντων.

Όλγα Μαύρου

epa11682109 Palestinians inspect the remains of destroyed buildings following the Israeli airstrikes in Khan Younis, southern Gaza Strip, 25 October 2024. More than 42,800 Palestinians and over 1,400 Israelis have been killed, according to the Palestinian Health Ministry and the Israel Defense Forces (IDF), since Hamas militants launched an attack against Israel from the Gaza Strip on 07 October 2023, and the Israeli operations in Gaza and the West Bank which followed it. EPA/HAITHAM IMAD
«Καλώς ήρθατε στο νέο πρόσωπο της παγκόσμιας σύγκρουσης, όπου οι πιο επικίνδυνες σχέσεις δεν είναι μεταξύ χωρών, αλλά μεταξύ εταιρειών και ένοπλων ομάδων», γράφει ο πολιτικός επιστήμων Ameer Al-Auqaili στο πανεπιστήμιο Wayne State University του Μίσιγκαν. Γράφει στο άρθρο του στο Foreign policy in focus:

«Ας δούμε την διαδρομή που κάνει ένα όπλο που μπορεί να ισοπεδώσει ένα οικοδομικό τετράγωνο: Κατασκευάζεται τμηματικά π.χ. στο Βέλγιο, συναρμολογείται στο Ντουμπάι, χρηματοδοτείται μέσω ελβετικών τραπεζών και παραδίδεται σε μαχητές από μια “εταιρεία logistics” που είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο της Σιγκαπούρης. Δεν είναι σενάριο ταινία, αλλά ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο σύγχρονος πόλεμος».

«Όταν μια επίθεση με drones έπληξε τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας το 2019, οι ερευνητές εντόπισαν την τεχνολογία των όπλων και δεν κατέληξαν σε κάποιο έθνος ή κράτος, αλλά σε ένα περίπλοκο δίκτυο εταιρικών προμηθευτών και ενόπλων ομάδων», συνεχίζει το άρθρο. «Καλώς ήλθατε στο νέο πρόσωπο της παγκόσμιας σύγκρουσης, όπου οι πιο επικίνδυνες σχέσεις δεν είναι μεταξύ των χωρών, αλλά μεταξύ εταιρειών και ένοπλων ομάδων. Αυτές οι σκιώδεις συμμαχίες αναδιαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι πόλεμοι, ποιος κερδίζει από αυτούς και γιατί η παραδοσιακή ειρήνη δεν λειτουργεί πια.

»Η παλιά εικόνα που είχαμε για τους εμπόρους όπλων ως σκοτεινές φυσιογνωμίες που τριγυρνούσαν με μια βαλίτσα γεμάτη μετρητά είναι εδώ και πολλά χρόνια απελπιστικά ξεπερασμένη. Το σημερινό εμπόριο όπλων διεξάγεται από νόμιμες εταιρείες όπλων, αλλά και εταιρείες τεχνολογίας και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι εξπέρ στο να δουλεύουν στις γκρίζες ζώνες την συγκρούσεων.

»Ας δούμε την συνεχιζόμενη σύγκρουση στην Υεμένη. Ενώ η προσοχή των μέσων ενημέρωσης επικεντρώνεται στους κρατικούς παράγοντες, οι ιδιωτικοί εργολάβοι και οι λεγόμενες αμυντικές εταιρείες διαμορφώνουν περίπλοκες σχέσεις με τους τοπικούς παράγοντες, δηλαδή τις ομάδες που συγκρούονται. Αυτές οι εταιρείες δεν προμηθεύουν μόνο όπλα, αλλά και εκπαίδευση, συντήρηση, ακόμη και επιχειρησιακή υποστήριξη, διατηρώντας παράλληλα ένα επίχρισμα νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας.

