Μένουμε Ελλάδα στην στεγαστική κρίση

Μετά το πολυπαιγμένο «μένουμε σπίτι» της πανδημίας, η συζήτηση για τα σπίτια που ζούμε –συνδυαστικά με την κατακόρυφη άνοδο του κόστους διαβίωσης– πήρε φωτιά. Το δικαίωμα στην αξιοπρεπή στέγαση, κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα, σηκώνεται διαρκώς ψηλά στην ατζέντα, κυρίως εξαιτίας του ράλι τιμών των ενοικίων. Το πρόβλημα της στεγαστικής κρίσης κάποτε αφορούσε τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, αλλά τώρα απασχολεί πια την –πολυπόθητη για τις πολιτικές δυνάμεις– λεγόμενη μεσαία τάξη. Αναμενόμενο, αφού δίνουμε περισσότερο από το 37 του εισοδήματός μας για τα έξοδα στέγασης.

Παρόλα αυτά, η χώρα μας δεν θεώρησε σκόπιμο να διεκδικήσει τα ποσά που προέβλεψαν άλλες χώρες της Ευρώπης –μεταξύ αυτών και του Νότου– για στεγαστικά προγράμματα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Για την ακρίβεια, οι πόροι που προέβλεψε για τον σκοπό αυτό δεν συγκρίνονται ούτε στο ελάχιστο με των άλλων χωρών.

Τα προγράμματα στην υπόλοιπη Ευρώπη και η Ελλάδα

Εάν ως τώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε δευτερεύοντα ρόλο στη στεγαστική πολιτική, σήμερα οι πόροι του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης χρησιμοποιούνται για εθνικά σχέδια στέγασης. Στην Πορτογαλία, 2,3 δισ. ευρώ καλύπτουν ένα μεγαλόπνοο σχέδιο μέσα στο οποίο προβλέπεται και η κατασκευή 12.000 κοινωνικών κατοικιών. Η Ισπανία αντλεί 1 δισ. ευρώ για 20.000 κατοικίες και η Ιταλία με 175 εκατ. ευρώ κατασκευάζει καταλύματα για τους πιο ευάλωτους. Η Ρουμανία θα χρηματοδοτήσει με 288 εκατ. ευρώ φοιτητικές εστίες και διαμερίσματα που προορίζονται για γιατρούς και εκπαιδευτικούς σε απομακρυσμένες περιοχές. Η Λετονία με 42,9 εκατ. ευρώ επισκευάζει διαμερίσματα που προορίζονται για κοινωνικές κατοικίες. Το Λουξεμβούργο θα χρηματοδοτήσει με 48 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης εθνικό πρόγραμμα κατασκευής ενοικιαζόμενης στέγης με ελεγχόμενο ενοίκιο. Η Σουηδία θα ενισχύσει με 1,2 δισ. ευρώ τα υπάρχοντα προγράμματα κοινωνικής στέγασης, στα οποία ήδη διατίθενται σπίτια με ελεγχόμενο ενοίκιο και η Σλοβενία σκοπεύει με χρήματα του Ταμείου να κατασκευάσει, έως το 2026, 5.000 κατοικίες με χαμηλό ενοίκιο για νέους, ευάλωτες ομάδες, όπως Ρομά και θύματα ενδοοικογενειακής βίας.

Στην Ελλάδα από την άλλη, μόνο 1,3 εκατ. ευρώ προβλέπονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0Ελλάδα 2.0 Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης, για πολιτικές στέγασης και συγκεκριμένα για την ανακαίνιση 100 μόλις κατοικιών, 70 στην Αθήνα και 30 στη Θεσσαλονίκη, για 250 άτομα. Η απόκλιση είναι εντυπωσιακή, όμως δεν βρίσκεται σε κοινωνικό ή ιστορικό κενό. Μπορεί σήμερα να μιλάμε διαρκώς για τα σπίτια που δεν βρίσκουμε, αλλά η στέγαση δεν υπήρξε ποτέ κεντρικός τομέας της εγχώριας πολιτικής. Φαίνεται ότι τα προηγούμενα χρόνια ο πολιτικός κόσμος είχε συλλήβδην συναινέσει στη θέση ότι η κατοικία ρυθμίζεται καλύτερα στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς. Στην Ελλάδα το σπίτι θεωρείται ιδιωτική υπόθεση, μια ιδέα που σμιλεύτηκε στην επικράτηση της αντιπαροχής και γαντζώθηκε έτσι στη συλλογική συνείδηση.

