Μια Διαχρονική Ανάλυση των Ιστορικών Ελληνορωσικών Σχέσεων
Γράφει η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ
Η Διαμόρφωση των Ελληνορωσικών Σχέσεων κατά την Πρώιμη Περίοδο (15ος-18ος αιώνας)
Το παρόν άρθρο επιχειρεί να εξετάσει τις θεμελιώδεις διαστάσεις που καθόρισαν τη διαμόρφωση των ελληνορωσικών σχέσεων κατά την περίοδο από την πτώση της Κωνσταντινούπολης έως τα τέλη του 18ου αιώνα. Η ανάλυση των σχέσεων των δυο κρατών αποτελεί ένα σύνθετο πεδίο έρευνας που απαιτεί διεπιστημονική προσέγγιση και ενδελεχή ανάλυση πολλαπλών παραμέτρων.
Οι ιδεολογικές βάσεις των ελληνορωσικών σχέσεων στηρίζονται στη θεωρία της Τρίτης Ρώμης, μια θεολογικο-πολιτική θεωρία που διατυπώθηκε επίσημα στις αρχές του 16ου αιώνα από τον μοναχό Φιλόθεο του Πσκοφ η οποία δεν αποτέλεσε απλώς ένα θεολογικό κατασκεύασμα, αλλά λειτούργησε ως κεντρικός άξονας της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής για αιώνες. Μετά την πτώση της Ρώμης (Πρώτη Ρώμη) και της Κωνσταντινούπολης (Δεύτερη Ρώμη), η Μόσχα αναδείχθηκε ως η Τρίτη και τελευταία Ρώμη, ως ο υπερασπιστής της Ορθοδοξίας και συνεχιστής της βυζαντινής παράδοσης. Η Ρωσία ορμώμενη από αυτή την αντίληψη, αναλαμβάνει μια ιδιάζουσα αποστολή: να προστατεύει την Ορθόδοξη πίστη και να συνεχίσει την πνευματική και πολιτική κληρονομιά του Βυζαντίου. Η πεποίθηση αυτή συνοψίζεται στη φράση “δύο Ρώμες έπεσαν, η τρίτη στέκει, και τέταρτη δε θα υπάρξει”. Αυτή η ιδεολογία επηρέασε βαθιά τη ρωσική πολιτική και εκκλησιαστική σκέψη και διαμόρφωσε σημαντικά τις σχέσεις της Ρωσίας με τον ορθόδοξο κόσμο. Φυσικά θα πρέπει να αναφέρουμε πως η αντίληψη αυτή έχει και πολιτική προέκταση καθώς μέσα από την θρησκευτική διάσταση, η Ρωσία στην ουσία νομιμοποίησε την εξουσία της στην περιοχή, διεκδίκησε την βυζαντινή κληρονομιά αλλά και ηγετικό ρόλο στις χώρες και λαούς που ακολουθούν την ορθόδοξη πίστη. Επομένως, η Μόσχα, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του θεματοφύλακα της ορθόδοξης παράδοσης, διαμόρφωσε μια πολιτική προστασίας των ορθόδοξων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που εξυπηρετούσε τόσο τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες όσο και την εσωτερική της νομιμοποίηση.
Εν συνεχεία της ιστορικής ανάλυσης, οι κοινοί πνευματικοί δεσμοί πήραν μορφή με την ίδρυση της Σλαβο-Γραικο-Λατινικής Ακαδημίας (Славяно-греко-латинская академия) το 1687, υπό την καθοδήγηση των αδελφών Λειχούδη, η οποία αποτέλεσε τον πρώτο επίσημο θεσμό ανώτερης εκπαίδευσης στη Ρωσία. Εκτός από την εκπαιδευτική του ιδιότητα, λειτούργησε και ως γέφυρα μεταξύ της βυζαντινής παράδοσης και του ρωσικού πολιτισμού, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας νέας πνευματικής ελίτ που συνδύαζε στοιχεία και των δύο παραδόσεων. Η Ακαδημία έγινε κέντρο μάθησης που συνδύαζε τρεις σημαντικές παραδόσεις: τη σλαβική, την ελληνική και τη λατινική. Το πρόγραμμα σπουδών περιλάμβανε γραμματική, ρητορική, λογική, φυσικές επιστήμες και θεολογία τα οποία διδάσκονταν στα ελληνικά και λατινικά. Συνεπώς, η Ακαδημία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πνευματική ανάπτυξη της Ρωσίας και στη διάδοση της ελληνικής παιδείας στη ρωσική επικράτεια, ενώ από αυτήν αποφοίτησαν πολλοί σημαντικοί λόγιοι της εποχής όπως ο Μιχαήλ Λομονόσοβ. Για την Σλαβο-Γραικο-Λατινική Ακαδημία και την δράση των αδελφών Λειχούδη θα αναφερθώ σε ξεχωριστό άρθρο εκτενέστερα.
