Ο ματωμένος Μάης της Θεσσαλονίκης κι ο «Επιτάφιος» του Τάσου Τούση

Είναι 9 Μαΐου του 1936 και στη Θεσσαλονίκη ξημερώνει μια μέρα που προοιωνίζεται ταραγμένη. Το θέμα είναι το πόσο…

Το φυτίλι έχει ανάψει από τις προηγούμενες ημέρες – μην πούμε χρόνια – και περιμένει τα αποτελέσματα της έκρηξής του. Δεν είναι μόνον η μάνα του «πρώτου νεκρού», του Τάσου Τούση που θρήνησε. Απλώς αυτή αποτυπώθηκε στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Ο «Επιτάφιος» αποτελεί μια μοναδική λαϊκή θρηνωδία, το κορυφαίο μοιρολόι της μάνας. Υπήρξαν κι άλλες οκτώ μανάδες, τουλάχιστον, που την ίδια μέρα θρήνησαν τα παιδιά τους. Και μαζί τους όλη η Ελλάδα…

Η κλεψύδρα για την τελική έκρηξη ξεκίνησε να μετράει λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Αρκετά χρόνια πριν…

Με τη γνώριμη χρονοκαθυστέρηση, η Ελλάδα αρχίζει να εισέρχεται στην εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Στην «κατάλληλη» περίοδο εμφανίζεται το απαιτούμενο φτηνό εργατικό δυναμικό, για ένα τέτοιο πέρασμα, οι πρόσφυγες. Η προσπάθεια ανάπτυξης της χώρας έχει ανακοπεί μετά τα χρόνια του Χαριλάου Τρικούπη, για να παραδοθεί στην εσωστρέφεια του Εθνικού Διχασμού. Και μια που αναφέραμε τον αναμορφωτή πρωθυπουργό, ένα από τα πλήγματα της χώρας τότε ήταν η κρίση των εξαγωγών σταφίδας. Τα χωράφια μαραζωμένα, περίμεναν τις νέες καλλιέργειές τους και ο καπνός αποτελούσε ιδανική περίπτωση, ιδίως στα χωράφια της Βόρειας Ελλάδας. Άλλωστε, εκεί είχε διασπείρει η ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων) το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων.

Ήδη στις περιοχές αυτές υπήρχε μια εμπειρία καλλιέργειας καπνού από τα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τώρα, μετά το 1923, 150.000 οικογένειες βρήκαν ένα εισόδημα και η Μακεδονία με τη Θράκη έβλεπαν να σχηματίζονται οι πρώτες εργατικές κοινότητες. Οι καπνεργάτες γρήγορα θα συναντήσουν στη Θεσσαλονίκη τον τρόπο διεκδίκησης για την κακοπληρωμένη εργασία τους. Λίγα έτη πριν είχε ξεκινήσει από ‘κει ο Αβραάμ Μπεναρόγια και η σοσιαλιστική Φεντερασιόν του.

Τώρα είχε ήδη γεννηθεί το ΣΕΚΕ, η μήτρα από την οποία γεννήθηκε το ΚΚΕ. Η ζύμωση των δύο πλευρών οδήγησε στις πρώτες απεργιακές κινητοποιήσεις. Απέναντί τους οι καπνοβιομήχανοι, τους οποίους θα πρέπει να τους φανταστούμε σαν τους «διαπλεκόμενους» της εποχής. Ισχυρότατοι οικονομικοί παράγοντες, με προσβάσεις και επιρροή στην πολιτική, γνώριζαν τον τρόπο να κερδίζουν αυτά που θέλουν. Κάποιες ταινίες, όπως το «Δι’ ασήμαντον αφορμή» του Τάσου Ψαρά και η «Βασιλική» του Βαγγέλη Σερντάρη, αποτελούν τους καλύτερους μάρτυρες για το σχετικό σκηνικό.

