Λιτανεία έξω από το Α.Τ. Ομόνοιας

Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς και απολύτως εσκεμμένη.

Την καλημέρα μου σε όλες τις απελπιστικά αγανακτισμένες υπάρξεις,

Λένε πως εκείνη τη στιγμή θυμάσαι όσα σε χάραξαν. Εκείνος θυμήθηκε πώς πέρασε τα σύνορα του Έβρου. Φορούσε ένα ζευγάρι μαύρα αθλητικά παπούτσια Nike. Του τα ‘χε κάνει δώρο η μάνα του κάποια Χριστούγεννα. Τα πόδια του είχαν πρηστεί τόσο μέσα στ’ αθλητικά, που ‘νιωθε τα κορδόνια να του κόβουν τη ροή του αίματος και τα ακροδάχτυλά του εγκλωβισμένα. Κάποια στιγμή έχασε το ένα απ’ τα παπούτσια του στο ποτάμι. Έκανε να γυρίσει να το μαζέψει, μα το σκοτάδι λειτούργησε εναντίον του. Κάποιος άλλος απ’ το ίδιο γκρουπ έπεσε πάνω του, ρίχνοντας με την σειρά του έναν τρίτο, κι έναν τέταρτο, κι έναν πέμπτο, και μια γυναίκα με δύο μωρά στην αγκαλιά.

Εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκε αν στο ποτάμι του Έβρου υπάρχει ακόμα το αθλητικό παπούτσι του. «Δεν λιώνουν τόσο εύκολα τα παπούτσια», σκέφτηκε. Είχε περάσει καιρός από τότε, αλλά για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, τη στιγμή του θανάτου του, τον βασάνιζε το εξής ερώτημα: υπήρχε άραγε άλλη απόδειξη του περάσματός του απ’ τη χώρα, πέρα από εκείνο το χαμένο αθλητικό;

Λένε πως εκείνη τη στιγμή ο χρόνος χάνει το νόημα που του ‘χει δώσει ο άνθρωπος. Θυμήθηκε πως έμεινε έτσι: με τις κάλτσες υγρές και τα πόδια πρησμένα για χρονικό διάστημα, που του φάνταζε περίπου δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Γύρω του, μόνο άκουγε σκυλιά να ουρλιάζουν. Ένιωθε την κολλώδη υφή της λάσπης στη γυμνή του πατούσα. Έτρεμε σαν το φύλλο από τη θρακιώτικη υγρασία. Τα δόντια του χτυπούσαν μεταξύ τους.

Ακριβώς το ίδιο του συνέβαινε κι εκείνη την στιγμή. Είχε ιδρώσει. Άκουγε σκυλιά να ουρλιάζουν : «Μαλάκες τη γαμήσαμε. Για να ξεκαυλώσει ο Κωστάκης, ρε μαλάκα, την γαμήσαμε όλοι. Δεν αναπνέει ρε. Δεν αναπνέει. Πού θα τον κρύψεις τώρα μαλάκα Κωστάκη; Τι θα κάνεις μαλάκα Κωστάκη; Θα μας γαμήσεις όλους Κωστάκη! Αυτό θα κάνεις! Γιατί Κωστάκη; Γιατί είχες καύλες μαλάκα, και τις ξέσπασες στον Πακιστανό; Τι θα πω τώρα εγώ στην κυρά Λένη; Για ποιο λόγο να πω στη μάνα μου πως δεν θα πάω το μεσημέρι στο σπίτι; Επειδή είσαι μαλάκας Κωστάκη; Να την πάρω να της πω: κυρά Λένη δεν έρχομαι, γιατί ο Κωστάκης ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ; Αυτό να κάνω;».

Ήθελε να ουρλιάξει πως δεν καταλαβαίνει τι γίνεται. Τα εσωτερικά του όργανά όμως ήταν τόσο τραυματισμένα, που του ήταν αδύνατο. Τα πόδια του είχαν μουδιάσει περισσότερο από τότε στον Έβρο. Η φάλαγγα του μαλάκα του Κωστάκη, είχε σαν αποτέλεσμα να μην τα νιώθει καθόλου. Επιχείρησε να ουρλιάξει. (Τέσσερα αιμοφόρα αγγεία, ένα στον οισοφάγο και τρία στο στομάχι είχαν υποστεί ρήξη). Απόπτυση και μετά μια πνιγερή, υπόκωφη κραυγή. Επιθανάτιος ρόγχος. «Έτσι ακούγεται ο θάνατος», σκέφτηκε.

Λένε πως κάθε κλάσμα δευτερολέπτου μετά από εκείνη τη ριμάδα την ώρα, υπάρχεις μόνο στα μάτια και τη μνήμη των δικών σου. Στις 11 το πρωί της πρώτης μέρας του Οκτώβρη τουλάχιστον 20 αγόρια από το Μπαγκλαντές βρισκόντουσαν καθισμένα λίγο πιο δίπλα από το Α.Τ. Ομόνοιας. Σαν κάτι να περίμεναν. Σαν να έκαναν λιτανεία. Δεν μιλούσε κανείς τους. Είχανε μάτια απλανή, γεμάτα από την θύμησή του. Είχαν το βλέμμα χαμηλωμένο, μία κοιτούσαν το πεζοδρόμιο και μια τα τρύπια αθλητικά τους. Άλλα κάπνιζαν απ’ το ίδιο πακέτο τσιγάρα Μάλμπορο σκληρά και άλλα είχαν τα χέρια τους μπλεγμένα ανάμεσα στα γόνατά τους. Άλλα προσεύχονταν κι άλλα αναρωτιόντουσαν αν υπάρχει στ’ αλήθεια θεός.

Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς και απολύτως εσκεμμένη.

Απ’ το εμπόλεμο αθηναϊκό κέντρο
Για το Κοσμοδρόμιο
Η Γειτόνισσα