“Περίμενα ότι οι Έλληνες θα υποχωρούσαν, όχι ότι θα ξεβρακωθούν”

Διονύσης Δρόσος

Το πεδίο που ορίζεται από τον Ελλήσποντο, Αιγαίον Πέλαγος, Κρήτη, Κύπρο, Ανατολική Μεσόγειο, μέχρι Σουέζ, αποτελεί ενιαία γεωπολιτική περιοχή. Ο έλεγχός της έχει τεράστια γεωστρατηγική αξία σε παγκόσμιο επίπεδο. Εάν ελέγχεται από μία ενιαία κρατική οντότητα, αυτή καθίσταται ιδιαιτέρως ισχυρή και διεθνής δύναμη με κρίσιμη βαρύτητα. Δύο μακρόβιες αυτοκρατορίες στηρίχτηκαν στον έλεγχο αυτού του κρίσιμου στην παγκόσμια σκακιέρα άξονα: Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πανίσχυρες αυτοκρατορίες, συνολικής διάρκειας, αθροιστικά, 15 αιώνων.

Η κρίση και η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συμπίπτει με την διαδικασία της εθνικής αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων που την συνέθεταν, αρχής γενομένης από την Ελληνική Επανάσταση που οδήγησε στην απόσπαση ενός μέρους της Αυτοκρατορίας, την συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους, το οποίο αφενός δεν συμπεριελάμβανε ολόκληρο τον υπό οθωμανική διοίκηση Ελληνισμό, αφετέρου όμως, πλήγωσε θανάσιμα την πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία, καθιστώντας την αυτό που μέχρι την οριστική διάλυσή της ονομάστηκε “μεγάλος ασθενής”.

Και μολονότι η καθοδική της πορεία είχε ήδη αρχίσει από παλαιότερα, από τότε πλέον τίθεται το σημαντικό διπλωματικό ζήτημα του διαμοιρασμού των ιματίων της. Αυτή η νέα κατάσταση έχει τις εξής συντεταγμένες:

Πυρετώδη εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων, που καμία τους δεν επιθυμεί την συγκέντρωση όλης αυτής της απολεσθείσας ισχύος στα χέρια των ανταγωνιστών της.
Αλυτρωτικό ζήτημα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, που αφήνει εκτός του τα σημαντικότερα ίσως κομμάτια του Ελληνισμού· ζήτημα που εκφράζεται πλέον ως κυρίαρχη ιδεολογική σημαία της χώρας, υπό τον τίτλο “Μεγάλη Ιδέα”,
Διεργασίες στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας που προετοιμάζουν τη συγκρότηση τουρκικού εθνικού κράτους, σε όσο γεωγραφικό τμήμα της Αυτοκρατορίας μπορεί να σωθεί.
Η Μεγάλη Ιδέα, μια εθνική στρατηγική εντός των ορίων που επέτρεπαν οι ξένες εξαρτήσεις, με πολέμους μιας δεκαετίας, άλλοτε με επιδέξια εκμετάλλευση ευκαιριών που επέκτειναν την ελληνική επικράτεια, άλλοτε με τυχοδιωκτισμούς, πάντα όμως με διχασμό, κατέληξε να εμπλέξει την χώρα σε διεθνή ιμπεριαλιστικά παιχνίδια υπεράνω των δυνάμεών της και οδηγήθηκε σε οδυνηρό τέλος με την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Καταστροφή που υπήρξε συγχρόνως η ιδρυτική πράξη του τουρκικού εθνικού κράτους.

Για τον Ελληνισμό ωστόσο, βιώθηκε ως μια βαριά ήττα, όπως και ήταν πράγματι, καθώς υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει πανάρχαιες κοιτίδες και κέντρα του πολιτισμού του. Μέσα από μια περιπετειώδη διαδοχή πραξικοπημάτων και προνουντσιαμέντων, κατά τον μεσοπόλεμο, η άρχουσα τάξη βρίσκει ένα υποκατάστατο μιας εθνικής ιδεολογίας μετά την οριστική υποστολή της σημαίας της Μεγάλης Ιδέας. Το υποκατάστατο αυτό είναι ετεροπροσδιοριζόμενο και αρνητικό: Ο αντικομμουνισμός. Δεν αποτέλεσε πρωτοτυπία ή επινόηση των ελληνικών ελίτ βεβαίως. Ούτε το τουρκικό καθεστώς υπήρξε λιγότερο αντικομμουνιστικό.