Η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται με το Κραχ του 1929, όταν οι εξαγωγές περιορίζονται, ενώ η παραγωγή καπνού βρισκόταν σε σαφώς αύξουσα τάση. Αποτέλεσμα, στο διάστημα 1929-1934 να χρεωκοπήσουν 649 επιχειρήσεις στη Θεσσαλονίκη, και 40.000 εργατικά χέρια βρέθηκαν να τρέφονται στα κρατικά συσσίτια. Τα δε έσοδα από τις εξαγωγές καπνού έφτασαν από τα 12 εκατομμύρια χρυσές λίρες του 1929, στα 3 εκατομμύρια χρυσές λίρες το 1932.

Τον ίδιο καιρό άρχισε κρατικό και παρακρατικό κυνηγητό στις εργατικές-σοσιαλιστικές διεκδικήσεις. Το πρώτο το εκπροσωπούσε η ψήφιση του «Ιδιώνυμου» από την κυβέρνηση Βενιζέλου, το 1929. Με αυτό κάθε διαδήλωση ή απεργία θεωρούταν κομμουνιστική διεκδίκηση, ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης. Η ίδια κυβέρνηση δεν έδειξε να ενοχλείται από τη δράση και τη βία των Τριεψιλιτών (μέλη της Ακροδεξιάς οργάνωσης ΕΕΕ), η οποία έμεινε γνωστή για την «τραμπούκικη» δράση της. Ο χρόνος ήδη κυλούσε αντίστροφα…

Λίγο πριν…

Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα, γεννιούνται οι πρώτοι ισχυροί εργατικοί πυρήνες σε μεγάλα αστικά κέντρα της περιφέρειας, τα οποία εμφανίσθηκαν με τη βοήθεια μιας αναπτυσσόμενης βιομηχανίας. Η Καβάλα, η Ξάνθη, οι Σέρρες, ο Βόλος, η Πάτρα, η Μυτιλήνη αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα, με τις τρεις πρώτες να στηρίζονται, κατά κύριο λόγο, στην καπνοβιομηχανία. Εκεί θα πραγματοποιηθούν και οι πρώτες απεργίες, με την πλέον δυναμική από τους καπνεργάτες στην Καβάλα. Δεν είναι τυχαίο πως οι αργότερα ηγετικές μορφές του ΚΚΕ, ο Σιάντος και ο Ιωαννίδης απέκτησαν επαναστατική εμπειρία ως καπνεργάτες της Καβάλας.

Έτσι, το 1935, οι διεκδικήσεις πυκνώνουν και το πρώτο αίμα από τραυματισμούς και ξυλοδαρμούς αρχίζει να ρέει στους 200.000 απεργούς, εκείνης της χρονιάς. Κι ανάμεσα σε διάφορες κινητοποιήσεις, φτάνουμε στα 1936, οπότε στη Θεσσαλονίκη οι απεργίες διαδέχονται η μια την άλλη. Αρτεργάτες, μυλεργάτες των αλευρόμυλων Μπαλτά, χαρτεργάτες, εργάτες δέρματος, ανοίγουν το χορό τον απεργιών τον μήνα Μάρτιο, αλλά το σπουδαίο γεγονός αποτελεί το Α’ παγκαπνεργατικό συνέδριο του Απριλίου.

Πραγματοποίειται στη Θεσσαλονίκη και λαμβάνουν μέρος σε αυτό 24 σωματεία, με 60 αντιπροσώπους. Το συνέδριο διαρκεί τρεις ημέρες και ασχολείται με τα μεροκάματα, τον νόμο περί Τόγκας και το Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών (ΤΑΚ). Στο μεροκάματο η διεκδίκηση είναι εξίσωση με αυτά της Παλαιάς Ελλάδας ( έτσι αποκαλούταν το πρώτο ελληνικό κράτος ) και όχι διακρίσεις στα διάφορα είδη επεξεργασίας. Τιμαριθμική αναπροσαρμογή των αμοιβών λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι γυναίκες αμείβονταν με σαφώς μικρότερο μεροκάματο των ανδρών. Για το λόγο αυτόν μια ακόμη διεκδίκηση ήταν η χρησιμοποίηση ανδρών τουλάχιστον ίσων σε αριθμό με αυτόν των γυναικών στο ξεφύλλισμα της τόγκας (ποικιλία καπνού).