Με αποτέλεσμα τώρα η κυβέρνηση να ψάχνει τρόπους να καλύψει το κενό με μια νέα νομοθετική ρύθμιση.

Ο νόμος 5006/2022

Πάμε λίγο πίσω, στις 10 Σεπτεμβρίου του 2022, όταν στην αποκαρδιωτική απορρύθμιση της στέγασης έρχεται να προστεθεί η αδυναμία εκπαιδευτικών και φοιτητών να νοικιάσουν σπίτι για την έναρξη της χρονιάς. Η βόμβα έχει ήδη εκραγεί όταν ο πρωθυπουργός έρχεται να ανακοινώσει από τη ΔΕΘ «ένα σχέδιο τομή, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα που έρχεται για να αντιμετωπίσει το κρίσιμο πρόβλημα στέγασης», χωρίς όμως πρόβλεψη για εκμετάλλευση των πόρων του Ταμείου.

Το «πολυεπίπεδο στεγαστικό πρόγραμμα» που ανακοινώνεται στηρίζεται σε εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους, ύψους περίπου 1,8 δισ. ευρώ. Ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης κάνει λόγο για περισσότερους από 137.000 δικαιούχους, κυρίως νέους. Μεταξύ των στεγαστικών πολιτικών βρίσκεται ένα πακέτο χαμηλότοκων ή άτοκων –για τρίτεκνους και πολύτεκνους– δανείων με σκοπό την απόκτηση πρώτης κατοικίας, ύψους για αρχή 500 εκατ. (μια συγχρηματοδότηση 375 εκατ. από τη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης και 125 εκατ. από τράπεζες) και το πρόγραμμα «Ανακαινίζω-Ενοικιάζω» για κενά σπίτια. Το τελευταίο αφορά στην επιδότηση ιδιοκτητών ακινήτων για ανακαίνιση κενών κατοικιών, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να μισθωθούν για τουλάχιστον 3 χρόνια. Το υπουργείο υπολογίζει ότι ο αριθμός των ωφελούμενων σε καθένα από αυτά τα προγράμματα πλησιάζει τις 10.000.

Στις 20 Δεκεμβρίου 2022, λίγο πριν την εκπνοή του χρόνου, το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, που λανσαρίστηκε από την κυβέρνηση ως «η επανεκκίνηση της στεγαστικής πολιτικής» στη χώρα, έγινε δεκτό από τη Βουλή αποκλειστικά με τις ψήφους του κυβερνώντος κόμματος.

Τι ακριβώς θεσπίζει όμως η κυβέρνηση με τον νόμο 5006/2022 και ποια σημεία προκάλεσαν αντιδράσεις;

Α. Τα παράδοξα των δανείων

Δικαιούχοι των χαμηλότοκων δανείων που προβλέπονται με τον νέο νόμο είναι άτομα ηλικίας από 25 έως 39 ετών, εφόσον: α) διαθέτουν συνολικό ετήσιο εισόδημα από 10.000 ευρώ έως το ποσό που αντιστοιχεί στο εισοδηματικό κριτήριο που ορίζεται για τη λήψη επιδόματος θέρμανσης και β) δεν διαθέτουν ακίνητο κατάλληλο για την κατοικία τους. Σε κάθε περίπτωση, το σπίτι θα πρέπει να έχει χτιστεί τουλάχιστον πριν 15 χρόνια.

Τα πρώτα δάνεια αναμένονται τον Μάρτιο. Ήδη από την ανοιχτή διαβούλευση οι παρατηρήσεις φορέων και πολιτών αποδομούν τη συλλογιστική του προγράμματος. Για αρχή, έχουν προβλεφθεί 500 εκατομμύρια και το υπουργείο φιλοδοξεί να δώσει δάνεια έως 150.000 ευρώ σε 10.000 δικαιούχους καλύπτοντας έως και το 90% της αγοράς. Πώς προκύπτουν λοιπόν οι 10.000 ωφελούμενοι που προβλέπει το υπουργείο για το πρόγραμμα; Ο μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό είναι τα δάνεια να έχουν μέγιστο ύψος τα 50.000 ευρώ. Αν ο νόμος φτιάχτηκε για να διευκολύνει τη δημιουργία οικογένειας, όπως διαφημίστηκε, μάλλον κανείς δε σκέφτηκε ότι στην αγορά real estate της Ελλάδας του 2023, δεν παίρνεις σπίτι για οικογένεια με 50.000 ευρώ.