Κύπρος-Αιγαίο-Θράκη

Η μεγάλη διαφορά είναι πως στην Τουρκία, από της ιδρύσεώς του, το εθνικό κράτος είχε και έχει σαφή προσανατολισμό στην ανασύσταση, αν όχι ολόκληρης της παλαιάς αυτοκρατορίας, οπωσδήποτε όμως, στην αναθεώρηση των Συνθηκών που υποχρεώθηκε σε στιγμές αδυναμίας να υπογράψει και, όσον αφορά τα καθ’ ημάς, την ανάκτηση του ελέγχου του ενιαίου στρατηγικού χώρου που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε στην αρχή.

Αυτός ο προσανατολισμός είναι πανεθνικός στην Τουρκία. Και δεν περιορίζεται σε πανηγυρικές και μεγαλομανιακές εκδηλώσεις – παρότι δεν τσιγκουνεύεται ούτε αυτές – αλλά σε ψύχραιμο στρατηγικό σχεδιασμό, που με ευελιξία, αλλά και υπομονετική στοχοπροσήλωση ακολουθείται από όλες τις τουρκικές κυβερνήσεις και έχει την συναίνεση ολόκληρου του πολιτικού φάσματος, της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένης.

Και ο σχεδιασμός αυτός είναι σαφής: Κύπρος-Αιγαίο-Θράκη. Έχει διατυπωθεί και ρητά (από τον συνταγματολόγο, αρθρογράφο και σύμβουλο του Ντενκτάς, Mümtaz Soysal) αλλά και αν δεν είχε ειπωθεί καθαρά, η απλή παρακολούθηση των τουρκικών κινήσεων επιβεβαιώνει πως περί αυτού πρόκειται. Αυτό όσον αφορά τα καθ’ ημάς, καθόσον η Τουρκία έχει και άλλα στρατηγικά μέτωπα ενδιαφέροντος.

Κύπρος: Απουσία ελληνικής εθνικής στρατηγικής

Ο αντικομμουνισμός στην Ελλάδα, ωστόσο, λειτούργησε ως φύλο συκής που κάλυψε την απουσία εθνικής στρατηγικής άλλης από εκείνη της συμμόρφωσης με τα συμφέροντα του “συμμαχικού παράγοντα”. Ήδη από πολύ νωρίς – μετά το 1922 – η εξέγερση των Κυπρίων το 1931 δεν είχε την τύχη της Κρητικής επανάστασης, δεν υποστηρίχθηκε από τη μητέρα πατρίδα, καθόσον δεν έπρεπε να θιγούν τα συμφέροντα της “φίλης” Μεγάλης Βρετανίας, η οποία είχε αγοράσει την Κύπρο το 1889 από τους Οθωμανούς, οι οποίοι μάλιστα δια της Συνθήκης της Λωζάννης, είχαν παραιτηθεί κάθε δικαιώματός τους επί της νήσου (άρθρα 16 και 20).

Ασφαλώς, στο διεθνές αντικομμουνιστικό μέτωπο η χώρα μας όφειλε να παίξει έναν ρόλο εξ ορισμού υποδεέστερο εκείνου της Τουρκίας, εφόσον η τελευταία, αν και μειωμένη, μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας, εξακολούθησε να διατηρεί πολύ σημαντικότερη από την Ελλάδα γεωπολιτική θέση, εφόσον το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο είχε κυρίως μέτωπο με την Ρωσία, την τότε ΕΣΣΔ. Κυρίως, όμως, η ήττα του 1922 έκρινε το ζήτημα ποια δύναμη από τις δύο θα είχε το πάνω χέρι στο γεωστρατηγικό αυτό μέτωπο.

Επιπλέον, η Τουρκία δεν βίωσε, χάρη στην πολιτική του “επιτήδειου ουδετέρου”, ούτε πόλεμο, ούτε κατοχή, ούτε βεβαίως, εμφύλιο. Με τον εμφύλιο πόλεμο, στην Ελλάδα, η αντικομμουνιστική ιδεολογία εδραιώνεται και γίνεται όχι μόνον το υποκατάστατο εθνικής στρατηγικής, αλλά η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ακόμα και για την εθνική μειοδοσία και προδοσία. Μέχρι το 1974, “εθνικό” ονομάζεται ό,τι είναι απλώς αντικομμουνιστικό. Ακόμα και οι συνεργάτες των στρατευμάτων κατοχής, ξεπλένονται, βαπτίζονται ακόμα και “εθνική αντίσταση”, εφόσον συνέβαλαν στην πάταξη του μεγάλου ιδεολογικού εχθρού.

