Οι μεγάλοι χαμένοι του πολέμου, η απειλή της πείνας και η διαγραφή χρεών

Οταν ξαφνικά στη “γειτονιά” μας εμφανίζεται ένα τόσο συνταρακτικό φαινόμενο, όπως είναι ο πόλεμος, είναι απολύτως εύλογο αρχικά να ασχοληθούμε με τις γενικότερες επιπτώσεις που θα έχει στους πρωταγωνιστές, όπως επίσης και με τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η χώρα μας και οι εταίροι μας.

Έτσι, πολύ νωρίς έγινε αντιληπτό, ότι από τις κυρώσεις και αντικυρώσεις χαμένοι θα βγουν πρώτα απ’ όλους η Ρωσία – δικαίως, αφού άρχισε χειρών αδίκων – και η Ευρώπη, η οποία είχε τις στενότερες οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία αλλά και τις εξαρτήσεις που αυτές συνεπάγονται.

Όμως, με την πάροδο του χρόνου διαθέτουμε στοιχεία που αναδεικνύουν το μέγεθος της καταστροφής για την χώρα που υπέστη την επίθεση, δηλαδή την Ουκρανία, αλλά και για άλλες περιοχές του πλανήτη μας, οι οποίες έχουν να αντιμετωπίσουν πιο σύνθετα και ογκώδη προβλήματα από ό,τι αρχικά μπορούσαμε να υποπτευθούμε. Και ενώ για εμάς τους Ευρωπαίους πολίτες το πρόβλημα είναι κυρίως ποσοτικό – κυρίως λόγω της επιδείνωσης του πληθωρισμού, για την Ουκρανία όπως και για πολλές από τις φτωχότερες χώρες εξελίσσεται σε υπαρξιακό.

Μεγάλες καταστροφές-απεριόριστες ανάγκες

Ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται εδώ και πάνω από τρεις μήνες, χωρίς ωστόσο να διαφαίνονται κάποια σημάδια τερματισμού ή έστω αποκλιμάκωσης. Αστοχες αποδείχθηκαν όλες οι εκτιμήσεις των ειδικών ότι λόγω των ιστορικών δεσμών η Ρωσία θα έκανε ένα σύντομο περίπατο, επειδή μάλιστα διέθετε ένα μεγάλο στρατηγικό πλεονέκτημα, γνωρίζοντας με λεπτομέρεια, όχι μόνο τις συντεταγμένες των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, αλλά και τον τρόπο σκέψης της ουκρανικής στρατιωτικής ηγεσίας, αφού έχουν εκπαιδευτεί σε ρωσικές σχολές.

Αποτέλεσμα αυτής της μακράς και αβέβαιης πολεμικής επιχείρησης στο ουκρανικό έδαφος είναι η οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση της χώρας, παρά την τεράστια συμπαράσταση και βοήθεια που έχει εισπράξει από χώρες της Δύσης, όλο το προηγούμενο διάστημα.

Με βάση τους υπολογισμούς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) το ουκρανικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (2021: 200 δις δολ.) προβλέπεται το 2022 ότι θα συρρικνωθεί κατά 35% και τούτο με την επιφύλαξη ότι ο πόλεμος θα τελειώσει γρήγορα.

Επίσης, η Παγκόσμια Τράπεζα στις εαρινές της προβλέψεις ανεβάζει τις απώλειες στο 45%, ενώ άλλα ινστιτούτα αναφέρουν απώλειες ακόμη και στο 50%. Είναι προφανές, ότι όλες οι προβλέψεις είναι παρακινδυνευμένες, λόγω της αβεβαιότητας, η οποία κατά βάσιν πηγάζει από τις νεφελώδεις εκτιμήσεις γύρω από τη διάρκεια του πολέμου.

Σε ότι αφορά τις ανακοινώσεις που προέρχονται από τις δύο εμπόλεμες πλευρές, είναι φρόνιμο να αντιμετωπίζονται με κάθε επιφύλαξη, επειδή οι διάφοροι αριθμοί που αναφέρονται δεν συνοδεύονται με το αναγκαίο υλικό τεκμηρίωσης, ώστε να καταστούν a priori αξιόπιστες. Ακόμη και αποτελέσματα μελετών επίσημων διεθνών οργανισμών ή και ανεξάρτητων επιστημονικών ινστιτούτων, τα οποία προκύπτουν από επεξεργασίες μοντέλων για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες, έχουν πιο πολύ ενδεικτικό χαρακτήρα, επειδή δεν είναι σε θέση να συμπεριλάβουν τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις από τα επιμέρους shocks που δέχεται μια οικονομία σε εμπόλεμη κατάσταση.