«Εταιροποίηση των συγκρούσεων»

Ο αρθρογράφος παραθέτει την γνώμη της Sarah Martinez, ειδικής στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών: «Αυτό που βλέπουμε είναι η “εταιροποίηση” των συγκρούσεων. Δεν πρόκειται πλέον για απλές συμφωνίες πώλησης όπλων – είναι μακροχρόνιες επιχειρηματικές σχέσεις που δημιουργούν συνεχείς κύκλους βίας».

Και συνεχίζει ο ίδιος: «Ο οικονομικός ιστός που υποστηρίζει αυτές τις συμμαχίες είναι σκόπιμα αδιαφανής και έχει σχεδιαστεί έτσι, ώστε να μη λογοδοτεί πουθενά. Οι ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες, που συχνά είναι εγγεγραμμένες σε υπεράκτιες εταιρείες όπως στο Ντουμπάι ή στην Σιγκαπούρη, συστήνουν άλλες εταιρείες που εδρεύουν στην Καραϊβική. Αυτές οι “θυγατρικές” στην Καραϊβική ή αλλού, με τη σειρά τους, αναθέτουν υπεργολαβικές πράξεις σε διάφορες εταιρείες “υλικοτεχνικής υποστήριξης” που συχνά εδρεύουν τυπικά στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτό το περίτεχνο σύστημα των εταιρειών-βιτρίνα και των υπεργολάβων επιτρέπει στα όπλα και τον στρατιωτικό εξοπλισμό να ρέουν ελεύθερα σε ζώνες συγκρούσεων χωρίς να χτυπάει κάπου συναγερμός. Η ευθύνη διαχέεται σε έναν ιστό εταιρικών δομών, καθιστώντας σχεδόν αδύνατο να εντοπιστεί η πηγή της αποστολής όπλων ή να λογοδοτήσει κάποιας για τη τροφοδότηση συγκρούσεων.

»Στις πλούσιες σε πόρους περιοχές της Αφρικής, η κατάσταση έχει γίνει ακόμη πιο ανησυχητική. Εκεί οι ιδιωτικές “εταιρείες ασφαλείας”, που συχνά χρηματοδοτούνται από δυτικούς επενδυτές, στήνουν συμμαχίες με τοπικές ένοπλες ομάδες με το πρόσχημα της προστασίας πολύτιμων πετρελαϊκών και άλλων εγκαταστάσεων. Αυτό που ξεκινά ως “ασφάλεια” για την προστασία των πόρων συχνά κλιμακώνεται σε αυτές τις επιχειρήσεις που λειτουργούν ως de facto ιδιωτικές στρατιές, ελέγχοντας ολόκληρες περιοχές και υπονομεύοντας την εξουσία των εθνικών κυβερνήσεων.

»Αυτές οι συμμαχίες όχι μόνο αποσταθεροποιούν την τοπική πολιτική εξουσία, αλλά και περιπλέκουν τις διεθνείς ειρηνευτικές προσπάθειες, δημιουργώντας κενά εξουσίας, οπότε ευδοκιμούν και ένα σωρό μη κρατικοί φορείς. Η σύγχρονη σύγκρουση δεν αφορά μόνο στα κλασικά όπλα και στις βόμβες. Οι σημερινές ένοπλες ομάδες χρειάζονται εξελιγμένη τεχνολογία, την οποία λαμβάνουν από φαινομενικά νόμιμες πηγές. Οι επικοινωνίες, η τεχνολογία παρακολούθησης και τα εργαλεία στον κυβερνοχώρο ρέουν μέσω εταιρικών καναλιών που παρακάμπτουν τη γραμμή που διαχωρίζει το νόμιμο από το παράνομο.

»Αυτά τα εργαλεία επιτρέπουν στις ομάδες να λειτουργούν μυστικά, να επικοινωνούν με ασφάλεια και να φέρνουν σε πέρας πολύ εξελιγμένες επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, οι οποίες μπορεί να είναι εξίσου επιζήμιες με τον συμβατικό πόλεμο. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούν κρυπτογραφημένα εργαλεία επικοινωνίας για να αποφύγουν την κρατική επιτήρηση, ενώ αποκτούν drones και άλλο εξοπλισμό επιτήρησης υψηλής τεχνολογίας μέσω εταιρικών γκρίζων αγορών. Η πρόσβαση στην προηγμένη τεχνολογία εκτείνεται πέρα από τον οπλισμό».

