Κυβέρνηση «στον αυτόματο» και για την ενεργειακή ακρίβεια
γράφει στο peripteron.eu ο Μιχάλης Κατρίνης, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του Κινήματος Αλλαγής
Λέγεται πως ενός κακού μύρια έπονται. Και αυτό ισχύει, δυο χρόνια τώρα, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Πρώτα ήρθε η πανδημία και οι αναπόφευκτες οικονομικές συνέπειές της. Από το περασμένο καλοκαίρι κι έπειτα ακολούθησε το γενικευμένο κύμα των ανατιμήσεων και του πληθωρισμού. Σχεδόν ένα μήνα τώρα, παρακολουθούμε το ξέσπασμα ενός καταστροφικού πολέμου στην Ουκρανία, εξαιτίας της απαράδεκτης ρωσικής προσπάθειας για αναθεώρηση των υφιστάμενων συνόρων και την αύξηση της σφαίρας επιρροής της.
Σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο, οι βεβαιότητες φθίνουν και όλα τίθενται αναγκαστικά υπό αναθεώρηση. Είτε αφορούν τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών, είτε αφορούν την στάση και τις πολιτικές – όχι μόνο – υπερεθνικών πολιτικών οντοτήτων αλλά και των επιμέρους κρατών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες των απανωτών, όσο και πολυεπίπεδων, κρίσεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της αγοράς ενέργειας. Ακολούθησε κατακόρυφα ανοδικές τάσεις ήδη από τα τέλη του καλοκαιριού του 2021, στο πλαίσιο της επαναφοράς της παγκόσμιας οικονομίας στους προ-covid ρυθμούς της. «Χτυπάει ταβάνι» δε τον τελευταίο μήνα, με την έναρξη της ρωσικής εισβολής. Όλοι μάλιστα οι αναλυτές συγκλίνουν πως οι αυξήσεις στην ενέργεια ήρθαν για να μείνουν, τουλάχιστον, μέχρι τις αρχές του επόμενου έτους, σε συνάρτηση βέβαια με το πως θα εξελιχθεί και η ουκρανική κρίση.
Η ελληνική κυβέρνηση και σε αυτήν την περίπτωση επένδυσε για μία ακόμη φορά στην τακτική του «αυτόματου πιλότου». Όπως ακριβώς έπραξε και στα μετέπειτα στάδια της πανδημικής κρίσης του covid-19, όπως έκανε και σε σχέση με τις καλοκαιρινές προειδοποιήσεις των ειδικών για τα ακραία πληθωριστικά κύματα που τότε ακόμη αναμένονταν. Η κυβέρνηση της ΝΔ επέλεξε, πάλι, να σταθεί πίσω από τις «βεβαιότητες και τις εκτιμήσεις» των υπουργών της, που βέβαια κατακρημνίζονται ημέρα με την ημέρα και (δυσμενή) εξέλιξη με την (δυσμενή) εξέλιξη.
Η «παροδικότητα των φαινομένων» την οποία επικαλέστηκε αρκετές φορές το κυβερνητικό επιτελείο, έχει εξαντλήσει προ καιρού την όποια χρηστικότητά της και δεν πείθει πλέον καθόλου τους πολίτες. Και δεν πείθεται κανείς, από την στιγμή που τους τελευταίους μήνες τα νοικοκυριά, ειδικά σε σχέση με τις ενεργειακές τους ανάγκες, είχαν να αντιμετωπίσουν την αύξηση του ηλεκτρικού ρεύματος κατά 71%, του φυσικού αερίου κατά 78,5% και του πετρελαίου θέρμανσης κατά 41,5%. Σύμφωνα δε με την πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ οι δαπάνες ενός μικρομεσαίου νοικοκυριού για θέρμανση εκτοξεύθηκαν στο 51,9% από το 12,1% του εισοδήματος μέσα σε ένα χρόνο.
