Ορυκτός… θησαυρός στην Ελλάδα, καίρια θέση της χώρας στην Ευρώπη

Στρατηγική θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε ό,τι αφορά την κάλυψη των αναγκών για ορυκτές πρώτες ύλες, μπορεί να κατακτήσει η Ελλάδα, που είναι μία από τις πέντε χώρες του ευρωπαϊκού χώρες με σημαντικά επιβεβαιωμένα κοιτάσματα ορυκτών πρώτων υλών. Αυτή την περίοδο έχει ανοίξει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας, καθώς, όπως τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, η ΕΕ χαράσσει πολιτική για τη μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές.

Στα συμπεράσματα σχετικής ανάλυσης, η ΤτΕ σημειώνει ότι

Η παραγωγή και οι εξαγωγές ορυκτών πρώτων υλών είναι μια αγορά με προοπτικές δυναμικής ανάπτυξης, η οποία όμως έχει αλληλεπίδραση με τις πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος, την ενεργειακή μετάβαση και τη διαφύλαξη της ποιότητας του τουριστικού προϊόντος.
Στην ΕΕ, η περιορισμένη μέχρι σήμερα παραγωγή κρίσιμων πρώτων υλών οδηγεί σε υψηλή εισαγωγική εξάρτηση, παρόλο που υπάρχουν καταγεγραμμένα αποθέματα σε κράτη-μέλη της. Ωστόσο, για την εκμετάλλευση των κρίσιμων πρώτων υλών, η οποία θα ενισχύσει τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ, είναι σημαντικό να υιοθετηθούν βέλτιστες στρατηγικές επιλογές για την αποκόμιση του μέγιστου δυνατού οφέλους.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της μεταποίησης που θα προκύψει από στρατηγικές αποφάσεις εκμετάλλευσης των διαθέσιμων κοιτασμάτων της Ελλάδoς θα ενδυναμώσει και τις προσπάθειες τροποποίησης του παραγωγικού της προτύπου με την αξιοποίηση της καινοτομίας στη διαφοροποίηση των απαιτούμενων πρώτων υλών και των πηγών προμήθειάς τους, την αύξηση των εξαγωγών και της συμμετοχής της χώρας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, συμβάλλοντας σε αύξηση της απασχόλησης και της ευημερίας.
Υψηλός βαθμός εξάρτησης από εισαγωγές

Σε μια περίοδο έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, η ΕΕ διαπιστώνει με ανησυχία των υψηλό βαθμό εξάρτησης από εισαγωγές ορυκτών πρώτων υλών από χώρες που μπορούν για πολιτικούς λόγους να μειώσουν ή να διακόψουν τον εφοδιασμό της ευρωπαϊκής αγοράς, όπως συνέβη πρόσφατα με ορισμένες εξαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών από την Κίνα.

Όπως αναφέρει η ΤτΕ, η εξάρτηση της ΕΕ από εισαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών σήμερα είναι, κατά περίπτωση, είτε ολοκληρωτική, είτε σε τέτοιο ποσοστό που ενδεχόμενη διακοπή στην εφοδιαστική αλυσίδα σε συνδυασμό με αύξηση της ζήτησης θα δημιουργούσε στενότητα στην ευρωπαϊκή αγορά, καθώς η παραγωγή των περισσότερων κρίσιμων πρώτων υλών εντός της ΕΕ δεν επαρκεί. Ενδεικτικά, οι εισαγωγές της ΕΕ σε κρίσιμες πρώτες ύλες το 2022 ανήλθαν σε 85 δισεκ. ευρώ.

Η Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί ως μία τις χώρες του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου που με τα διαπιστωμένα αποθέματα ορυκτών πρώτων υλών της θα ήταν σε θέση να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των αναγκών. Όπως τονίζει η ΤτΕ, σύμφωνα με γεωλογικές μελέτες, σημαντικά επιβεβαιωμένα κοιτάσματα ορυκτών πρώτων υλών στην Ευρώπη βρίσκονται στη Γροιλανδία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία, αλλά και την Ελλάδα. Ωστόσο, η πραγματοποίηση των απαραίτητων γεωλογικών μελετών σε κοιτάσματα δεν συνεπάγεται τη δυνατότητα άμεσης εξόρυξης, επεξεργασίας και εκμετάλλευσης.

Οι ευκαιρίες από τους νέους κανονισμούς

Για την Ελλάδα, η νέα πολιτική της ΕΕ για την υποκατάσταση των εισαγωγών ορυκτών πρώτων υλών δημιουργεί ευκαιρίες. Η ΤτΕ σημειώνει ότι τον Νοέμβριο του 2023 το Συμβούλιο της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέληξαν σε προσωρινή συμφωνία επί πρότασης κανονισμού με στόχο τη σταδιακή επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας στις κρίσιμες πρώτες ύλες.

Για την αντιμετώπιση της ευαλωτότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας διαμορφώθηκαν νέοι κανόνες που προβλέπουν μέχρι το 2030: (α) τουλάχιστον 10% της ετήσιας κατανάλωσης στην ΕΕ να προέρχεται από εξόρυξη εντός ΕΕ, (β) τουλάχιστον 40% της ετήσιας κατανάλωσης στην ΕΕ να έχει υποστεί επεξεργασία εντός της ΕΕ, (γ) τουλάχιστον 25% της ετήσιας κατανάλωσης στην ΕΕ να προέρχεται από ανακύκλωση και τέλος (δ) έως 65% της ετήσιας κατανάλωσης κάθε στρατηγικής πρώτης ύλης σε οποιοδήποτε στάδιο επεξεργασίας να προέρχεται από μία μόνο τρίτη χώρα.