«Είναι σαφές ότι οι δικαιούχοι χρειάζεται να έχουν ήδη ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για να μπορέσουν να το συμπληρώσουν, ώστε συνδυαστικά με το δάνειο της κυβέρνησης να καταφέρουν να αγοράσουν σπίτι» εξηγεί η Δήμητρα Σιατίτσα, μεταδιδακτορική ερευνήτρια, ειδική σε θέματα στέγασης. Όμως δεν φαντάζει ρεαλιστικό να βρεθούν νέοι με εισόδημα από 10.000 έως 16.000 ευρώ τον χρόνο (όρος του προγράμματος) που να έχουν αρκετά χρήματα «στην άκρη» για να συμπληρώσουν το 10% της ιδιωτικής συμμετοχής.

Κάπως έτσι, ο Θωμάς Μαλούτας, ομότιμος καθηγητής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, υποστηρίζει ότι «το πρόγραμμα δεν καλύπτει ούτε το 10% των ανθρώπων που ψάχνουν σπίτι». Γιατί μεταξύ άλλων θεσπίζονται αυστηρά ηλικιακά όρια και υπάρχουν παραλείψεις και ασάφειες. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η πρόβλεψη του νέου νόμου για άτοκα δάνεια σε τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες, παράλληλα με ηλικιακούς περιορισμούς. Εύλογα κατά τη διαβούλευση επισημαίνεται ότι μάλλον δεν υπάρχουν πολλά τρίτεκνα ζευγάρια νεότερα των 39 ετών, πόσο μάλλον με ακόμα περισσότερα παιδιά.

Ακόμα, οι δικαιούχοι δεν θα πρέπει να διαθέτουν «ακίνητο κατάλληλο για την κατοικία τους». Ο νόμος δεν ορίζει τι θεωρείται κατάλληλο. Αλλά ας υποθέσουμε ότι όντως δε διαθέτουν τέτοιο ακίνητο. Τότε με το δάνειο θα αγοράσουν ένα διαμέρισμα σε κτήριο όπου τα μπετά έπεσαν πριν το 2008. Εδώ, το υπουργείο παραβλέπει τις διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε επαρχία και αστικά κέντρα. Γιατί δεν γίνεται πουθενά λόγος για αγορά μονοκατοικίας, ούτε και για ανέγερση κατοικίας σε ιδιόκτητο οικόπεδο, μια πρόβλεψη απαραίτητη για την περιφέρεια. Παράλληλα δεν συνυπολογίζει το κόστος ανακαίνισης που δεδομένα που επιφέρει η αγορά των –κατά κανόνα– παλιών διαμερισμάτων στις μεγαλουπόλεις.

Οπότε για να πάρεις αυτό το δάνειο θα πρέπει να είσαι χαμηλόμισθος μεν, με αποταμιεύσεις δε. Ίσως κάποιοι συμπληρώσουν στο δάνειο της κυβέρνησης ένα άλλο κλασικό τραπεζικό δάνειο. «Είναι ένας νόμος “business as usual” για την κυβέρνηση» λέει η κ. Σιατίτσα. «Γιατί τα χρηματοδοτικά εργαλεία επιλέχθηκαν για να ρίξουν δημόσιο χρήμα στην αγορά με όσο το δυνατό πιο γρήγορους τρόπους, αναθέτοντας στην τράπεζα τη διαχείριση, παραβλέποντας τον κίνδυνο να έχουμε ένα νέο κύμα “κόκκινων δανείων”. Αλλά είναι δύσκολο να ασκήσει κανείς κριτική όταν δεν υπάρχει προηγούμενο πολιτικής στη χώρα, ούτε και αντίστοιχα δυναμικά κινήματα σαν αυτά των άλλων ευρωπαϊκών χωρών».

Β. Το ύψος του μισθώματος

Στα ενδιαφέροντα του νόμου είναι και το πρόγραμμα «Ανακαινίζω-Νοικιάζω», με το οποίο επιδοτείται η επισκευή ακινήτων με σκοπό την εκμίσθωση για 3 χρόνια.