Εντωμεταξύ, η περίοδος του Μεγάλου Πέτρου (1682-1725) έχει φέρει ολική μεταστροφή στα ρωσικά σχέδια για την περιοχή καθώς ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1710-1711, παρά την αποτυχία του, ανέδειξε τις νέες γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Ρωσίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Παρόλο που η Ρωσική επιχείρηση ήταν στρατιωτικά ανεπιτυχής, έθεσε τις βάσεις για τη ρωσική επεκτατική πολιτική προς τη Μαύρη Θάλασσα και διαμόρφωσε το πλαίσιο των μελλοντικών ρωσοτουρκικών συγκρούσεων.
Μετέπειτα, με την Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), η οποία έβαλε τη σφραγίδα της στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, έχει παραχωρήσει εμπορικά προνόμια στους Έλληνες εμπόρους, οδηγώντας στη δημιουργία εκτεταμένων εμπορικών δικτύων στη Μαύρη Θάλασσα. Η ανάπτυξη αυτών των δικτύων απέφερε οικονομική άνοδο όπως με την άνθηση του εμπορίου, κοινωνική ανάπτυξή με την ανάδυση της εμπορικής τάξης αλλά και πολιτισμική ώσμωση με την εντατικοποίηση των πνευματικών ανταλλαγών μεταξύ των δύο λαών.
Καθώς η οικονομική άνθιση έχει προσδώσει νέα δυναμική στις σχέσεις των δυο λαών, η ανάπτυξη των ελληνικών παροικιών σε σημαντικά ρωσικά αστικά κέντρα, όπως η Οδησσός αναδείχθηκε σε πρωτεύοντα κόμβο αυτού του δικτύου. Η επιτυχία του δεν περιορίστηκε μόνο ως εμπορικό κέντρο, αλλά και ως εστία διάδοσης νέων ιδεών και πολιτισμικών προτύπων με την παρουσία των ελληνικών κοινοτήτων στη Ρωσία. Συνέβαλλε στη διαμόρφωση ενός νέου τύπου αστικής τάξης που λειτούργησε ως καταλύτης για τις μετέπειτα εξελίξεις στον ελληνικό χώρο.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση της περιόδου αυτής στο πρώτο μέρος του άρθρου, καταδεικνύεται ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις διαμορφώθηκαν μέσα από πολυσύνθετες αλληλεπιδράσεις που υπερέβαιναν τα στενά όρια της διπλωματίας. Η σύζευξη θρησκευτικών, πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών παραγόντων δημιούργησε ένα σημαίνον ιστορικό παράδειγμα διακρατικών σχέσεων που επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα εξέλιξη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και διαμόρφωσε το πλαίσιο των νεότερων ελληνορωσικών σχέσεων.
Από την Ελληνική Επανάσταση έως το Μακεδονικό Ζήτημα (1821-1908)
Η περίοδος από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης έως την κορύφωση του Μακεδονικού Ζητήματος, χαρακτηρίζεται από έντονες διακυμάνσεις και δύσκολες διπλωματικές διεργασίες. Η ανάλυση αυτής της σημαντικής περιόδου δείχνει τη μετάβαση από τις παραδοσιακές σχέσεις προστάτη-προστατευόμενου σε διακρατικές σχέσεις με σύνθετο περιεχόμενο.
Στην Οδησσό, της οποίας η συμβολή ήταν καθοριστική στην προετοιμασία της Ελληνικής επανάστασης ως κέντρο του ελληνισμού στις αρχές του 19ου αιώνα, με την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας το 1814, δεν αποτέλεσε τυχαίο γεγονός, αλλά προϊόν συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών. Η ανερχόμενη ελληνική αστική τάξη της Ρωσίας, διαποτισμένη από τις ιδέες του Διαφωτισμού και ενισχυμένη οικονομικά από το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας, παρείχε το απαραίτητο υπόβαθρο για την ανάπτυξη επαναστατικής δραστηριότητας.