Τα αποθέματα της Ελλάδας και πώς αξιοποιούνται

Τα αποθέματα κρίσιμων πρώτων υλών προς εν δυνάμει αξιοποίηση στην Ελλάδα είναι σημαντικά, γεγονός που μπορεί να ενισχύσει τις εξαγωγές και το γεωπολιτικό της ρόλο, τονίζει η ΤτΕ.

Μεταξύ των ορυκτών πρώτων υλών, ήδη πραγματοποιείται εξόρυξη βωξίτη, νικελίου, κοβαλτίου, μαγνησίτη, χαλαζία και χαλκού. Αύξηση καταγράφεται στην παραγωγή χρυσού και γύψου και μείωση, σε συμμόρφωση και προς τις ευρωπαϊκές οδηγίες, στην παραγωγή λιγνίτη και νικελίου.

Η παραγωγή της Ελλάδος με την υψηλότερη παγκόσμια κατάταξη για το 2021 αφορούσε τον περλίτη (2η θέση), τον μπεντονίτη (5η θέση) και τον μαγνησίτη (10η θέση), ενώ η εγχώρια παραγωγή βωξίτη ήταν 14η σε παγκόσμιο επίπεδο.

Κατά τα πρόσφατα έτη η Ελλάδα μείωσε την παραγωγή λιγνίτη κατά 68% (μεταξύ 2017-2021), ενώ η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στον χρυσό (σε συνάρτηση και με τη σχετική επένδυση στις Σκουριές) και ακολουθεί ο γύψος, με αύξηση παραγωγής 64,5%. Μείωση κατέγραψε επίσης η παραγωγή νικελίου κατά 74,5%.

Οι ελληνικές εξαγωγές ορυκτών πρώτων υλών το 2022 ανήλθαν σε 1,0 δισεκ. ευρώ, έναντι 933 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος, και αφορούν κυρίως αλουμίνιο και χαλκό, πρώτες ύλες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο κρίσιμων πρώτων υλών.

Ωστόσο, τα αποδεδειγμένα και καταγεγραμμένα διαθέσιμα κοιτάσματα περιλαμβάνουν επίσης κοβάλτιο, λίθιο, γραφίτη, καθώς και σπάνιες γαίες. Η εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις σε πρώτες ύλες, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών, αλλά και να ενισχύσει εγχώριες παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες θα συμβάλουν στη διαφοροποίηση του σημερινού παραγωγικού προτύπου.

Η εθνική πολιτική για την αξιοποίηση των ορυκτών πρώτων υλών απαιτεί τροποποιήσεις στις χρήσεις γης,το χωροταξικό σχεδιασμό, το νόμο περί λατομείων και τις περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις. Κύριος λόγος άλλωστε για την καθυστέρηση υλοποίησης επενδύσεων προς αξιοποίηση κοιτασμάτων είναι η διαδικασία αδειοδότησης, η οποία μέχρι σήμερα ήταν αργή.

Τα σημαντικά χρονικά διαστήματα που απαιτούνται για την εκκίνηση μίας επένδυσης στον τομέα των ορυχείων-λατομείων επιμηκύνονται από τις αδειοδοτήσεις έρευνας, τις διαδικασίες εκμίσθωσης, αλλά και τις απαιτήσεις για εγγυητικές επιστολές περιβαλλοντικής αποκατάστασης. Ο μέχρι σήμερα μακρός χρόνος αδειοδότησης επιδιώκεται, μετά από νομοθετικές αλλαγές, να μειωθεί σε 2-3 έτη.

Οι άξονες δράσης για την αξιοποίηση των εγχώριων κοιτασμάτων κρίσιμων πρώτων υλών θα πρέπει να έχουν μακροχρόνιο ορίζοντα και ολοκληρωμένη αιτιολόγηση, καθώς πρόκειται για εθνικό πλούτο στρατηγικής σημασίας. Ορισμένα κοιτάσματα βρίσκονται σε παράκτιο ή υποθαλάσσιο χώρο και η εκμετάλλευσή τους περιπλέκεται από τις εκκρεμότητες οριστικής οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου.

Μέχρι σήμερα πραγματοποιήθηκαν 1.699 ερευνητικές γεωτρήσεις, που αφορούν κυρίως θειούχα μεταλλεύματα και χαλκό (28%), μεταλλεύματα χρωμίτη (22%), μεταλλεύματα προσχωματικού χρυσού (16%), βιομηχανικά ορυκτά-φωσφορίτες (14%) και μεταλλεύματα μαγγανίου (9%).

Οι έρευνες και οι χημικές αναλύσεις είναι απαραίτητες όχι μόνο για την τεκμηρίωση ύπαρξης ενός κοιτάσματος, αλλά και για την κατηγοριοποίησή του όσον αφορά το βαθμό καθαρότητας ή πρόσμιξης με άλλα στοιχεία. Οι ενδείξεις χρειάζεται να τεκμηριώνονται και για το λόγο αυτό έχουν πραγματοποιηθεί χημικές αναλύσεις μετά από γεωτρήσεις και ερευνητικές εργασίες. Σημειώνεται ότι ορισμένες περιοχές εξαιρούνται από τη δυνατότητα γεώτρησης για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Παράλληλα, άλλος παράγοντας μη εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων είναι η περιεκτικότητά τους σε ραδιενεργά στοιχεία και βαρέα μέταλλα.

Print Friendly, PDF & Email