Το γεγονός ότι η άρχουσα τάξη δεν κατόρθωσε να σωθεί στον εμφύλιο, παρά μόνον χάρη στην βοήθεια του “συμμαχικού παράγοντα”, την προσέδεσε με ακόμα ισχυρότερους δεσμούς εξάρτησης από αυτόν. Δεν ξεχνάμε ωστόσο ότι το Δόγμα Τρούμαν που έσωσε την κατάσταση ήταν ένα πρόγραμμα σημαντικής ενίσχυσης ολόκληρης της πτέρυγας που καλύπτει η Ελλάδα και η Τουρκία. Δεν επρόκειτο για ανταμοιβή για τις τεράστιες υπηρεσίες που προσέφερε η χώρα μας στον συμμαχικό αγώνα, αλλά για μια σοβαρή και μελετημένη οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση της ατλαντικής συμμαχίας στην κρίσιμη για την ανάσχεση των Ρώσων περιοχή.

Η Τουρκία ξαναμπαίνει στο παιχνίδι

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, υπενθυμίζω πως δεν μας απασχολεί στο κείμενο αυτό η αποτίμηση του εμφυλίου καθαυτού. Ανεξάρτητα από την έκβασή του, το γεγονός και μόνον του εμφυλίου αποτέλεσε εθνική ήττα για την Ελλάδα. Ενδιαφέρομαι εδώ μόνον να επισημάνω ορισμένες συνέπειές του που σχετίζονται με το θέμα μας και οι οποίες, αφορούν την μοίρα όλων των Ελλήνων, σε όποια πλευρά και να βρέθηκαν σε αυτόν τον ολέθριο από κάθε άποψη πόλεμο.

Αντιλαμβανόμαστε πλέον όλοι ότι αν το Έθνος δεν μπόρεσε να ενωθεί υπό την Μεγάλη Ιδέα και διχάστηκε, δεν υπήρχε περίπτωση να ενωθεί υπό μια ιδεολογική σημαία κατ’ εξοχήν διχαστική. Τη σημαία της αντικομμουνιστικής εθνικοφροσύνης. Στο μεταξύ βεβαίως, είχε αλλάξει μέσα από την κατοχή και τον εμφύλιο, τόσο η σύνθεση, όσο και τα οικονομικά, πολιτικά και ηθικά χαρακτηριστικά των αρχουσών τάξεων. Κυρίως δε η δυνατότητά τους να ηγηθούν μιας εθνικής στρατηγικής.

Η Τουρκία, παρά την ένταξή της στο ίδιο στρατόπεδο με εμάς, ουδέποτε παραιτήθηκε του δικού της εθνικού προγράμματος. Ο χάρτης των τουρκικών στρατηγείων έμενε ίδιος και με υπομονή και επαγρύπνηση, αναλόγως της ισχύος και των συσχετισμών, τοποθετούν σημαιάκια σε νέες θέσεις. Και αν δεν κατόρθωσε να αποσπάσει τα Δωδεκάνησα, κατόρθωσε ωστόσο και με την βοήθεια των Βρετανών να βάλει πόδι στην Κύπρο.

Ο αντιαποικιακός απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων για την Αυτοδιάθεση-Ένωση, παρότι δεν βρέθηκε υπό αριστερή ηγεσία – κάθε άλλο μάλιστα – δεν υποστηρίχθηκε από το καθεστώς της Αθήνας. Το τελευταίο, μάλιστα, ενώ εκτελούνταν οι Κύπριοι αγωνιστές, έκανε διαπραγματεύσεις με Λονδίνο και Άγκυρα για τις παραχωρήσεις που θα έδινε στους Τούρκους. Την ίδια στιγμή στην Αθήνα το Κυπριακό ήταν το πρώτο γεγονός που οδήγησε μεγάλα κομμάτια του λαού (της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένης, αν όχι πρωτοστατούσας) στους δρόμους, όπου υπήρξαν αιματηρές συγκρούσεις και νεκροί.