Από την άλλη, η στάση της τσαρικής Ρωσίας απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση αρχικά ήταν ιδιαίτερα διστακτική, κάτι που αντανακλά τη σύγκρουση μεταξύ των παραδοσιακών θρησκευτικών δεσμών και των πολιτικών δεσμεύσεων της Ιεράς Συμμαχίας, η οποία είχε συσταθεί το 1815 μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, με πρωτεργάτες τη Ρωσία, την Αυστρία και την Πρωσία. Η Συμμαχία αυτή είχε ως βασικό στόχο της την καταπολέμηση κάθε επαναστατικού κινήματος που απειλούσε τη νομιμότητα των μοναρχικών καθεστώτων στην Ευρώπη. Παρά την συμπάθεια του προς τον ελληνικό αγώνα και την παραδοσιακή ρωσική πολιτική προστασίας των ορθοδόξων, ο Τσάρος βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα σοβαρό δίλημμα: η υποστήριξη μιας επανάστασης, ακόμη και κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα υπονόμευε τις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας και θα μπορούσε να ενθαρρύνει παρόμοια κινήματα σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, κάτι που ο ίδιος, ως αυτοανακηρυγμένος θεματοφύλακας της μεταναπολεόντειας τάξης, επιθυμούσε να αποτρέψει. Η απόρριψη της εξέγερσης του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίφασης στη ρωσική πολιτική.
Η σταδιακή μετάλλαξη της ρωσικής στάσης υπέρ του ελληνικού αγώνα δεν ήταν απόρροια ανθρωπιστικών λόγων, καθότι η ανάλυση των διπλωματικών εγγράφων της εποχής αποκαλύπτει μια προσεκτικά σχεδιασμένη στρατηγική που αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826) και η μετέπειτα Συνθήκη του Λονδίνου (1827) είναι οι κύριοι εκφραστές της Ρωσικής πολιτικής στην περιοχή. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826) αποτέλεσε την πρώτη επίσημη ρωσοαγγλική συμφωνία για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος. Το πρωτόκολλο προέβλεπε τη διπλωματική μεσολάβηση των δύο δυνάμεων για την επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών, ενώ η μετέπειτα Συνθήκη του Λονδίνου (1827), με την προσχώρηση και της Γαλλίας, διεύρυνε το διπλωματικό πλαίσιο και καθόριζε συγκεκριμένους όρους για την αυτονομία της Ελλάδας υπό οθωμανική επικυριαρχία. Επίσης, συμπεριελάμβανε και το δικαίωμα των Ελλήνων να εκλέγουν τους άρχοντές τους με την έγκριση της Πύλης και να διαχειρίζονται τις εσωτερικές τους υποθέσεις.
Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου που έγινε στις 20 Οκτωβρίου του 1827, με την ενεργό συμμετοχή του ρωσικού στόλου υπό τον ναύαρχο Λογγίνο Χέιδεν, κατέδειξε την έμπρακτη υποστήριξη της Ρωσίας στον ελληνικό αγώνα. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828-1829) που ακολούθησε και η Συνθήκη της Αδριανούπολης έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην εδραίωση της ελληνικής ανεξαρτησίας. Με την Συνθήκη αυτή αναδείχθηκε ο βαρυσήμαντος ρόλος της Ρωσίας στη διαμόρφωση των πολιτικών δρώμενων στην περιοχή η οποία υπογράφηκε μετά τη νικηφόρα προέλαση του ρωσικού στρατού. Ως εκ τούτου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να αποδεχθεί όλες τις προηγούμενες συμφωνίες για το ελληνικό ζήτημα, ανοίγοντας οριστικά τον δρόμο για την πλήρη ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους.