“Αυτό που αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού και φέρνει τα πάνω, κάτω, δεν είναι τα όπλα καθαυτά, αλλά τα συστήματα υποστήριξης”, σημειώνει ο James Wilson, πρώην επιθεωρητής όπλων του ΟΗΕ. Όταν οι παρακρατικές ομάδες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε συστήματα logistics, εκπαίδευσης και τεχνικής υποστήριξης, γίνονται πολύ πιο επικίνδυνες από τις παραδοσιακές ένοπλες δυνάμεις. Αυτές οι εταιρικές συνεργασίες επιτρέπουν στις ένοπλες οργανώσεις να μιμούνται τη δομή των επίσημων στρατιωτικών δυνάμεων, συνδυάζοντας την τακτική των ανταρτών με τη σύγχρονη τεχνολογία για να εμποδίζουν έτσι τον κρατικό έλεγχο, να ξεκινούν κυβερνοεπιθέσεις και ακόμη και να κρατούν εδάφη με ένα επίπεδο πολυπλοκότητας αδιανόητο κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.

»Το μοτίβο επαναλαμβάνεται σε όλες τις περιοχές. Στη Συρία, εταιρικές οντότητες που συνδέονται με ρωσικές στρατιωτικές βιομηχανίες παρέχουν όχι μόνο όπλα αλλά ολόκληρα οικοσυστήματα υποστήριξης σε διάφορες ένοπλες ομάδες. Αυτές οι εταιρείες προσφέρουν τα πάντα, από υλικοτεχνική υποστήριξη και προηγμένο οπλισμό μέχρι οικονομική βοήθεια, δημιουργώντας μια συμβιωτική σχέση με τις τοπικές πολιτοφυλακές. Αυτή η δυναμική επιτρέπει τόσο στις εταιρείες όσο και στις ένοπλες ομάδες να θησαυρίζουν μέσα σε μια αέναη κατάσταση σύγκρουσης.

»Ομοίως, στο Κέρας της Αφρικής, οι κινεζικές εταιρείες, ενώ ασχολούνται επίσημα με την κατασκευή έργων υποδομής, προμηθεύουν ταυτόχρονα τις ένοπλες ομάδες με εξοπλισμό και εμπειρογνωμοσύνη στα ραντάρ. Αυτές οι εταιρείες επωφελούνται οικονομικά και από τις δύο πλευρές: από τη μία εξασφαλίζουν κυβερνητικές συμβάσεις για υποδομές, ενώ από την άλλη εξοπλίζουν τους αντάρτες. Σύμφωνα με το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, αυτές οι ρυθμίσεις συμβάλλουν σε αυτό που οι ερευνητές των συγκρούσεων αποκαλούν “ζώνες βιώσιμης αστάθειας”—περιοχές όπου η βία παρατείνεται σκόπιμα επειδή καθίσταται κερδοφόρα τόσο για τους εταιρικούς παράγοντες όσο και για τις ένοπλες ομάδες».

Ο ΟΗΕ σηκώνει τα χέρια ψηλά…

«Ως αποτέλεσμα, οι παραδοσιακές ειρηνευτικές αποστολές, οι οποίες σχεδιάστηκαν για τη διαχείριση της σύγκρουσης μεταξύ κρατικών φορέων, γίνονται όλο και πιο αναποτελεσματικές», αναφέρει ο αρθρογράφος. «Αυτές οι αποστολές είναι συχνά ανίκανες να αντιμετωπίσουν τον περίπλοκο ιστό εταιρειών και μη κρατικών οντοτήτων που τροφοδοτούν τις συγκρούσεις. Όπως τονίζει το Διεθνές Ινστιτούτο Ειρήνης, οι ειρηνευτικές δυνάμεις είναι σαν ξένο σώμα μέσα σε αυτό το νέο οικοσύστημα συγκρούσεων που έχει αναπτυχθεί και όπου οι κινητήριοι μοχλοί της βίας δεν είναι πλέον αποκλειστικά οι κρατικοί φορείς, αλλά οι εταιρείες με γνώμονα το κέρδος και οι ένοπλες φατρίες που λειτουργούν εκτός των ορίων του κρατικού ελέγχου.

