Οι τρεις μεγάλες συγκρούσεις που θα σφραγίσουν το 2024
Γιώργος Ηλιόπουλος
Σύμφωνα με την άποψη του γνωστού οργανισμού ανάλυσης και διαχείρισης απειλών και κινδύνων EURASIA GROUP, το προσεχές δωδεκάμηνο αναμένεται αποτελέσει την περίοδο του “δαιμονισμένου αγγέλου”. Τρεις μεγάλες συγκρούσεις κυριαρχούν το 2024 στις διεθνείς υποθέσεις, του Ισραήλ εναντίον της Χαμάς, της Μόσχας εναντίον του Κιέβου και η χειρότερη, των ΗΠΑ εναντίον του εαυτού τους.
Στους επερχόμενους μήνες το ενδιαφέρον για την Ουκρανία απομειώνεται σε συνδυασμό με την συρρίκνωση της υποστήριξής της από την Δύση. Ειδικά για τον Λευκό Οίκο, μετατρέπεται σε δευτερεύουσα υπόθεση και σταδιακά υποχωρεί στην τρίτη θέση ή και χαμηλότερα στις προτεραιότητες. Παρά τις εκατοντάδες χιλιάδες των νεκρών και τα εκατομμύρια των εκτοπισμένων, παραβλέπεται το γεγονός ότι το μίσος των Ουκρανών για την Ρωσία θα καθορίσει την εθνική τους ταυτότητα επί δεκαετίες. Η κατάσταση οδηγεί τον πληθυσμό σε ακραία απελπισία που πλήττει την ουκρανική κυβέρνηση, ο Βλαντιμίρ Πούτιν απομονώνεται από τον Δυτικό Κόσμο, η δε κρίση κλιμακώνεται, με την Ουκρανία να οδηγείται εκ των πραγμάτων στην διαίρεσή της.
Η σύγκρουση του Ισραήλ με την Χαμάς επιδεινώνεται συνεχώς και δυστυχώς δεν υπάρχει ορατή λύση για την κατάπαυση του πυρός, ενώ αυξάνονται δραματικά τα ακραία συναισθήματα και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Οι Ισραηλινοί αισθάνονται μία διεθνή απομόνωση, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα την χειρότερη μορφή βίας από την εποχή των διώξεών τους κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι Παλαιστίνιοι αντιμετωπίζουν μία δεινή κατάσταση που καταγγέλλουν ως γενοκτονία, χωρίς ευκαιρίες για ειρηνική διευθέτηση και χωρίς διεξόδους διαφυγής. Οι εξελίξεις προκαλούν βαθύτατα πολιτικά ρήγματα όχι μόνον στην Μέση Ανατολή, αλλά και σε περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους στον ισλαμικό κόσμο, χωρίς να παραβλέπονται και οι ανάλογοι στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Η εσωτερική σύγκρουση στις ΗΠΑ
Η χειρότερη όμως και ίσως πιο προκλητική απειλή αφορά την σύγκρουση των ΗΠΑ με τον εαυτό τους, σε μία περίοδο που σχεδόν το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού σε περισσότερες από 40 χώρες έχει να αντιμετωπίσει τα διλήμματα της κάλπης. Όμως, η δυσλειτουργική και χωρίς προηγούμενο εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ, έχει δυστυχώς την δυναμική να προκαλέσει αντίξοες συνέπειες στην παγκόσμια ασφάλεια, την ευστάθεια του διεθνούς συστήματος και στις οικονομικές προοπτικές του πλανήτη.
Το αποτέλεσμα θα επηρεάσει οκτώ δισεκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο, με το γελοίον του πράγματος να έγκειται στο γεγονός ότι μόνον 160 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν μία άποψη επί του θέματος. Ο δε τελικός νικητής ορίζεται από κάποιες δεκάδες χιλιάδες ψήφους στις λιγοστές αμφίρροπες πολιτικά Πολιτείες. Η ηττημένη πλευρά –Δημοκρατικοί ή Ρεπουμπλικάνοι– θα θεωρήσει το εκλογικό αποτέλεσμα παράνομο και δεν θα το αποδεχθεί.
Η ισχυρότερη χώρα του κόσμου θα αντιμετωπίσει θανάσιμες προκλήσεις στον πυρήνα των πολιτικών θεσμών της, δηλαδή στις ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας, τους ελέγχους και τις ισορροπίες στον τομέα της διάκρισης εξουσιών. Η πολιτική κατάσταση στην χώρα ήδη κλυδωνίζεται και οι προβλέψεις πόρω απέχουν από τις κατά το παρελθόν συνηθισμένες ευνοϊκές ή έστω ουδέτερες προσδοκίες.
Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι
Καμία από τις τρείς συγκρούσεις δεν οριοθετείται και δεν περιορίζεται ώστε να μην επιδεινωθεί και δεν υπάρχουν υπεύθυνοι ηγέτες για να αναλάβουν την ευθύνη να βελτιώσουν τις καταστάσεις ή τουλάχιστον να φέρουν κάποια τάξη σε χαοτικές συνθήκες. Οι αντίπαλοι και οι υποστηρικτές τους κρίνουν η μία πλευρά την άλλη “εχθρό του λαού και της χώρας” και εμφανίζονται διατεθειμένοι να αξιοποιήσουν κάθε μέσον για να διασφαλίσουν τη νίκη. Το μεγαλύτερο πάντως πρόβλημα αφορά το γεγονός ότι οι αντιμαχόμενοι στις συγκεκριμένες καταστάσεις δεν συμφωνούν για το αντικείμενο της σύγκρουσής τους.
Προς το παρόν οι τρεις μεγάλες συγκρούσεις δεν εξωθούν σε δραματικούς γεωπολιτικούς κλυδωνισμούς. Επίσης, οι όροι της αντιπαράθεσης, η αφήγηση, η ιστορία ή ακόμα και τα βασικά δεδομένα που αφορούν τις συνεχιζόμενες μάχες, δεν είναι κοινά. Παρά ταύτα και στις τρεις περιπτώσεις δημιουργούνται γενεές ανθρώπων με τον απαραίτητο φανατισμό για να περιχαρακωθούν και να πολεμήσουν όσον θα κριθεί αναγκαίο.
Για να προκύψει λήξη των συγκρούσεων, το πιθανότερο είναι να εξαντληθεί η μία ή και οι δύο πλευρές μέχρι το όριο της τελικής τους πτώσης. Κανείς προς το παρόν, όμως, δεν διερωτάται για τις προοπτικές μίας βιώσιμης ειρήνης. Στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στην Μέση Ανατολή δεν υπάρχει ορατή λήξη και –κατά το EURASIA GROUP– αντιμετωπίζεται ένας G-Zero κόσμος χωρίς παγκόσμια ηγεσία.
Από την στιγμή που οι ΗΠΑ –η μοναδική υπερδύναμη που επιβιώνει ακόμα– δεν προτίθενται να συνεχίσουν την αστυνόμευση της υδρογείου, να εξισορροπούν την αρχιτεκτονική του διεθνούς εμπορίου ή να υποστηρίζουν παγκόσμιες αξίες, οι καταστάσεις λαμβάνουν άλλη τροπή, δεδομένου ότι καμία άλλη δύναμη δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να αναλάβει τα συγκεκριμένα καθήκοντα.
O G-Zero κόσμος
Καταγράφονται ήδη τρεις μεγάλες συγκρούσεις που αποτελούν συνέπεια του G-Zero κόσμου, ενώ από την φύση του ο συγκεκριμένος κόσμος θα προκαλέσει και άλλες συγκρούσεις στο προσεχές μέλλον, χωρίς ορατές διεξόδους και λύσεις. Τα μόνα ερωτήματα στο συγκεκριμένο ζήτημα αφορούν το πού, το πότε και την ένταση της αποσταθεροποίησης. Υπάρχουν, άλλωστε, πολλά σημεία στον πλανήτη έτοιμα να πυροδοτήσουν συγκρούσεις.
Το εάν και κατά πόσον οι συνεπακόλουθες κρίσεις θα συνεισφέρουν στην επίλυση των υποκείμενων προβλημάτων –με δεδομένη την υποφώσκουσα γεωπολιτική ένταση– ή θα επιδεινώσουν τραγικά την εξέλιξη των καταστάσεων, παραμένει αδιευκρίνιστο. Πέραν των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, οι υπόλοιπες και ειδικά οι μεγάλες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη, στην Ινδία, στην Ινδονησία, στο Μεξικό, δεν εμφανίζουν σημεία σοβαρής αστάθειας.
Παράλληλα, οι ΗΠΑ και η Κίνα κρίνονται οι μόνοι ενήλικες στον διεθνή χώρο και με δεδομένες τις συγκρούσεις σε εξέλιξη, οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες δεν αναζητούν λόγους ή κίνητρα για να πυροδοτήσουν και άλλες. Κι αυτό, παρά την έλλειψη εμπιστοσύνης που διακρίνει τις σχέσεις τους και το γεγονός ότι κινούνται με πολιτικά και οικονομικά ασύμβατα συστήματα. Οι εντάσεις μεταξύ τους δεν συνιστούν μεγάλο συστημικό κίνδυνο, κυρίως λόγω του ότι η κινεζική οικονομία και η αμερικανική εσωτερική πολιτική υποφέρουν από προβλήματα και προκλήσεις, που απορροφούν σχεδόν ολόκληρο το ενδιαφέρον τους. Από γεωπολιτική άποψη, η σημαντικότερη διμερής σχέση που διαθέτει την δυναμική να προκαλέσει μεγάλες ανακατατάξεις, δεν εμφανίζεται να έχει προς το παρόν την τέτοια πρόθεση.