Μετέπειτα, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η ανάβλυση του Πανσλαβισμού εισήγαγε νέα δεδομένα στις σχέσεις των δυο κρατών. H υποστήριξη της Ρωσίας στη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 διαμόρφωσε την ρωσική πολιτική απέναντι στο ελληνικό κράτος, η οποία πλέον έτεινε να ευνοεί τους σλαβικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων. Η κλιμάκωση αυτής της πολιτικής έφτασε στο ύψιστο σημείο της με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), προκαλώντας σοβαρές εντάσεις στις ελληνορωσικές σχέσεις. Το δόγμα του Πανσλαβισμού, που είχε αποκτήσει σημαντική επιρροή στη ρωσική εξωτερική πολιτική κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, προέβλεπε τη δημιουργία ενός δικτύου σλαβικών κρατών στα Βαλκάνια υπό την άμεση επιρροή και επίβλεψη της Ρωσίας. Συνακόλουθα, η εκκλησιαστική αυτονόμηση των Βουλγάρων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο λειτούργησε ως εφαλτήριο για την πολιτική τους ανεξαρτητοποίηση ενώ με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), κατοχύρωσαν τη δημιουργία μιας “Μεγάλης Βουλγαρίας”, η οποία θα εκτεινόταν από τον Δούναβη έως το Αιγαίο, συμπεριλαμβάνοντας μεγάλο μέρος της Μακεδονίας και της Θράκης. Όπως ήταν αναμενόμενο, μια τέτοια κίνηση ειχε θορυβήσει την Ελλάδα, καθώς απειλούσε άμεσα τα ελληνικά συμφέροντα και τους ελληνικούς πληθυσμούς στις περιοχές αυτές, οδηγώντας σε σοβαρή επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων και σε μια θεμελιώδη επαναξιολόγηση της παραδοσιακής ελληνικής εμπιστοσύνης προς τη ρωσική προστασία.
Τέλος, κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), η Ρωσία προσπάθησε να εξισορροπήσει τα αντικρουόμενα συμφέροντα με το ελληνικό κράτος, παρά το γεγονός ότι η επίσημη ρωσική πολιτική επιχειρούσε να διατηρήσει ουδέτερη στάση, αλλά στην πράξη, η υποστήριξη προς τις βουλγαρικές διεκδικήσεις ήταν έκδηλη. Η στάση της Ρωσίας προς την Ελλάδα ειχε φέρει στην επιφάνεια τα πραγματικά όρια της παραδοσιακής ελληνορωσικής φιλίας αλλά και την επικράτηση των γεωπολιτικών συμφερόντων έναντι των ιστορικών και θρησκευτικών δεσμών. Στην ουσία, ειχε επιβεβαιώσει την φράση του Λόρδου Πάλμερστον πως η διεθνής πολιτική είναι ζήτημα συμφερόντων, όχι συναισθημάτων. Η Βρετανική Αυτοκρατορία από την άλλη, επιδιώκοντας να διατηρήσει τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου και να περιορίσει τη ρωσική επέκταση προς τα θερμά ύδατα, υποστήριζε τη διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την ίδια περίοδο, η Αυστροουγγαρία, ανησυχώντας για την αυξανόμενη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια, προσπαθούσε να εμποδίσει τη δημιουργία ενός συμπαγούς μπλοκ σλαβικών κρατών υπό ρωσική καθοδήγηση. Υπό αυτό το πρίσμα, η Ρωσία, παρά την επίσημη ουδετερότητά της, υποστήριζε στρατηγικά τις βουλγαρικές διεκδικήσεις ως αντίβαρο στην αυστροουγγρική και βρετανική επιρροή. Παρόλο που η Ρωσική πολιτική υπονόμευε τα ελληνικά συμφέροντα στη Μακεδονία, ήταν αναγκαία για τη διατήρηση της ρωσικής επιρροής στην περιοχή και την προώθηση των ευρύτερων γεωπολιτικών της στόχων στα Βαλκάνια.
Από την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Σύγχρονη Εποχή (1917-σήμερα)
Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 άλλαξε τα θεμέλια στο χαρακτήρα των ελληνορωσικών σχέσεων εισάγοντας νέες ιδεολογικές και γεωπολιτικές συντελεστές στις διμερείς σχέσεις των δυο χωρών. Η μετάβαση από την τσαρική στη σοβιετική εποχή δεν αποτέλεσε απλώς μια αλλαγή του ρωσικού καθεστώτος, αλλά έθεσε την αρχή για τον ριζικό επαναπροσδιορισμό των διακρατικών σχέσεων στην ευρύτερη περιοχή.
Η συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων στην αντιμπολσεβικική επέμβαση στη νότια Ρωσία το 1919 επηρέασε αρνητικά τις μετέπειτα σχέσεις των δύο χωρών. Παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή ήταν περιορισμένης κλίμακας, εντούτοις ειχε δημιουργήσει προηγούμενο αμοιβαίας καχυποψίας, η οποία επρόκειτο να επηρεάσει τις διμερείς σχέσεις για δεκαετίες.
