«Λαός εναντίον Δημοκρατίας» (The People vs Democracy)

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

Ο Γιάσα Μουνκ (Yascha Mounk) υποστηρίζει ότι οι όροι δημοκρατία και φιλελευθερισμός δεν είναι συνώνυμοι, και συμβουλεύει τους Αμερικανούς να κοιτάξουν τα παραδείγματα της Ουγγαρίας, της Ινδίας και της Τουρκίας. Η φιλελεύθερη δημοκρατία περνά μια ορατή κακή περίοδο και βρίσκεται σε κρίση από τα μέσα της πρώτης θητείας του Τζορτζ Μπους. Η σαφής πλειοψηφία των Αμερικανών πιστεύει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ λειτουργεί περισσότερο ως αυταρχικός παρά ως παραδοσιακός πρόεδρος, ενώ πολλοί millennials (όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1981 και 1996) στις ΗΠΑ, θεωρούν τις ελεύθερες εκλογές ως μη ουσιώδεις.

Ο θεωρητικός της πολιτικής, Γιάσα Μουνκ, στο βιβλίο του, ‘The People vs Democracy’ (2018), εστιάστηκε στην άνοδο της ανελεύθερης δημοκρατίας, δηλαδή στην εμφάνιση κοινωνιών που εκλέγουν τις κυβερνήσεις τους, οι οποίες όμως παρακάμπτουν φιλελεύθερα πρότυπα, όπως ο ελεύθερος Τύπος, οι δίκαιες διαδικασίες, η διαφάνεια, η ανεκτικότητα και οι πολιτικές ελευθερίες. Η Ουγγαρία του Όρμπαν, η Ινδία του Μόντι και η Τουρκία του Ερντογάν, είναι γι’ αυτόν μέλη αυτής της ομάδας. Υποστηρίζει πειστικά ότι η δημοκρατία και ο φιλελευθερισμός δεν είναι συνώνυμα και ότι ενόψει της άνισης ανάπτυξης και ενός πολυπολιτισμικού κόσμου, η τριβή μεταξύ των δύο εννοιών είναι πλέον υπαρκτή. Το βιβλίο του δίνει ξεκάθαρη άποψη πώς η φιλελεύθερη δημοκρατία έπεσε σε δυσμένεια σε περιοχές του αγγλόφωνου κόσμου και αλλαχού. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Μουνκ ανησυχεί για την άνοδο του λαϊκισμού και της ευθραυστότητας της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αναγνωρίζει ότι ο εθνικισμός θα είναι μαζί μας στο ορατό μέλλον και πιθανολογεί ότι οι πολίτες πιστεύουν στο πολιτικό τους σύστημα επειδή διατήρησε την ειρήνη και αύξησε τα οικονομικά τους, κι’ όχι επειδή έχουν βαθιά δέσμευση στις θεμελιώδεις αρχές του. Στις ΗΠΑ, όλες αυτές είναι ενσωματωμένες στο σύνταγμα και γιορτάζονται στις 4 Ιουλίου. Ωστόσο, αυτές οι παραδόσεις και οι κανόνες πλήττονται από συνεχείς φυγόκεντρες δυνάμεις, ενώ η δημοκρατία αποσταθεροποιείται.

Αν και ο Μουνκ είναι ανοιχτά απογοητευμένος από τον εθνικισμό, εντυπωσιάζεται από την ισχύ και την αντοχή του, αποκαλώντας τον, ‘καθοριστική πολιτική δύναμη’ της εποχής. Υποστηρίζει ότι τον 18ο και τον 19ο αιώνα, ο εθνικισμός σχεδόν πάντα έπαιρνε τη μορφή λαχτάρας για εθνική καθαρότητα και δημοκρατία. Σύγχρονος υποστηρικτής της μετανάστευσης, ο Μουνκ παρατηρεί, αναπολώντας το παρελθόν, ότι αυτή ήταν συνήθως περιορισμένη σε υποσύνολο του πληθυσμού. Στην αρχαία Αθήνα η ιδιότητα του πολίτη περιοριζόταν στους απογόνους δύο Αθηναίων γονέων. Αντίθετα, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν πιο ελαστική στην προσέγγισή της, έχοντας επίγνωση ότι η ιθαγένεια και η εθνική ομοιότητα μετρούσαν λιγότερο οσάκις αποφάσιζε ο αυτοκράτορας που κατείχε τον θρόνο. Το βιβλίο έχει επίγνωση πώς η Δύση έφτασε σε σημείο καμπής της. Εκτός από την απαρίθμηση των συνήθων αιτιών, γράφει ότι προέκυψε υπερβολική απόσταση μεταξύ κυβερνήσεων και κυβερνώμενων. Ως παράδειγμα, επισημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μια αδιαφανή και μη εκλεγμένη γραφειοκρατία που επηρεάζει τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων πολιτών.

Ο Μουνκ ασχολείται με την αφοσίωση και την πίστη στη φυλή. Απορρίπτει τις πολιτικές ταυτότητας ως αντίθετες με τη δυνατότητα μιας πραγματικά ανοιχτής και πολυεθνικής κοινωνίας. Και εκεί έγκειται η πρόκληση γι’ αυτόν και τους υποστηρικτές της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας, που είναι η διατήρησή της με τους συνακόλουθους ελέγχους, προστατεύοντας παράλληλα τις ατομικές ελευθερίες. Όπως ήταν αναμενόμενο, το βιβλίο απαριθμεί πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης, συμπεριλαμβανομένου του ‘πατριωτισμού’ χωρίς αποκλεισμούς. Στις ΗΠΑ, η συμφιλίωση περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι οι πολιτικές δεσμεύσεις ευθυγραμμίζονται όλο και περισσότερο με τη φυλή και τη θρησκεία.