Πρόκειται για μια εντυπωσιακή αντίστροφη ποσόστωση, η οποία αντικατοπτρίζει την ιδιομορφία του επαγγέλματος.Επίσης υπήρχε αίτημα ώστε να μη χρησιμοποιούνται γυναίκες στα «πατήματα» των φύλλων. Όσο για τους στιβαδόρους να εργάζονται σε υγιεινές συνθήκες εργασίας, να λάβουν δεκάδραχμη αύξηση λόγω κοπιαστικής δουλειάς και φθοράς των ρούχων, διπλό αντιμίσθιο στις υπερωρίες, καθώς και δεκάλεπτη ανάπαυση.

Οι διεκδικήσεις του ιστορικού παγκαπνεργατικού συνεδρίου γρήγορα μετέδωσαν τη φλόγα τους στο Εργατικό Κέντρο και στους υπόλοιπους κλάδους. Η διεκδίκηση έφθασε γρήγορα σε απεργιακή κινητοποίηση. Στις 9.30’ το πρωί της 29ης Απριλίου τα καπνομάγαζα έκλεισαν και πάνω από 10.000 απεργοί ( οι περισσότερες γυναίκες ) πραγματοποιούν ειρηνική πορεία προς τον κινηματογράφο «Πάνθεον» στον Βαρδάρη. Κάποιες πηγές θέλουν τους Τριεψιλίτες να βάζουν φωτιά σε καπναποθήκες, για προβοκατόρικους λόγους.

Ως τις 4 Μαΐου οι καπνεργάτες στην Ξάνθη, την Καβάλα, πρώτα, και κατόπιν στο Σιδηρόκαστρο, στη Σάμο, στη Δράμα, στο Αγρίνιο, στην Πάτρα, στο Δοξάτο, στον Λαγαδά ακολουθούν με απεργίες, ενώ την ημέρα αυτήν εισέρχεται σύσσωμος ο Πειραιάς στον αγώνα. Τότε μπαίνει στο κάδρο και ο Ιωάννης Μεταξάς.

6 Μαΐου, ο Μεταξάς στη Θεσσαλονίκη

Στις 6 Μαϊου ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς διέρχεται από τη Θεσσαλονίκη, οδεύοντας προς το Βελιγράδι για τη διάσκεψη του Βαλκανικού Συμφώνου. Σταματάει στην πόλη, αλλά αρνείται να συναντηθεί με τις επιτροπές των απεργών. Αντ’ αυτών, δίνει εντολές στον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Κωνσταντίνο Πάλλη, ο οποίος απευθυνόμενος προς τους απεργούς τους λέει: «Το κράτος θα επιβληθεί. Έχω τη δύναμη του στρατού και της χωροφυλακής και θα σας τσακίσω. Λυπάμαι βέβαια δι’ όσα θα συμβούν εις βάρος σας ή εις βάρος των οικογενειών σας». Είχε δρομολογηθεί η αιματηρή επέμβαση.

Την Παρασκευή 8 Μαΐου η ΓΣΕΕ και η Ενωτική ΓΣΕΕ προσπαθούν να επιλύσουν τα προβλήματα των εργατών της Θεσσαλονίκης, με διάβημα προς τον υπουργό Εσωτερικών Θεόδωρο Σκυλακάκη. Συγχρόνως, μια πορεία 5-6.000 καπνεργατών οδεύει προς το Διοικητήριο, προκειμένου να μεταφέρει τα αιτήματα, με την παράκληση για την ειρηνική επίλυσης τους. Η αστυνομία απαγορεύει την προσέγγιση των απεργών στο Διοικητήριο, ενώ υφαντουργοί της ΥΦΑΝΕΤ λιθοβολεί το απόγευμα το εργοστάσιο και προστίθενται στους απεργούς. Η κυβέρνηση επιστρατεύει τους απεργούντες σιδηροδρομικούς και τροχιοδρομικούς και το Γ’ Σώμα Στρατού ( με διοικητή τον συνταγματάρχη Ν. Ζέππο ), όπως και η χωροφυλακή με τον Ντάκο, προετοιμάζονται και θωρακίζονται για την επόμενη μέρα.

