«Όπλα μαθημαΖικής καταστροφής», της Κάθι Ο’ Νιλ

Πόσο επικίνδυνοι μπορεί να γίνουν οι αριθμοί για τη δημοκρατία;

Για το βιβλιο της Cathy O’ Neil «Όπλα μαθημαζικής καταστροφής – Πώς τα μεγάλα δεδομένα αυξάνουν την ανισότητα και απειλούν τη Δημοκρατία» (μτφρ. Παναγιώτης Δρεπανιώτης, εκδ. ΕΑΠ).

Πόσο επικίνδυνοι μπορεί να γίνουν οι αριθμοί για την δημοκρατία μας; Οι αλγόριθμοι μπορεί να αναπαράγουν αλλά και να γιγαντώσουν στερεότυπα όχι μόνο σε επίπεδο φύλου ή γένους αλλά και κοινωνικής τάξης. Μέσα από τον υπολογισμό μεταβλητών όπως η απόσταση της κατοικίας του υποψήφιου προς εργασία, το σχολείο στο οποίο έχει φοιτήσει, τις συνήθειες που έχει υιοθετήσει, οι αλγόριθμοι έχουν την τάση να απορρίπτουν βιογραφικά προτού καν διαβαστούν από το ανθρώπινο μάτι. Οι αλγόριθμοι δημιουργούν στοχευμένες διαφημίσεις κολεγιακών σπουδών όχι βάση των ικανοτήτων του ατόμου αλλά βάση των αδυναμιών και των εκ των προτέρων ακυρωμένων φιλοδοξιών του.

Το βιβλίο Όπλα μαθημαζικής καταστροφής της Cathy o’Neil προσπαθεί να σταθεί στον αντίποδα της ραγδαίας εξέλιξης των τομέων του μαθηματικού υπολογιστικού προγραμματισμού, των αλγορίθμων και των τεράστιων βάσεων δεδομένων που αυτοί δημιουργούν. Μπορεί να ιδωθεί σχηματικά ως το μέρος ενός διπόλου, ενός δυαδικού ψηφίου στη θέση του διακόπτη που θα ρίξει φως στον αναγνώστη σχετικά με τα πολυώνυμα συστήματα προγραμματισμού που καθορίζουν τις όψεις ολοένα και περισσότερων τομέων της ζωής και επηρεάζουν εν γένει τις πορείες τόσο των μεμονωμένων ατόμων όσο και των κοινωνικών συνόλων.

Η Cathy o’Neil (1972) είναι μαθηματικός, ειδική σε θέματα δεδομένων είναι επίσης ιδρύτρια του ιστολογίου mathbabe.org. Αρθρογραφεί στο Bloomberg View. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ και έλαβε διδακτορικό της από το Χάρβαρντ. Το 1993 τιμήθηκε με το βραβείο Alice T. Schafer Prize. Μέχρι το 2007 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Μπάρναρντ Κόλετζ του Κολούμπια και στο ΜΙΤ. Στη συνέχεια εργάστηκε για χρηματοοικονομικές εταιρείες και funds και απηυδησμένη από τις πρακτικές τους έγινε ενεργό μέλος του κινήματος Occupy Wall Street. Ζει στη Νέα Υόρκη με τον σύζυγό της, επίσης μαθηματικό, καθηγητή στο Κολούμπια Aise Johan de Jong και τους τρεις γιους τους.

Η συγγραφέας δεν στρέφει την πολεμική της κατά της τεχνολογικής εξέλιξης και των προηγμένων μοντέλων που αυτές μπορούν να αναπτύξουν αλλά ενάντια στην καθολική και μαζική αποδοχή των υπολογιστικών δεδομένων όσο αυτά μπορούν να αναπαραγάγουν διακρίσεις και στερεότυπα, γενικεύοντας πλέον την επιρροή τους και καθιστώντας σχεδόν αδύνατο τον όποιο έλεγχο τους.

«Ο υπολογιστής έμαθε από τους ανθρώπους πως να κάνει διακρίσεις και ανταποκρίθηκε σε αυτή την αποστολή με εκπληκτική απόδοση» (σελ. 155).

Πολύ αναλυτικά σκιαγραφείται το άτεγκτο και άκαμπτο σκέλος των διαδικασιών που αφορούν από τις αξιολογήσεις των καθηγητών, τις επιδόσεις των υπαλλήλων, τα συστήματα αστυνόμευσης τομέων των πόλεων και σωφρονισμού των κρατουμένων μέχρι τις στοχευμένες επιθετικές διαφημίσεις των αμερικανικών κολεγίων, τον χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και τον τομέα της αγοράς εργασίας. Με τη χρήση των μαθηματικών που τρέπονται τελικά σε «όπλα» εναντίον τουλάχιστον μέρους τις κοινωνίας τα δίκτυα γίνονται αδιαπέραστα για τους πολλούς, συμπαγή και τελικά αόρατα με την έννοια που αφορά την προσβασιμότητα και τον έλεγχο προς αυτά.