Πώς ανταποκρίνονται τελικά ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία στην δοκιμασία της παγκοσμιοποίησης, είναι το κρίσιμο αλλά αναπάντητο ερώτημα. Αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα, γράφει, είναι πολλοί παράγοντες που διαδίδουν παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο για να τροφοδοτήσουν τη μισαλλοδοξία και να υπονομεύσουν τη δημοκρατία στους οποίους περιλαμβάνονται μέσα ενημέρωσης που κυριαρχούνται από δισεκατομμυριούχους ιδιοκτήτες, δικηγόρους εκ μέρους των πλούσιων και ισχυρών, που προσπαθούν να μας εμποδίσουν να δημοσιεύουμε ιστορίες που δεν θέλουν να δουν τη δημοσιότητα, κυκλώματα με αδιαφανή χρηματοδότηση που είναι αποφασισμένα να υπονομεύσουν δεδομένα σχετικά με την κλιματική κρίση και βέβαια απολυταρχικά κράτη χωρίς σεβασμό στην ελευθερία του Τύπου.

Ο γερμανικής καταγωγής καθηγητής διεθνών σχέσεων Μουνκ, στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, απέκτησε το διδακτορικό του από το Χάρβαρντ. Κάποια από τα προηγούμενα βιβλία του, είναι, ‘The Age of Responsibility: Luck, Choice and the Welfare State’ (2017) και ‘Stranger in My Own Country: A Jewish Family in Modern Germany’ (2015). Το ‘The People vs. Democracy’ συγκαταλέγεται στα βιβλία που προσπαθούν να δώσουν κάποιο νόημα στα τελευταία χρόνια. Σε αυτό, ο Μουνκ προσπαθεί να κατανοήσει τις ρίζες της ανόδου του λαϊκισμού σε όλο τον κόσμο και να προσφέρει τρόπους αντιμετώπισης για το πώς να διασώσουμε την έννοια της ελευθερίας από τις αρπάγες του. Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο (The Crisis of Liberal Democracy) εστιάζεται στο πώς η φιλελεύθερη δημοκρατία παρεκκλίνει της πορείας της, την εστίασή της στα ατομικά δικαιώματα, τον σεβασμό για τις δημοκρατικές διαδικασίες και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς της. Υποστηρίζει ότι σχεδόν όλοι οι υπάρχοντες ορισμοί της δημοκρατίας δεν υπεισέρχονται στη διαδικασία διάκρισης μεταξύ τριών διαφορετικών όρων, όπως του φιλελευθερισμού, της δημοκρατίας και των ιστορικών θεσμών στους οποίους έχουμε συνηθίσει στο δυτικό κόσμο. Σε γενικές γραμμές, ο Μουνκ δεν παρέχει σαφείς και ακριβείς ορισμούς και τι εννοεί με τις έννοιες που χρησιμοποιεί στη μελέτη του, που είναι η δημοκρατία, ο φιλελευθερισμός, ο λαϊκισμός, ο συντηρητισμός, η ιθαγένεια, η ελευθερία, και τα δικαιώματα. Το πιο ακραίο μέρος του βιβλίου του Μουνκ έρχεται στις τελευταίες σελίδες του πρώτου μέρους, όπου ολοκληρώνεται η αναφορά του για την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, εξηγώντας ότι η ισότητα και η ελευθερία δεν συμβαδίζουν πάντα. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου στρέφεται σε αυτό που ο Μουνκ θεωρεί ως τις ρίζες του προβλήματος, κυρίως για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την οικονομική στασιμότητα και την ταυτότητα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εξηγεί, μας έφεραν πιο κοντά και βοήθησαν στην ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά βοήθησαν επίσης στη διάδοση θεωριών συνωμοσίας και παρείχαν πλατφόρμες για εξτρεμιστές, αλλά μόνο και μόνο επειδή τα ηθικά μας θεμέλια έχουν διαβρωθεί. Η ταυτότητα παίζει ρόλο στο βαθμό που οι δημογραφικές αλλαγές, πραγματικές και φανταστικές, έχουν φέρει μαζί τους την κοινωνική δυσαρέσκεια. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με σειρά συστάσεων για τη διόρθωση των αδικιών που έχουν καταγραφεί. Για να ανακόψει το κύμα του αυξανόμενου εθνικισμού, ο Μουνκ υποστηρίζει κάποιους γενικούς τρόπους αντιμετώπισης. Προτείνει να παρέχεται στους πολίτες θετική άποψη για τη χώρα τους, και βεβαίως επικέντρωση των πολιτικών στην παροχή οικονομικής ασφάλειας και αισιοδοξίας για το μέλλον των πολιτών, με δίκαιη και σύγχρονη φορολογική πολιτική, αύξηση των διαθέσιμων κατοικιών, μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας, που θα σημάνει καλύτερους μισθούς, επαρκές κράτος πρόνοιας, ενώ εστιάζεται στην εκπαίδευση των νέων ως μελλοντικών πολιτών, με τις αρετές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και την παράλληλη ώθηση των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Ο Μουνκ καταλήγει σε μια κάπως αισιόδοξη νότα, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ίσως δεν θα ακολουθήσουν τον δρόμο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, με την οποία, ωστόσο, βλέπει πολλούς παραλληλισμούς.