Δικαιούχοι μπορούν να είναι όσοι: α) διαθέτουν την κυριότητα ή την επικαρπία του ακινήτου κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 50%, β) το ακίνητό τους έχει έκταση έως 100 τ.μ. και βρίσκεται σε οικιστική περιοχή και γ) έχουν ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο, πραγματικό ή τεκμαρτό, εισόδημα που δεν υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ, δεν διαθέτουν ακίνητη περιουσία συνολικής αξίας άνω των 300.000 ευρώ και δεν έχουν επιδοτηθεί με το πρόγραμμα «ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ». H επιδότηση ανέρχεται στο σαράντα τοις εκατό (40%) των δαπανών.

«Πρόκειται για πρόγραμμα που θα μπορούσε να δώσει καρπούς για τη διάθεση στην αγορά μικρών κενών διαμερισμάτων, αν στηριχθεί σε πιο ρεαλιστική προσέγγιση: Το ποσό επιδότησης των 10.000 ευρώ, με όριο το 40% του κόστους σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού πρέπει να διαθέσει άλλα 15.000 για την ανακαίνιση ενός μικρού διαμερίσματος, ποσό που μάλλον θα πρέπει να μπορεί να δανειοδοτηθεί. Είναι πάντως αδικαιολόγητος ο περιορισμός να μην έχει ξαναενταχθεί στο ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ για άλλο ακίνητο» σχολιάζει ενδεικτικά μεταξύ άλλων η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.

Παράλληλα εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για τον έλεγχο του ύψους του μισθώματος μετά την ανακαίνιση. Στοιχείο που οδηγεί στην εύλογη σκέψη ότι η θέσπιση ενός τέτοιου προγράμματος δεν συνεπάγεται απαραίτητα και κοινωνική πολιτική. Για την κ. Σιατίτσα «το πρόγραμμα θα απορροφηθεί αναγκαστικά από αυτούς που θέλουν να επενδύσουν. Μετά αυτοί θα ζητήσουν και πάλι υψηλά ενοίκια, εφόσον δεν προβλέπεται το ύψος του μισθώματος. Είναι τόσα λίγα αυτά που δίνει το κράτος για την ανακαίνιση που δεν γίνεται να ζητήσει πλαφόν κατά την ενοικίαση. Δηλαδή, φαίνεται ότι η κυβέρνηση ρίχνει τα χρήματα στην αγορά. Θα τα αξιοποιήσουν αυτοί που μπορούν χωρίς να υπάρξει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός. Αν η κυβέρνηση είχε άλλη προσέγγιση στο θέμα, θα μπορούσε φυσικά να εγγυηθεί το ύψος των ενοικίων στο πλαίσιο μιας ηθικής σχέσης αξιοποίησης της προσωπικής περιουσίας του πολίτη».

«Σε κάθε περίπτωση, τα κενά κτήρια ή διαμερίσματα είναι ένας πόρος που πρέπει να αξιοποιηθεί. Πρέπει να τα διαχειριστούμε τοπικά, δηλαδή να συμμετάσχουν οι Δήμοι και οι Κοινότητες. Στις χώρες που εφαρμόζουν αντίστοιχα προγράμματα, όπως στη Μ. Βρετανία, γίνονται συμπράξεις Δήμων και Κοινοτήτων με μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Για να το πετύχουμε αυτό, είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός οικοσυστήματος και αυτό απαιτεί χρόνο και χρήματα. Υπάρχουν παραδείγματα πολιτικών στο εξωτερικό κι ας μην έχουν πάντα θεαματικά αποτελέσματα. Στη Βαρκελώνη για παράδειγμα, εντοπίζουν τα κενά σπίτια, τα αξιολογούν και στη συνέχεια έρχονται σε συμφωνία με τον ιδιώτη προκειμένου να του παρέχουν κίνητρα και διευκολύνσεις. Υπάρχει μια σχέση εμπιστοσύνης που ενισχύει τη μακροπρόθεσμη πολιτική. Είναι πολλοί οι ιδιοκτήτες που θέλουν να έχουν ένα σταθερό εισόδημα και όχι να εισπράξουν τα μεγαλύτερα και πιο γρήγορα δυνατά κέρδη. Επίσης υπάρχει μια συνολική ρύθμιση και στρατηγική για το Αirbnb. Δοκιμάζουν και επενδύουν μακροπρόθεσμα. Δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να διαχειριστούν τους πόρους και δεν τους χρησιμοποιούν ευκαιριακά».

