Ντόμινο δυσβάστακτων συνεπειών για την οικονομία και τις ΜΜΕ από την έκρηξη του ενεργειακού κόστους

γράφει στο peripteron.eu ο Παύλος Ραβάνης, Πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητήριου της Αθήνας

Αντιμέτωπες με αλλεπάλληλα σφοδρά «κτυπήματα» βρίσκονται τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία και ιδιαίτερα οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, καθώς μετά την πολυετή οικονομική κρίση και την πανδημία του κορονοϊού, καλούνται πλέον να διαχειριστούν και την διεθνή έκρηξη του ενεργειακού κόστους.

Κάθε μήνα εκτοξεύεται η τιμή τόσο του ηλεκτρικού ρεύματος, όσο και του φυσικού αερίου. Η αύξηση του κόστους παραγωγής, στην μικρομεσαία μεταποιητική, παραγωγική επιχείρηση, είναι η αναπόφευκτη συνέπεια, με δυσβάστακτες συνέπειες.

Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και οι Έλληνες βιοτέχνες, δίνουν τα τελευταία χρόνια μια άνιση μάχη επιβίωσης, με τις τελευταίες εξελίξεις από το ενεργειακό μέτωπο να αποτελούν την «χαριστική βολή» στα όποια σχέδια συνέχισης της παραγωγικής τους δραστηριότητας.

Στο τέλος Ιανουαρίου η τιμή της ενέργειας στην Ελλάδα διαπραγματεύονταν στα υψηλότερα επίπεδα της ευρωπαϊκής αγοράς με την τιμή στη χονδρεμπορική αγορά επόμενης μέρας να διαμορφώνεται στα 293,79 ευρώ/MWh. Με την τιμή στα 293,79 ευρώ/MWh, η άνοδος είναι 42% σε σχέση με μόλις λίγες ημέρες πριν που ήταν 206,46 ευρώ/MWh.

Οι υψηλές τιμές στην Ελλάδα, ωθούμενες από τις ανοδικές τιμές και στο φυσικό αέριο, επηρεάζουν και τις τιμές στις υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι την δεδομένη χρονική στιγμή η Βουλγαρία η Ρουμανία και η Ουγγαρία έχουν το ευρωπαϊκό ρεκόρ στην τιμή της χονδρεμπορικής, με τιμή 295 ευρώ/Mwh και ακολουθούν η Γαλλία με 275,45 ευρώ/MWh, η Ιταλία με 272,69 ευρώ /Mwh και η Ελβετία με 270,25 ευρώ/MWh.

Η εκτίναξη του κόστους ενέργειας, επηρεάζει σημαντικά τη ρευστότητα όλων των επιχειρήσεων. Ήδη, μια στις τέσσερις επιχειρήσεις, έχουν απλήρωτους λογαριασμούς. Είναι προφανές, ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δεν θα μπορέσουν να απορροφήσουν την αύξηση του ενεργειακού κόστους, με αποτέλεσμα, είτε να αναγκαστούν να το μετακυλήσουν στους καταναλωτές, είτε να οδηγηθούν σε μειωμένο κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων και άρα σε κίνδυνο περισσότερων λουκέτων.

Έρευνα του ΒΕΑ, που δημοσιοποιήθηκε το Σεπτέμβριο, ανέδειξε την επερχόμενη δύσκολη κατάσταση που κλήθηκαν να διαχειριστούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τότε, το 68% των ΜμΕ εκτιμούσαν ότι οι διεθνείς αυξήσεις θα επηρεάσουν πολύ και πάρα πολύ το κόστος παραγωγής, καθώς, όσο περισσότερο εξαρτημένες είναι οι επιχειρήσεις από το ενεργειακό κόστος, τόσο μεγαλύτερες επιπτώσεις αναμένουν από τις διεθνείς αυξήσεις. Οι δε τιμές των αγαθών και υπηρεσιών, θα είχαν ανατίμηση από 10% έως 30%. Η σημερινή πραγματικότητα έρχεται όχι μόνο να επιβεβαίωσει τα αποτελέσματα της μελέτης του ΒΕΑ, αλλά να αναδείξει την ακόμη δυσμενέστερη πραγματικότητα.

