Λίγα λόγια για την ιστορία του Αφγανιστάν και των Ταλιμπάν

Στη δεκαετία του ’70 το Αφγανιστάν ήταν απ’ όλες τις απόψεις μια από τις πιο καθυστερημένες χώρες στον κόσμο. Τα 9/10 του πληθυσμού ήταν πάμφτωχοι χωρικοί ή νομάδες βοσκοί, αγράμματοι στην πλειοψηφία τους. Η κοινωνική οργάνωση ήταν βασισμένη σε συγγενικά γένη ή φυλές –συχνά με αιματηρές βεντέτες μεταξύ τους- με τους γαιοκτήμονες Χαν να λυμαίνονται τη μισή περίπου σοδειά των αγροτών. Πιστοί στους νόμους και τις παραδόσεις του Ισλάμ και χωρίς καμία αίσθηση εθνικής ταυτότητας, μιλούσαν μια ποικιλία διαλέκτων (Παστούν, Πέρσικα, Τούρκικα), κυβερνιόταν από ένα μονάρχη και αισθανόταν το κράτος σαν έναν εξωτερικό καταναγκασμό, σαν εχθρό τους.

Όμως, ακόμα κι αν ήθελαν να αγνοούν τις εξωτερικές επιδράσεις αυτές δεν τους αγνοούσαν, γιατί είχαν την ατυχία να βρίσκονται ανάμεσα στην ΕΣΣΔ, το Ιράν και το Πακιστάν, περιφερειακό σύμμαχο των ΗΠΑ. Η βασιλική διοίκηση της Καμπούλ ήταν αναγκασμένη να προσπαθήσει να εκσυγχρονίσει τη χώρα, να φτιάξει σχολεία, πανεπιστήμια, να συγκροτήσει στρατό και να εκμεταλλευτεί τους ψυχροπολεμικούς ανταγωνισμούς για να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για τα πεντάχρονα αναπτυξιακά πλάνα με στόχο τη δημιουργία σύγχρονης υποδομής και κρατικά ελεγχόμενης βιομηχανίας. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της βοήθειας προέρχονταν από την ΕΣΣΔ. Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 που σημειώθηκε η πρώτη ψυχροπολεμική ύφεση, η βοήθεια από το εξωτερικό μειώθηκε στο μισό. Οι ξηρασίες του 1970-72 έπληξαν την ύπαιθρο προκαλώντας λιμό και χιλιάδες θανάτους από πείνα, ενώ ο μεγαλύτερος αριθμός αποφοίτων Β΄βάθμιας και Γ΄βάθμιας εκπαίδευσης δεν έβρισκαν δουλειά.

Για ένα μεγάλο μέρος των μεσοστρωμάτων της Καμπούλ, ο μόνος τρόπος που έβλεπαν για να σπάσουν το φαύλο κύκλο της φτώχειας και της υπανάπτυξης ήταν η «απελευθέρωση» εσωτερικών πόρων για τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού της χώρας, μέσω του ριζικού μετασχηματισμού της ζωής στην ύπαιθρο. Αυτή την πολιτική προωθούσε το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν (ΛΔΚΑ) ταυτισμένο με το σταλινικό μοντέλο ανάπτυξης. Το 1978 κατέλαβε την εξουσία με στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο ηγέτης του, Ταράκι, είχε διατυπώσει τη θεωρία ότι «ο στρατός» μπορεί να πάρει τη θέση «της εργατικής τάξης που δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί». Οι μικροαστοί επαγγελματίες και αξιωματικοί του στρατού, που κυριαρχούσαν στο κόμμα, ήταν φορείς της αντίληψης ότι αρκεί η δύναμη της θέλησης και η βία για να ξεπεραστεί η φτώχεια και η καθυστέρηση της υπαίθρου. Στα χωριά πήγαν αξιωματούχοι για να μοιράσουν τη γη των Χαν και να απαγορεύσουν το δανεισμό από τους τοκογλύφους. Αλλά δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για τη διάθεση των σπόρων που μέχρι τότε προμήθευαν στους χωρικούς οι Χαν ούτε για πόρους που θα αντικαθιστούσαν τα ποσά που δανείζονταν από τους τοκογλύφους. Ακόμα και η εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού δεν ωφέλησε, αφού το κρατός έστειλε νεαρούς δασκάλους να διδάξουν σε μικτά τμήματα σε χωριά, παραβλέποντας την παράδοση της απαγόρευσης κάθε συγχρωτιμού των φύλων. Οι σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητες εξεγέρσεις των χωρικών με επικεφαλής τοπικούς θρησκευτικούς ηγέτες, απομόνωσαν την κυβέρνηση, που έστειλε το στρατό και την αστυνομία να συντρίψουν την αγροτική αντίσταση και εξαπέλυσε κύμα καταστολής σε όσους ασκούσαν κριτική εναντίον της στις πόλεις. Το Σεπτέμβρη του 1978 ήταν η σειρά της φράξιας Παρτσάμ (Λάβαρο) του κόμματος να υποστεί την καταστολή της αντίπαλης φράξιας Χαλκ (Λαός) και μετά ένα χρόνο η ηγεσία αλληλοφαγώθηκε: ο πρωθυπουργός Αμίν δολοφόνησε τον πρόεδρο Ταράκι.