Στην συνέχεια, η Ρωσία, ως Σοβιετική Ένωση πια, στάθηκε κατά της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η οποία αντανακλούσε τη νέα προσέγγιση της σοβιετικής διπλωματίας η οποία ήταν φιλοτουρκική. Η υπογραφή της Συνθήκης Φιλίας και Αδελφότητας με την κεμαλική Τουρκία τον Μάρτιο του 1921, υπαγορεύτηκε από συγκεκριμένες στρατηγικές επιδιώξεις, όπως η παροχή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας στο Κεμάλ Ατατούρκ. Η στρατηγική αυτή εντασσόταν στο ευρύτερο πλαίσιο της σοβιετικής πολιτικής για αποδυνάμωση της βρετανικής επιρροής στην περιοχή, ενώ η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία ερμηνεύτηκε από τη σοβιετική ηγεσία ως προέκταση της βρετανικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής, οδηγώντας σε μια ενεργή αντιπαράθεση με τις ελληνικές βλέψεις.
Ακολούθως, με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, οι ελληνορωσικές σχέσεις μπήκαν σε μια νέα φάση, με τον ελληνικό εμφύλιο (1946-1949) να αποτελεί πεδίο έμμεσης αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Αν και η σοβιετική υποστήριξη προς τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας ήταν έμμεση (μέσω της Γιουγκοσλαβίας), εντούτοις δείχνει την προσπάθεια της ΕΣΣΔ να επεκτείνει την επιρροή της στη Μεσόγειο.
Λίγα χρόνια αργότερα, παρόλο που με την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ το 1952 να αποτελεί σημείο καμπής στις σχέσεις των δυο κρατών, με την ιδεολογική και στρατηγική αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου να επισκιάζει τους παραδοσιακούς πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς, η περίοδος της αποσταλινοποίησης υπό τον Χρουστσόφ δημιούργησε προϋποθέσεις για εκ νέου προσέγγιση στις διμερείς σχέσεις. Την δεκαετία του 1970, στην πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή γίνονται έκδηλες προσπάθειες επαναπροσδιορισμού των ελληνοσοβιετικών σχέσεων στην εξωτερική πολιτική των δυο μερών. Αν και ήταν πολύπλοκες οι σχέσεις, εντούτοις έγιναν προσπάθειες επαναπροσέγγισης, με την επίσκεψή του πρωθυπουργού Καραμανλή στη Μόσχα το 1979. Οι συμφωνίες που υπογράφηκαν έθεσαν την έναρξη μίας νέα εποχής οικονομικής και τεχνολογικής συνεργασίας, παρά τους περιορισμούς που έθετε η διεθνής πόλωση.
Τέλος, κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1989) οι προσπάθειες συνεχιστήκαν για περαιτέρω διεύρυνση των σχέσεων Ελλάδος – ΕΣΣΔ, ενώ η πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, αν και δεν αμφισβήτησε τον δυτικό προσανατολισμό της Ελλάδας, ωστόσο επιδίωξε την ανάπτυξη στενότερων σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση, ιδιαίτερα στους τομείς της ενέργειας και του εμπορίου. Μόλις δυο χρόνια μετα η ΕΣΣΔ καταρρέει, δημιουργώντας νέες προκλήσεις και ευκαιρίες. Η Ελλάδα αμέσως αναγνώρισε την Ρωσική Ομοσπονδία και οι δυο χώρες προχώρησαν στη ανάπτυξη νέων μορφών συνεργασίας, προσαρμόζοντας τις διμερείς σχέσεις στην μεταψυχροπολεμική πραγματικότητα.
Τελικές Εκτιμήσεις για τις Σχέσεις Ελλάδας-Ρωσίας στο Σύγχρονο Διεθνές Περιβάλλον
Συμπερασματικά, η μακροχρόνια πορεία των σχέσεων των δυο κρατών αντικατοπτρίζει την πολυπλοκότητα των διμερών/διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα σε δύο κράτη, καθώς η ενδελεχής εξέταση της ιστορικής πορείας αναδεικνύει τρεις βασικούς άξονες που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και την εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο εθνών.