Έτσι, ποσά του 1 τρισ. ή των 500 δισ. δολαρίων που έχουν αναφερθεί από επίσημες ουκρανικές πλευρές, έχουν τη σημασία τους για την προβολή της χωρίς αμφιβολία μεγάλης καταστροφής που υπέστη η χώρα. Δεν μπορεί όμως να αποτελέσουν τη βάση για τη χάραξη της όποιας πολιτικής στήριξης ή ανόρθωσης της ουκρανικής οικονομίας από την πλευρά των δυτικών συμμάχων.

Η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στα προβλήματα που προέκυψαν στις εγκαταστάσεις παραγωγής μετά τη ρωσική εισβολή. Ιδιαίτερα στις ανατολικές και τις νότιες περιοχές της χώρας, όπου είναι εγκατεστημένες οι περισσότερες βιομηχανίες και τα διυλιστήρια, βρίσκονται λόγω των συγκρούσεων σχεδόν σε ακινησία. Σε σχετική μελέτη του έγκυρου Ινστιτούτου Διεθνούς Οικονομίας του Κιέλου (IfW) αναφέρεται ότι το 25% του συνόλου των ουκρανικών επιχειρήσεων βρίσκονται εκτός λειτουργίας.

Μεγάλο πρόβλημα επίσης προέκυψε στην αγορά εργασίας. Υπάρχει σημαντική έλλειψη προσωπικού, η οποία συνδέεται με την εκροή από τη χώρα 6 εκ. ατόμων, πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται σε παραγωγικές ηλικίες, με άγνωστο το χρόνο παραμονής τους στις χώρες υποδοχής. Εξάλλου, με βάση στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) 4,8 εκ θέσεις εργασίας έχουν ήδη χαθεί, ο αριθμός των οποίων ενδέχεται να διπλασιασθεί σε περίπτωση που ο πόλεμος έχει μεγάλη διάρκεια.

Οι υποδομές της χώρας, που αποτελούν βασική συνιστώσα για τη λειτουργία της οικονομίας, έχουν υποστεί πολύ σημαντικές ζημιές. Σε σχετικές ανακοινώσεις του υπουργού υποδομών της χώρας αναφέρεται, ότι το 30% των δρόμων, των αεροδρομίων των σιδηροδρομικών γραμμών καθώς και των δημοσίων κτιρίων έχουν υποστεί φθορές ή ολοσχερώς καταστραφεί. Το κόστος για την αποκατάσταση και την επαναλειτουργία τους υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 90 δισ. ευρώ, με βάση τις εκτιμήσεις των Ουκρανών.

Τα δημοσιονομικά μεγέθη βρίσκονται σε κάθετη πτώση, με το έλλειμμα να έχει εκτιναχθεί στα ύψη και οι αυξημένες ανάγκες του κράτους να καλύπτονται από τη βοήθεια που παρέχεται από τις φιλικές χώρες.

Σημαντική είναι επίσης η απώλεια αγορών στο εξωτερικό εμπόριο, η οποία ενδέχεται ανάλογα με τις εξελίξεις να πάρει ακόμη και μονιμότερο χαρακτήρα. Ο βασικός εταίρος της χώρας με 9% στις εξαγωγές ήταν η Ρωσία. Ακολουθεί η Κίνα με 8% και έπεται η Γερμανία με 6%. Στις εισαγωγές τα πρωτεία κατέχει η Κίνα με συμμετοχή 13%, δεύτερη έρχεται η Ρωσία με 12% και τρίτη η Γερμανία με 10%.

Η εφαρμογή των κυρώσεων και αντικυρώσεων, δηλαδή στην ουσία η χρησιμοποίηση του διεθνούς εμπορίου ως πολεμικό όπλο, έχει μειώσει τις συναλλαγές κατά 70%, σύμφωνα με υπολογισμούς του Ινστιτούτου του Κιέλου. Κοστίζει δε στην ουκρανική οικονομία περί τα 150 εκ. ευρώ ημερησίως.