Την ημέρα του «Επιτάφιου»

Από το πρωί τα καταστήματα είναι κλειστά και οι καμπάνες ηχούν πένθιμα. Κάπου 25.000 απεργοί περιφέρονται στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Πολλοί από αυτούς συγκεντρώνονται στο Εργατικό Κέντρο, (στην οδό Φιλίππου)με σκοπό να πραγματοποιήσουν πορεία προς το Διοικητήριο. Η πρώτη σπίθα ανάβει όταν ανάμεσα από τους συγκεντρωμένους του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου ( γωνία Εγνατίας και Βενιζέλου ) περνάει αυτοκίνητο της χωροφυλακής, με τους συλληφθέντες την προηγούμενη μέρα απεργούς αυτοκινητιστές.

Οι απεργοί τους διεκδικούν και καταφέρνουν να τους ελευθερώσουν, χωρίς να πειράξουν τους χωροφύλακες. Μόνον που η γύρω έφιππη αστυνομία και τα θωρακισμένα οχήματα βρίσκουν την αφορμή για την επιζητούμενη επέμβαση. Αρχίζουν οι πρώτοι πυροβολισμοί, από ακροβολισμένους στις γύρω ταράτσες , ενώ οι αστυνομικοί επιτίθενται με σπάθες ανά χείρας.

Η εφημερίδα «Ακρόπολις» μεταφέρει το κλίμα της σύγκρουσης: «Οι απεργοί ορμητικότατοι, εμάχοντο, ανθίσταντο, επετίθεντο, έφευγαν διωκόμενοι και συνεχώς ανασυγκροτούμενοι, αποδοκίμαζαν, εγιουχάιζαν, εζητωκραύγαζαν με ένα θάρρος πρωτοφανές, μέσα εις άπειρους αδέσποτας σφαίρας. Μόνον όσοι εδιάβασαν εις τας εφημερίδας περιγραφάς των γεγονότων της Ισπανίας μπορούν να φαντασθούν την σημερινήν όψιν της κινητοποιηθήσας Θεσσαλονίκης».

Από σφαίρα στο κεφάλι πέφτει νεκρός, στη γωνία των οδών Συγγρού και Πτολεμαίων, ο εικοσιεπτάχρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Το νεκρό του σώμα τοποθετείται πάνω σε μια πόρτα και μεταφέρεται σε παρακείμενη κλινική για να διαπιστωθεί και τυπικά ο θάνατός του.

Ο Τάσος Τούσης είχε δουλέψει εστιάτορας, καροποιός και βαρελοποιός, για να παντρευτεί, εν μέσω ανέχειας, στα εικοσιένα του χρόνια. Ο νεαρός Εβραίος Σαλβαντόρ Ματαράσο κόβει ένα κομμάτι από τη φόδρα του σακακιού του, το βουτάει στο αίμα του νεκρού και το κάνει σημαία. Η μητέρα του Τάσου, Κατίνα Τούση, βρίσκει το πτώμα του παιδιού της πάνω στην πόρτα, στην Εγνατία οδό, δίπλα στην Παναγία Χαλκέων.

Αν και ακολούθησαν κι άλλοι τουλάχιστον έντεκα νεκροί( όπως η ηρωική καπνεργάτρια Αναστασία Καρανικόλα), η εικόνα της μάνας, ολοφυρόμενη με ανοιχτά τα χέρια πάνω από τον νεκρό γιό της είναι αυτή που άφησε διαχρονικά στη μνήμη τα γεγονότα της ημέρας εκείνης. Μια εικόνα που μοιάζει να μεταφέρθηκε αυτούσια, με άλλους πρωταγωνιστές, σε διάφορες μεριές του πλανήτη, από τη Θεσσαλονίκη του ‘36 ως τη Γάζα του σήμερα.