Πρώτον, οι κοινές πνευματικές και πολιτιστικές ρίζες, οι οποίες συνέδεαν τους δυο λαούς επι αιώνες, δεν εξασφαλίζουν την διατήρηση ουσιαστικών δεσμών σε περιόδους έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Η σύγχρονη κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών επιβεβαιώνει ότι οι πολιτισμικοί δεσμοί, παρά την ιστορική τους σημασία, υποχωρούν μπροστά στις επιταγές της realpolitik και των διεθνών συμμαχικών υποχρεώσεων.
Δεύτερον, η πορεία των ελληνορωσικών σχέσεων φανερώνουν τις συνεχείς αλλαγές στη διεθνή σκηνή και το πώς οι χώρες προσαρμόζουν την πολιτική τους στα νέα δεδομένα. Η σημερινή στάση της Ελλάδας, με την πλήρη συμμετοχή της στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονες διεθνείς δεσμεύσεις υπερισχύουν των ιστορικών σχέσεων.
Τρίτον, σε οικονομικό επίπεδο, όπου οι σχέσεις των δυο χωρών λειτουργούσαν ως σταθεροποιητικός παράγοντας παρά τις κρίσεις που περνούσαν κατά καιρούς, έχει πια υποταχθεί στα νέα γεωπολιτικά δεδομένα και αυτό φαίνεται με την διακοπή σημαντικών οικονομικών και εμπορικών δεσμών λόγω των κυρώσεων, ενώ μαρτυρά την σημαντική αλλαγή στον τρόπο που συνεργάζονται οι δυο χώρες.
Τέλος, το παρόν άρθρο επιδίωξε να αναλύσει τις ιστορικές σχέσεις Ρωσίας – Ελλάδας μέχρι σήμερα. Είναι προφανές ότι οι διμερείς σχέσεις τους διαμορφώθηκαν από την αλληλεπίδραση διεθνών συστημικών παραγόντων, εθνικών συμφερόντων και ιστορικών παραδόσεων, δημιουργώντας ένα σύμπλεγμα σχέσεων που συνεχίζει να εξελίσσεται στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, παρόλο που οι εν λόγω σχέσεις, υπό την σημερινή πραγματικότητα, έχουν αποδυναμωθεί πλήρως. Όμως το διεθνές περιβάλλον μεταβάλλεται δυναμικά, όπως αναφέρθηκα και πιο πάνω, και όπως διαπιστώνεται από τις εφαρμοσμένες πολιτικές της θητείας Μπαϊντεν και από τις αλλαγές που διακηρύχθηκαν ήδη από τον ίδιο τον Τραμπ μετά την εκλογή του ως πρόεδρος των ΗΠΑ. Αυτό διαφαίνεται και από την τελευταία τηλεφωνική συνομιλία του καγκελάριου της Γερμανίας Όλαφ Σολτς προς τον Πούτιν, μετά από σχεδόν δυο έτη διακοπής της επικοινωνίας μεταξύ των ηγετών, σε μία προσπάθεια εκκίνησης ειρηνευτικών συζητήσεων για την λήξη του πολέμου στην Ουκρανία. Άρα, είναι πολύ πιθανόν να δούμε κάποιου είδους επανέναρξης των διμερών σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας στο εγγύς μέλλον. Φυσικά, όπως διαφαίνεται από την διεθνή σκακιέρα, απέχουμε πολύ από την πολυπόθητη ειρήνη. Λίγο πριν παραδώσει την εξουσία η τρέχουσα Αμερικανική κυβέρνηση στην κυβέρνηση Τραμπ, αποφασίζει να κλιμακώσει επικινδυνά τον πόλεμο στην Ουκρανία, δίνοντάς άδεια στον Ζελένσκι να πλήξει ρωσικό έδαφος με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Όπως είναι αναμενόμενο, κάτι τέτοιο θα εκλήφθη από την Ρωσία ως μεγάλη κλιμάκωση και το μόνο σίγουρο είναι πως θα βάλει την Ευρώπη και κατ ‘επέκταση την Ελλάδα σε επικίνδυνους ατραπούς.
Υ.Γ. “Όταν τα συμφέροντά μας συμπίπτουν με τα συμφέροντα άλλων εθνών, συνεργαζόμαστε. Όταν διαφέρουν, πορευόμαστε μόνοι.” – Λόρδος Πάλμερστον, 1850