Ο αποκλεισμός των λιμανιών της Οδησσού (ανεξάρτητα από το ποιος ναρκοθέτησε τη θαλάσσια περιοχή) , της Μαριούπολης και της Χερσώνας στη Μαύρη Θάλασσα, στερεί όχι μόνο τα εισαγόμενα καύσιμα για τις επιχειρήσεις όπως και για τα αγροτικά μηχανήματα, αλλά εμποδίζει και την εξαγωγή ουκρανικών προϊόντων και κυρίως των σιτηρών.

Το γεγονός αυτό, το οποίο είναι κατεξοχήν δημιούργημα του πολέμου, έχει οδηγήσει πολλές χώρες στα όρια της ανέχειας και της πείνας. Προκαλεί δε προβληματισμό στην παγκόσμια κοινότητα όσον αφορά τη λειτουργία της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) και την ανάγκη νέων ρυθμιστικών παρεμβάσεων και

Επισιτιστική κρίση από την έλλειψη σιτηρών και την αύξηση των τιμών

Οσον αφορά την επαπειλούμενη επισιτιστική κρίση, είναι αναγκαίες δύο εισαγωγικές επισημάνσεις.

• Πρώτον, οι τιμές των σιτηρών είχαν πάρει φωτιά ήδη από το 2020. Τότε το σιτάρι κόστιζε 200 δολάρια ο τόνος. Η τιμή σκαρφάλωσε στα 360 δολ. (+80%) πριν από την έναρξη του πολέμου και εκτοξεύθηκε πάνω από τα $400 στις μέρες μας.
• Δεύτερον, η σοδειά σιτηρών για το 2022 παγκοσμίως προβλέπεται να είναι μειωμένη κατά 40% σε σχέση με το 2021, κάτι που οδηγεί σε κινήσεις προστατευτικού χαρακτήρα από πολλές χώρες. Η Ινδία για παράδειγμα απαγόρευσε πρόσφατα τις εξαγωγές σιτηρών για να προστατεύσει τον πληθυσμό της από την απειλή της πείνας, αφού λόγω της ανομβρίας προβλέπονται να συγκεντρωθούν μικρότερες ποσότητες στα σιλό της, αλλά και των αυξήσεων στις τιμές.

Είχε προηγηθεί η απαγόρευση εξαγωγής φοινικέλαιου από την Ινδονησία, όπου ο βασικός αποδέκτης του προϊόντος είναι η Ινδία.

Αυτές οι κινήσεις πιέζουν τις τιμές στις προθεσμιακές αγορές προς τα πάνω και αυξάνουν την αβεβαιότητα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πρόκειται για την Ινδία, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός σιτηρών παγκοσμίως.

Με το ξέσπασμα του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας τα πράγματα επιδεινώθηκαν δραματικά. Οι δύο χώρες κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά με μεγάλο μερίδιο στις εξαγωγές σιτηρών, καλαμποκιού, ηλιέλαιου και λιπασμάτων. Ολα αυτά τα προϊόντα είναι άμεσα ή έμμεσα αναγκαία για τον επισιτισμό σημαντικού αριθμού χωρών, φτωχών στην πλειοψηφία τους.

Υπολογίζεται, ότι 50 χώρες εξαρτώνται κατά 30% το λιγότερο από τις εξαγωγές των δύο αυτών κρατών. Πρόκειται για χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βορειοαφρικανικής Ζώνης καθώς και ορισμένες της Ανατολικής Αφρικής. Στη χειρότερη θέση βρίσκονται η Υεμένη, η Νιγηρία και το Νότιο Σουδάν, αλλά και η Αίγυπτος με την Τυνησία. Σ’ αυτές τις χώρες μεγάλο μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης κι αυτό θα οδηγήσει ενδεχομένως σε ξέσπασμα κοινωνικών αναταραχών.

Το πρόβλημα πρόκειται να οξυνθεί, λόγω της αναμενόμενης μειωμένης σοδειάς του 2022 τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία, όπου υπολογίζεται κατά το Ινστιτούτο του Κιέλου, μια πτώση της τάξεως τουλάχιστον κατά 50% και 30% αντίστοιχα. Μιά τόσο σημαντική μείωση της παραγωγής σιτηρών στις δύο χώρες θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μείωση των εξαγόμενων ποσοτήτων και θα προκαλέσει περαιτέρω άνοδο των τιμών σιτηρών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Παρεμβάσεις περιορισμού των επιπτώσεων

Σε ότι αφορά την Ουκρανία, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω στην προσπάθεια αποτύπωσης των μέχρι τώρα οικονομικών επιπτώσεων στη χώρα, είναι βέβαιο ότι μετά το πέρας του πολέμου θα απαιτηθούν τεράστια ποσά για την ανοικοδόμηση και την επαναφορά της στην κανονικότητα. Ήδη υπάρχουν διαβουλεύσεις από την πλευρά των φιλικών χωρών της Δύσης, με σκοπό τη συγκέντρωση κεφαλαίων με τη μορφή ενός σχεδίου Marshall, ικανού να βοηθήσει τη χώρα, ώστε να αποφύγει την υποβάθμισή της σε φτωχότερη γειτονιά της Ευρώπης.