Σε μια κίνηση απελπισίας η Ρωσία έστειλε στρατεύματα να καταλάβουν την Καμπούλ. Οργάνωσε τη δολοφονία του Αμίν, αντικαθιστώντας τον με τον Καρμάλ, της φράξιας Παρτσάμ, που πήρε πάνω του την ευθύνη της «πρόσκλησης» του ρώσικου στρατού. Όμως αυτή η εισβολή -όπως και οι βρετανικές εισβολές του 19ου αιώνα- ένωσαν όλες τις φυλές της υπαίθρου στον κοινό αγώνα ενάντια στην Κατοχή. Έτσι, το Αφγανιστάν έγινε το Βιετνάμ της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1986 η ρώσικη διεύθυνση εγκατέστησε μια νέα κυβέρνηση στην Καμπούλ με επικεφαλής τον πρώην αρχηγό της μυστικής αστυνομίας, το Νατζιμπουλάχ, που προσπάθησε να τα βρει με όσο το δυνατόν περισσότερους τοπικούς αρχηγούς των ανταρτών. Αλλά οι ΗΠΑ είχαν ήδη αρχίσει να εξοπλίζουν ομάδες Μουτζαχεντίν με μοντέρνα όπλα και πυραύλους Στίνγκερ.

Όταν το 1988-89 ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των ρώσικων στρατευμάτων, ο πόλεμος είχε πια καταστρέψει τις περισσότερες παλιές κοινωνικές δομές και είχε στείλει εκατομμύρια ανθρώπους στην προσφυγιά. Οι παραδοσιακές σχέσεις που στηριζόταν στο γένος και τη φυλή είχαν αντικατασταθεί απ’ αυτές που στηριζόταν στις σφαίρες και τις δωροδοκίες. Εκεί που παλιά φύτρωνε το σιτάρι για το ψωμί του χωριού, τώρα φύτρωνε το όπιο για τις μακρινές αγορές. Οι γυναίκες, που παλιά καταπιέζονταν, αλλά και προστατεύονταν με τους δεσμούς της οικογένειας, τώρα αποτελούσαν λεία για τις συμμορίες των αντιμαχόμενων Μουτζαχεντίν ή κυριολεκτικά εμπορεύματα που αγοράζονταν και πουλιόταν από τους πολέμαρχους.

Οι Ταλιμπάν αναδύθηκαν σαν απάντηση σ’ αυτή την κατάσταση. Ήταν μια βάρβαρη απόπειρα να αποκατασταθεί η τάξη σε μια κοινωνία που είχε κομματιαστεί από τη βαρβαρότητα. Το πλαίσιο αυτής της απάντησης ήταν το Ισλάμ. Αλλά ένα Ισλάμ που δεν είχε τίποτα κοινό με άλλες μορφές έξω από τον Ουαχαμπισμό της Σαουδικής Αραβίας. Ήταν το θρησκευτικό μήνυμα όπως διδάσκονταν στους μεντρεσέδες, αλλά και όπως ερμηνεύονταν από κάποιους που γνώριζαν ελάχιστα για τον κόσμο πέρα από τα απομονωμένα και εξαθλιωμένα χωριά τους, τα προσφυγικά στρατόπεδα και το στρατό. Έτσι, η απάντηση των θρησκευτικών σπουδαστών απέναντι στις κακοποιήσεις των συζύγων των αδερφών και των θυγατέρων τους ήταν να αποκόψουν διά της βίας όλες τις γυναίκες από κάθε μορφής κοινωνική σχέση με τους άνδρες πέρα από τους συζύγους τους, τους αδερφούς τους και τους πατεράδες τους. Η απάντηση στην κλεψιά ήταν ο ακρωτηριασμός των κλεφτών. Η απάντηση στη σεξουαλική βία που έφερε ο πόλεμος ήταν η τιμωρία από τη θρησκευτική αστυνομία κάθε έκφρασης σεξουαλικότητας έξω από τα στενά όρια του γάμου. Η απάντηση στην καταστροφή του Αφγανιστάν από εξωτερικές δυνάμεις ήταν η απόπειρα να απαγορευτεί κάθε μορφή πολιτιστικής έκφρασης που πήγαζε απ’ αυτές τις δυνάμεις –τηλεόραση, ηχογραφημένη μουσική, ακόμα και φωτογραφίες.

Παρά την καθοριστική συμβολή τους στην κατάληψη της Καμπούλ, δεν ήταν μόνο η Σαουδαραβική βασιλική οικογένεια και οι μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν που στήριξαν την άνοδο των Ταλιμπάν το 1994-96. Το ίδιο έκανε για μια σύντομη, αλλά κρίσιμη περίοδο, και το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ, ανταποκρινόμενο στην πίεση της πετρελαϊκής εταιρίας Unocal που ήθελε να φτιάξει έναν αγωγό διά μέσου του Αφγανιστάν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ταλιμπάν ήταν απλά δημιούργημα των ξένων δυνάμεων. Σίγουρα όμως η κυριαρχία τους ήταν το παθολογικό προϊόν της τραυματισμένης αφγανικής κοινωνίας, από τη στιγμή που έγινε παιχνίδι στα χέρια των μεγάλων δυνάμεων στον Ψυχρό Πόλεμο και των συμφερόντων του πετρελαίου στη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Και είναι οι ίδιες μεγάλες δυνάμεις που συνασπίστηκαν για να βομβαρδίσουν το Αφγανιστάν με πρόσχημα τους Ταλιμπάν μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001.

πηγή: kar.org.gr

Print Friendly, PDF & Email