Με την παράθεση πληθώρας παραδειγμάτων από προσωπικές εμπειρίες ατόμων, ομάδων και ολόκληρων κλάδων της αγοράς εργασίας και της κοινωνίας ευρύτερα, όπου πολίτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με κάποια από τα «μαθηματικά όπλα», ο αναγνώστης εισπράττει ρέουσες τις εικόνες της αφήγησης ενός διαρκώς αυξανόμενου μαθηματικού χάους που δύναται να συναντήσει σε κάθε τομέα επιχειρούμενης ανέλιξης, οικονομικής ανόδου ή επίλυσης των ατομικών και πρακτικών ζητημάτων που αφορούν από την ελευθερία του ως και την επιβίωση του.

Τα στατιστικά υπολογιστικά μοντέλα μπορούν να έχουν καθολική εφαρμογή στον αθλητισμό καθώς κάθε επίδοση, κίνηση ή δεξιότητα είναι μετρήσιμη και ικανή ως μέγεθος προς ανάλυση με ολοένα και περισσότερα συνδυαστικά στοιχεία που προκύπτουν από την απτή δραστηριότητα του αθλητικού πλαισίου. Όταν όμως στοχεύουν στις εξατομικευμένες αδυναμίες των ανθρώπων τότε μοιάζουν να διαιωνίζουν τις χειρότερες πρακτικές εξαπάτησης που αρχικά υπόσχονταν να εξαλείψουν. Η επιστήμη των μαθηματικών μπορεί με τη χρήση των καλά κλειδωμένων μυστικών από αυτούς που τα γνωρίζουν να γίνει καλός και μαζικά επικερδής αγωγός της ανθρώπινης αδυναμίας και πολλαπλασιαστής του ανθρώπινου πόνου.

Η συγγραφέας έχει εργαστεί επί σειρά ετών σε πολλούς νευραλγικούς τομείς της επιστήμης της και καταθέτει ενδελεχώς την εμπειρία της από τους τρόπους, τις πρακτικές το κλίμα, τα ζητούμενα και τις στοχεύσεις ενός δικτύου που εξελίσσεται με πληθώρα στρεβλώσεων ανατροφοδοτώντας συνεχώς τον εαυτό του, μακριά και αντίθετα από την αρχική και πολλά υποσχόμενη θέση του προς τον δρόμο της προόδου και του εκδημοκρατισμού των ανθρώπινων κοινωνιών. Το κείμενο επιχειρεί να θέσει με εμβληματικό τρόπο τα ηθικά ζητήματα που προκύπτουν από αυτό τον τομέα της αλματώδους τεχνολογικής προόδου, που σε πολλά σημεία δεν είναι παρά άλυτες ηθικές υποθέσεις του ανθρώπινου γίγνεσθαι από τα βάθη των καιρών, και έτσι λειτουργεί ως ένα σύγχρονο εγχειρίδιο πολιτικής και φιλοσοφικής σκέψης και προβληματισμού. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε όλους τους αδικημένους.

Απόσπασμα από το βιβλίο

«Η τρωτότητα αξίζει χρυσάφι. Πάντα έτσι ήταν. Φανταστείτε έναν πλανόδιο κομπογιαννίτη σε ένα παλιό γουέστερν. Έρχεται στην πόλη με την άμαξα του γεμάτη βαζάκια που κροταλίζουν. Όταν πιάνει να ασχοληθεί με μια ηλικιωμένη πελάτισσα, αναζητά τις αδυναμίες της. Περιστρέφει με αγωνία την παλιά της βέρα που, κρίνοντας από την όψη της πρησμένης άρθρωσης του δακτύλου της, θα μείνει σφηνωμένη εκεί μέχρι το τέλος της ζωής της. Αρθρίτιδα. Έτσι, όταν θα της παινέψει τα προϊόντα του, θα εστιάσει στην ασχήμια των δοντιών της και στα πονεμένα χέρια της. Μπορεί να της υποσχεθεί ότι θα αποκαταστήσουν την ομορφιά του χαμόγελου της και θα απαλύνουν τον πόνο στις αρθρώσεις της. Με αυτή τη γνώση, ξέρει ότι έχει φτάσει στα μισά της πώλησης, πριν καν καθαρίσει τον λαιμό του για να της μιλήσει» (σελ 99-100 του βιβλίου).

Ανδρέας Χατζηνικολάου

πηγή: bookpress.gr

Print Friendly, PDF & Email