»Η διατήρηση της ειρήνης του ΟΗΕ σχεδιάστηκε για έναν κόσμο όπου τα κράτη ήταν οι κύριοι παράγοντες των συγκρούσεων. Τι συμβαίνει όμως όταν η πραγματική εξουσία βρίσκεται στη συμμαχία εταιρειών και ενόπλων οργανώσεων και όταν οι εταιρείες αυτές λειτουργούν πέρα από τα σύνορα; Σε αυτές τις περιπτώσεις τα παραδοσιακά διπλωματικά εργαλεία και οι ειρηνευτικές συμφωνίες συχνά χάνουν κάθε δύναμη να παίξουν ρόλο στην καταστολή των συγκρούσεων.

»Οι ειρηνευτικές δυνάμεις μπορούν να παρακολουθούν την κατάπαυση του πυρός, αλλά δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις εταιρικές αλυσίδες ανεφοδιασμού που τροφοδοτούν τις συγκρούσεις. Χρησιμοποιούν εργαλεία του εικοστού αιώνα για να πολεμήσουν τις συγκρούσεις του εικοστού πρώτου αιώνα. Αυτές οι συμμαχίες δεν απειλούν μόνο την τοπική σταθερότητα. Υπονομεύουν το διεθνές τοπίο. Όταν οι εταιρείες μπορούν ατιμώρητες να οπλίζουν αποτελεσματικά και να υποστηρίζουν ένοπλες ομάδες, έννοιες όπως η κρατική κυριαρχία και το διεθνές δίκαιο αρχίζουν να καταρρέουν.

»Οι αριθμοί είναι συγκλονιστικοί. Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης, οι εταιρείες που έχουν ως αντικείμενο στρατιωτικές ενέργειες επηρεάζουν τώρα τις συγκρούσεις σε περιοχές όπου ζουν πάνω από 250 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Και πρόκειται για μια σκιώδη οικονομία των περίπου 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως».

Τι μπορεί να γίνει;

«Οι παραδοσιακές κυρώσεις και το εμπάργκο όπλων συχνά αποτυγχάνουν», συνεχίζει στο άρθρο του ο Ameer Al-Auqaili. «Ο λόγος είναι ότι στοχεύουν σε κρατικούς φορείς και όχι τα όλο και πιο επιδραστικά δίκτυα εταιρειών και ενόπλων ομάδων, που αυτά στην ουσία καθοδηγούν τις σημερινές συγκρούσεις. Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν μια εντελώς νέα προσέγγιση στη διεθνή διαχείριση των συγκρούσεων. Πρώτον, προτείνουν να αναγνωρίσουμε ότι οι βασικοί παίκτες στη σκακιέρα δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις τα κράτη, αλλά αυτές οι εταιρείες που κάνουν συμμαχίες με ενόπλους. Χωρίς αυτή τη μετατόπιση της εστίασης, οι κυρώσεις σε κράτη απλά θα συνεχίσουν να στοχεύουν σε λάθος στόχο.

»Δεύτερον, όπως επισημαίνουν πολλοί ειδικοί, πρέπει να θεσμοθετηθεί διεθνώς ένα νομικό πλαίσιο, ώστε να λογοδοτούν αυτές οι εταιρείες για το ρόλο τους στις συγκρούσεις, ιδίως όταν επωφελούνται ή συμβάλλουν άμεσα στη βία. Αυτό θα αντιμετωπίσει τα νομικά κενά που επιτρέπουν στις εταιρείες να αποποιούνται τόσο εύκολα τις ευθύνες παρότι δραστηριοποιούνται σε ζώνες συγκρούσεων.