Για παράδειγμα με «βόμβα» στα θεμέλια της αγοράς ακινήτων και της οικοδομικής δραστηριότητας μπορεί να χαρακτηριστεί η αύξηση στο κόστος κατασκευής τους τελευταίους μήνες, που υπονομεύει τις προοπτικές ενός κλάδου o οποίος γνωρίζει σημαντική ανάκαμψη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το κόστος κατασκευής έχει αυξηθεί κατά 35%-40%, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, με ορατό τον κίνδυνο, εάν συνεχιστεί η κατάσταση, να «παγώσουν» πολλά από τα έργα που είναι σε εξέλιξη ή πρόκειται να ξεκινήσουν.

Είναι ενδεικτικό ότι η αύξηση στα οικοδομικά υλικά τον περασμένο Δεκέμβριο, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, διαμορφώθηκε στο 7,1%, καθώς ανατιμήσεις καταγράφηκαν σε όλες ανεξαιρέτως τις επιμέρους κατηγορίες.

Ήδη οι φορείς του real estate εκφράζουν φόβους πως αν συνεχιστεί το κύμα των αυξήσεων, ίσως επιβραδυνθεί ο ρυθμός ανόδου της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας, τουλάχιστον μέχρι να εξασθενήσουν οι πιέσεις στις τιμές των οικοδομικών υλικών.

Παράλληλα, ο γενικός δείκτης παρουσίασε αύξηση 0,4% τον Δεκέμβριο 2021 σε σύγκριση με τον δείκτη του Νοεμβρίου 2021, έναντι αύξησης 0,3% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των αντίστοιχων μηνών το 2020. Ο μέσος δείκτης του δωδεκαμήνου Ιανουαρίου 2021-Δεκεμβρίου 2021 παρουσίασε αύξηση 3,8% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του δωδεκαμήνου Ιανουαρίου 2020-Δεκεμβρίου 2020, έναντι μείωσης 0,2% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των αντίστοιχων προηγούμενων δωδεκαμήνων.

Η ενεργειακή κρίση, βρίσκει την πραγματική οικονομία ανοχύρωτη. Οι τρεις στους τέσσερις επιχειρηματίες, δεν έχουν ακόμη αναζητήσει νέους τρόπους παραγωγής στηριζόμενους σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Τα μέτρα της Κυβέρνησης, μέχρι να εξειδικευτούν απολύτως και να δούμε την εφαρμογή τους στην αγορά, δεν φαίνεται ούτε να καθησυχάζουν, ούτε να ικανοποιούν τα Μέλη του Επιμελητηρίου μας, ζητώντας παρεμβάσεις προσαρμοσμένες στις ανάγκες της βιοτεχνίας.

Ως Επιμελητήριο, καταθέτουμε σταθερά, εδώ και ένα χρόνο, προτάσεις για ανακούφιση των μικρομεσαίων, όπως:

• Την απεξάρτηση τελικού τιμολογίου πληρωμής από έμμεσες χρεώσεις (Δημοτικά Τέλη, ΕΡΤ κ.λπ)
• Την επαναφορά του τιμολογίου για Γ21Β (βιοτεχνικό)
• Την επιδότηση για την μισό της αύξησης στο μαζούτ. – Όμοια στο ηλεκτρικό.
• Την επιδότηση φωτοβολταϊκών,
• επιπλέον εκπτώσεις σε επιχειρήσεις που το ρεύμα είναι από τις πρωτεύουσες δαπάνες
• τη μείωση του κόστους παραγωγής ενέργειας και όχι αύξηση, από τη στιγμή που έχουν τοποθετηθεί χιλιάδες ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά.
• κατάργηση ΕΦΚ σε ενέργεια
• λιγότερα Δημοτικά τέλη
• μείωση ειδικού φόρου κατανάλωσης, επαναφορά σε λειτουργία στις λιγνιτικές μονάδες σε περιόδους ενεργειακής κρίσης
• μείωση του ΦΠΑ στον λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου

Η βιοτεχνία, δεν μπορεί να αντέξει το αυξημένο ενεργειακό κόστος. Στο επόμενο διάστημα, εάν συνεχιστεί η φρενίτιδα της αύξησης, θα δούμε νέα «κόκκινα δάνεια» επιχειρήσεων και πτωχεύσεις μικρομεσαίων, που αγωνίστηκαν να επιβιώσουν στην δεκαετία της κρίσης.

 

 

Print Friendly, PDF & Email