Καταλήξαμε στις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, όπου πλέον και κατά παράβαση της Συνθήκη της Λωζάννης, η Τουρκία ξαναμπαίνει στο παιχνίδι της Κύπρου ως μια εκ των τριών εγγυητριών δυνάμεων και με την συναίνεσή μας βεβαίως. Πίστεψαν και τότε, όπως και αργότερα κάποιοι στην Αθήνα ότι έτσι ξεφορτώνονται το “βάρος” της Κύπρου. Δεν συνειδητοποίησαν ούτε τότε ούτε αργότερα τις δυνατότητες και τις ευθύνες που εξακολουθούσε να παρέχει στη χώρα το status της εγγυήτριας χώρας, έστω και από κοινού με τη Βρετανία και την Τουρκία.

Η Κύπρος βάρος!

Η Κύπρος θα γινόταν ένα υποτίθεται βιώσιμο ανεξάρτητο κράτος, με ένα σύνταγμα που γρήγορα έδειξε τις αντιφάσεις του και την μη λειτουργικότητά του. Σαν να μην έφτανε η αντιδημοκρατική “εξίσωση” του 18% με το 82% του πληθυσμού, η ελληνική Κύπρος πληγώθηκε και από έναν νέο μοιραίο διχασμό. Δυο αντίπαλα προτάγματα, προβληματικά και ουτοπικά αμφότερα, ήλθαν σε βίαιη σύγκρουση.

Από την μία, η ιδέα πως η Κύπρος μπορεί να πορευτεί μόνη της ως ανεξάρτητο κράτος, ανοίγοντας το παιχνίδι με τις μεγάλες δυνάμεις και εντασσόμενη στο κίνημα των Αδεσμεύτων, παραπέμποντας την Ένωση για πιο κατάλληλη συγκυρία. Από την άλλη, η λεγόμενη “ενωτική” μερίδα, η οποία στην ουσία προωθούσε μια υπό όρους Ένωση με ανταλλάγματα προς την Τουρκία, την πρόσβαση στη θάλασσα, κάποια στρατιωτική βάση είτε μια διπλή Ένωση.

Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, δεν υπήρξε διχασμός, αλλά σταθεροποίηση της γραμμής για διχοτόμηση και έλεγχο όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους της Κύπρου και αποκοπή της νήσου από την Ελλάδα, σε πρώτη φάση. Η λύση της Ένωσης με ανταλλάγματα ή της διπλής Ένωσης είχε απορριφθεί από την Τουρκία, η οποία δεν ήθελε καμία ούτε την ελάχιστη μη ελεγχόμενη στρατιωτική δύναμη στο υπογάστριό της, χωρίς αυτό να το έχουν συνειδητοποιήσει ούτε οι κοινοβουλευτικές, ούτε οι δικτατορικές κυβερνήσεις της Αθήνας.

Η χούντα ειδικά διευκολύνει τα μέγιστα τους τουρκικούς σχεδιασμούς. Σαν να επιβλήθηκε ακριβώς για να οριστικοποιήσει αυτή την τουρκική “λύση”, που ήταν άλλωστε συμβατή με τα ΝΑΤΟϊκά συμφέροντα, υπό τον όρο ότι δεν θα προκαλείτο διένεξη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Για δε το ΝΑΤΟ και το προπύργιό του, το Ισραήλ, μετά ειδικά την απώλεια του Σουέζ, η Κύπρος απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη στρατηγική αξία και δεν έπρεπε επ’ ουδενί να αφεθεί να παίζει παιχνίδι με τους αδεσμεύτους ή με το φιλοσοβιετικό μπλοκ.

Έτσι από τις πρώτες κινήσεις της δικτατορίας, υπήρξε η απόσυρση της Μεραρχίας από την Κύπρο, αφήνοντάς την απροστάτευτη. Στη συνάντηση της Κεσάνης, η οποία προηγήθηκε, οι Τούρκοι διπλωμάτες είχαν την ευκαιρία να αντιληφθούν και να σχολιάσουν στα απομνημονεύματά τους, την ανοησία, αφέλεια και ασχετοσύνη των εκπροσώπων της ελληνικής χούντας. «Περίμενα ότι οι Έλληνες θα υποχωρούσαν, αλλά δεν περίμενα ότι θα ξεβρακωθούν» θα πει αργότερα ο Ντεμιρέλ…

ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Αλέξανδρος Μπελτές

Print Friendly, PDF & Email