Αυτό θα αποτελέσει έμπρακτο δείγμα συμπαράστασης σε ένα λαό, ο οποίος βέβαια δεν ευθύνεται σε τίποτα αν οι δυτικές χώρες δεν έδειξαν την ίδια ευαισθησία σε παρόμοιες περιπτώσεις χωρών που αφορούσαν άλλες περιοχές της υδρογείου.

Οι ελλείψεις σε τρόφιμα και ιδίως στα σιτηρά παραπέμπουν σε παρεμβάσεις που θα κινηθούν σε δύο επίπεδα.

Αφενός, διαπιστώνεται μια έντονη τάση προς ενέργειες που αποσκοπούν στην απόκτηση αυτάρκειας για συγκεκριμένα τρόφιμα που έχουν υπαρξιακή σημασία για την επισιτιστική ασφάλεια των χωρών, ανεξάρτητα από το κόστος παραγωγής. Πρόκειται βέβαια για ένα σύνθετο εγχείρημα, το οποίο απαιτεί:

• Επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, με την ενσωμάτωση γαιών συχνά και εκτός επικράτειας
• Αναδιάρθρωση καλλιεργειών
• Συλλογική αντιμετώπιση σε ότι αφορά κυρίως την Ευρώπη, η οποία προς το παρόν δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα, αφού είναι πλεονασματική
• Δέσμευση κεφαλαίων για τη διενέργεια των απαραίτητων επενδύσεων.

Εκτός από πόρους, οι αλλαγές απαιτούν και χρόνο, κάτι που είναι ακόμη σημαντικότερο, κυρίως στην περίπτωση που ο πόλεμος και οι επιπτώσεις του παραταθούν επί μακρόν.

Ομως το μεγάλο πρόβλημα που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση, είναι η ανεπάρκεια τροφίμων και η επαπειλούμενη πείνα, που τροφοδοτείται από την πολεμική μηχανή και τις αυξήσεις των τιμών στις φτωχές χώρες του Νότου και της Μέσης Ανατολής.

Για άλλη μια φορά είναι εμφανές, ότι η ανθρωπότητα ήταν ανέτοιμη να αντιμετωπίσει το φαινόμενο.

Διαγραφή χρεών και φορολόγηση των πλουσιότερων

Πέρα από το διπλασιασμό των κονδυλίων που ζητάει ο ΟΗΕ για το διατροφικό του πρόγραμμα, η άμεση απάντηση για την ανακούφιση των λαών πρέπει να είναι μια γενναία απόφαση για τη διαγραφή του εξωτερικού χρέους των πληττόμενων χωρών.

Ακόμη και αν υπάρξει προσφορά τροφίμων από άλλες πηγές, οι περισσότερες από αυτές τις χώρες δεν θα είναι σε θέση να τα αγοράσουν όσο οι τιμές βρίσκονται στα ύψη. Άλλωστε η διακίνηση σιτηρών κι άλλων τροφίμων στην παγκόσμια αγορά ελέγχεται από εταιρείες-κολοσσούς, οι οποίες σε περιόδους κρίσης αξιοποιούν τη θέση τους για να αυξήσουν τα κέρδη τους, κάτι που αποτυπώνεται και στην πορεία των μετοχών τους.

Μήπως ήρθε η ώρα να σκεφτούμε σοβαρά την πρόταση της οργάνωσης Oxfam; Η οργάνωση αυτή που αγωνίζεται κατά της παγκόσμιας φτώχειας, έχει προτείνει να φορολογηθούν οι εκατομμυριούχοι με 2% και οι δισεκατομμυριούχοι με 5%, ώστε να λυθεί οριστικά το πρόβλημα της πείνας και της ασιτίας που αντιμετωπίζουν 820 εκ. άνθρωποι στον πλανήτη μας;

Του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΓΚΟΤΣΗ, Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

πηγή: sofokleousin.gr

Print Friendly, PDF & Email