»Τέλος, οι ειδικοί προτείνουν να αποστέλλονται ειρηνευτικές δυνάμεις οι οποίες να έχουν ως στόχο και αποστολή να διαταράξουν αυτές ακριβώς τις ιδιωτικές συμμαχίες και όχι απλά να επικεντρώνονται στο να μπαίνουν στη μέση για να κρατούν χώρια τις εχθρικές ομάδες. Με την αποκοπή της οικονομικής και υλικοτεχνικής υποστήριξης που παρέχουν τέτοια δίκτυα στις ένοπλες ομάδες, οι ειρηνευτικές προσπάθειες θα μπορούσαν να γίνουν πολύ πιο αποτελεσματικές στον περιορισμό των συγκρούσεων.

»Στο μέλλον οι τοπικές συγκρούσεις δεν θα αφορούν μόνο τα έθνη-κράτη πλέον. Πρόκειται για πολύπλοκες συμμαχίες μεταξύ εταιρειών και ένοπλων ομάδων που επωφελούνται από τη διαρκή αστάθεια. Όπως το έθεσε ένας αξιωματούχος του ΟΗΕ (μιλώντας υπό τον όρο της ανωνυμίας): “Εξακολουθούμε να παίζουμε με απαρχαιωμένους όρους, έχει αλλάξει το παιχνίδι», είπε. «Οι παραδοσιακές μέθοδοι διπλωματίας και διατήρησης της ειρήνης υπολείπονται των ταχέως εξελισσόμενων συμμαχιών μεταξύ των μη κρατικών παραγόντων».

Αυτό πάντως κατά τη γνώμη του αρθρογράφου ήδη συμβαίνει. Όπως γράφει «οι συγκρούσεις έχουν ήδη αλλάξει όπως φαίνεται σε περιοχές από τη Μέση Ανατολή έως τη Λατινική Αμερική. Η συμμετοχή των πολυεθνικών εταιρειών σε συγκρούσεις που βασίζονται σε πόρους, μαζί με εξεγερμένες και ένοπλες ομάδες, προσθέτει και άλλα στρώματα πολυπλοκότητας στην επίλυση των προβλημάτων, ενώ τα παραδοσιακά κράτη αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν με ξεπερασμένα μέσα. Οι συμμαχίες περί ων ο λόγος, υπερβαίνουν τα σύνορα, τις ιδεολογίες και τα νομικά πλαίσια, δημιουργώντας νέα είδη δυναμικής εξουσίας που το διεθνές σύστημα δεν είχε σχεδιαστεί για να διαχειριστεί.

»Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η διεθνής κοινότητα μπορεί να προσαρμοστεί αρκετά γρήγορα για να αντιμετωπίσει αυτή τη νέα πραγματικότητα και αν οι παγκόσμιοι θεσμοί είναι εξοπλισμένοι για να αντιμετωπίσουν συγκρούσεις που δεν ανταποκρίνονται πλέον στους παλιούς κανόνες εμπλοκής. Η τρέχουσα κρίση, απαιτεί όχι μόνο νέα αντιμετώπιση για την επίλυση των συγκρούσεων και την επιβολή της ειρήνης, αλλά και την επαναξιολόγηση του τρόπου κατανομής της εξουσίας σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο όπου οι μη κρατικοί παράγοντες κατέχουν αυξανόμενη επιρροή. Μέχρι τότε, οι εταιρείες αυτές θα συνεχίσουν να αμφισβητούν όχι μόνο την περιφερειακή σταθερότητα, αλλά και το ίδιο το θεμέλιο της διεθνούς τάξης, υπονομεύοντας τις αρχές της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της διακυβέρνησης που έχουν στηρίξει εδώ και καιρό τις παγκόσμιες σχέσεις», καταλήγει ο αρθρογράφος.