Για την ίδια, «ο σχεδιασμός της στεγαστικής πολιτικής της κυβέρνησης έχει γίνει γρήγορα. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι η πρωτοβουλία ξεκίνησε να σχεδιάζεται πριν το καλοκαίρι και ψηφίστηκε τον Δεκέμβρη. Πρόκειται για ένα μείγμα προτάσεων από το εξωτερικό που καταλήγουν σε ένα σύνολο αποσπασματικών πολιτικών».

Στην Ολομέλεια της Βουλής, ο υπουργός αναφέρθηκε στη διαπραγμάτευση επιπλέον 200 εκατ. με το Ταμείο Ανάκαμψης για αξιοποίηση κενών ιδιωτικών κατοικιών. Στείλαμε ερωτήσεις στο υπουργείο με σκοπό να λύσουμε απορίες που προκύπτουν, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουμε λάβει απάντηση.

Γ. «Μάλλον δεν το σκέφτηκαν»

Παρά τους προβληματισμούς, η προσπάθεια αντιμετώπισης του στεγαστικού είναι θετική εξέλιξη, αν και τα μέτρα είναι δύσκολο να αξιολογηθούν γιατί «ένα μεγάλο μέρος του νομού παραπέμπεται σε μελλοντικές υπουργικές αποφάσεις», όπως σχολιάζει ο κ. Μαλούτας. «Το υπουργείο δημιουργεί κάποιες διεξόδους, όμως συνολικά πρόκειται για έναν προχειροφτιαγμένο νόμο που προσπαθεί την τελευταία στιγμή να απαντήσει σε κρίσιμα ζητήματα». Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν καταγράφεται καμία πρόθεση ελέγχου των ενοικίων, της βραχυχρόνιας μίσθωσης / Airbnb ή περαιτέρω διευκόλυνση των ενοικιαστών πέρα από το θεσπισμένο από χρόνια επίδομα ενοικίου.

Γιατί λοιπόν δεν αξιοποιήθηκαν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης από την Ελλάδα; Για τους ερευνητές του Eteron «είτε μέχρι το καλοκαίρι του 2021, που εγκρίθηκε το ελληνικό σχέδιο, το ζήτημα της στέγασης δεν υπήρχε στην ατζέντα της κυβέρνησης, είτε για κάποιο λόγο το Ταμείο Ανάκαμψης δεν θεωρήθηκε στρατηγική ευκαιρία για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος». Ο Παναγιώτης Πετράκης, οικονομολόγος του ΕΚΠΑ, υποθέτει ότι «δεν υπέβαλαν εγκαίρως τέτοια πρόταση, γιατί μάλλον δεν το σκέφτηκαν, ότι πρέπει να διοχετευτούν περισσότεροι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης σε ένα τόσο ζωτικό θέμα».

Ο Γαβριήλ Αμίτσης, καθηγητής Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης στο πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και συνεργάτης του Housing Europe δίνει μια άλλη εξήγηση: «Για να συστήσουμε ένα οικοσύστημα κοινωνικών κατοικιών στη χώρα και να διεκδικήσουμε ευρωπαϊκά χρήματα για αυτό, χρειαζόμαστε απαραιτήτως το θεσμικό πλαίσιο και τις υπηρεσίες. Με τους νόμους της τρέχουσας κυβέρνησης μπήκαν οι βάσεις για αυτά. Τα χρηματοδοτικά εργαλεία είναι μια πολιτική επιλογή. Η κυβέρνηση εφαρμόζει μια πιλοτική επιλεκτική κάλυψη για κάποιους πολίτες. Σε γενικές γραμμές η πολιτική της πρέπει να χαιρετιστεί» καταλήγει.

Αλλά για την κ. Σιατίτσα, η κυβέρνηση «επέλεξε να κάνει ό,τι και στην πανδημία, όταν δεν αξιοποίησε τα πολλά διαθέσιμα χρήματα για την ενδυνάμωση του ΕΣΥ». Μάλιστα, η ίδια πιστεύει ότι «όταν έγινε η διαπραγμάτευση για το Σχέδιο Ελλάδα 2.0 δεν υπήρξε ούτε η δημοσιότητα που αναμένεται για κάτι τέτοιο, ούτε η σχετική διαβούλευση».

Ραφαέλλα Μανέλη

πηγή: insidestory.gr

Print Friendly, PDF & Email