Και βέβαια, η τρομαχτική αύξηση των τιμών της ενέργειας στην χώρα – ως αποτέλεσμα των κυβερνητικών αβελτηριών – δεν άφησε αλώβητη ούτε την παραγωγική της βάση. Μεταξύ άλλων, του πρωτογενούς τομέα συμπεριλαμβανομένου, η αδικαιολόγητη εκτόξευση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, παρέσυρε το ενεργειακό κόστος και για την ελληνική βιομηχανία και τις επιχειρήσεις μεταποίησης, επιδρώντας αρνητικά στην ανταγωνιστικότητά τους στο πεδίο του διεθνούς, όσο και του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι κυβερνητικές δικαιολογίες ότι η ενεργειακή ακρίβεια οφείλεται μόνο στον πόλεμο στην Ουκρανία, δοκιμάζονται σκληρά από την ίδια την πραγματικότητα, αφού το φαινόμενο υπάρχει εδώ και ένα εξάμηνο, ενώ ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος μόλις ένα μήνα. Όπως άλλωστε δοκιμάστηκε και η κυβερνητική αντίληψη περί δήθεν «λαϊκίστικων και άναρθρων αντιπολιτευτικών κραυγών» και «λεφτόδεντρων», όλο το προηγούμενο διάστημα, αφού την τελευταία εβδομάδα εμφανίστηκαν «ως δια μαγείας» μέτρα ύψους 1 δις ευρώ για την στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στον τομέα της ενέργειας.
Μέτρα βέβαια που όπως τονίσαμε στη Βουλή είναι και πολύ λίγα, αλλά και ενεργοποιούνται πολύ αργά, αποτελώντας απλώς «ασπιρίνες». Και πως αλλιώς μπορεί βέβαια κανείς να χαρακτηρίσει κανείς τα 13 ευρώ το μήνα ανά δικαιούχο για την αντιμετώπιση της αύξησης της τιμής της βενζίνης ή το ειδικό επίδομα των 200 ευρώ που θα δοθεί άπαξ το Πάσχα και υποτίθεται ότι απευθύνεται στους οικονομικά αδύναμους, όταν από αυτό εξαιρούνται οι μακροχρόνια άνεργοι, όπως και όλοι όσοι των οποίων το επίδομα ανεργίας έχει λήξει.
Κακά τα ψέματα, η κυβέρνηση παλινωδεί στο θέμα της ενεργειακής ακρίβειας, όταν περιορίζεται μόνο στα παραπάνω, ενώ αποφεύγει να θέσει ευθέως ζήτημα φορολόγησης των υπερκερδών των ηλεκτροπαραγωγών εταιρειών. Και αυτό όταν ήδη 6 ευρωπαϊκές χώρες έχουν ρυθμίσει τα έκτακτα κέρδη των προμηθευτές από τις αυξήσεις των τιμών ενέργειας, ενώ άλλες 4 χώρες (Γαλλία, Πορτογαλία, Ρουμανία και Ισπανία) έχουν προβεί σε ρυθμίσεις για τις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας. Η κυβέρνηση παλινωδεί στο θέμα της ενεργειακής ακρίβειας, όταν την πιο λάθος στιγμή «μπέρδεψε» την απολιγνιτοποίηση της χώρας με την αύξηση της εξάρτησης από το εισαγόμενο – και πλέον πανάκριβο – φυσικό αέριο. Όταν επιλέγει να μην αγγίζει τους παρόχους ενέργειας, οι οποίοι σημειωτέον θα έπρεπε να εφαρμόσουν από τον Δεκέμβριο τα νέα, πιο διαφανή πρότυπα λογαριασμών και όχι τα «ψιλά» γράμματα που κρύβουν τις «επώδυνες» λεπτομέρειες για τους καταναλωτές. Όταν ο αρμόδιος υπουργός Ενέργειας της χώρας δεν υποχρεώνει τις 18 εταιρίες παροχής ενέργειας να σταματήσουν να τροποποιούν μονομερώς τα τιμολόγια από σταθερά σε κυμαινόμενα, μεταφέροντας έτσι στους καταναλωτές το 100% των αυξήσεων της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος και μη ενημερώνοντας τους για τις όποιες αλλαγές, πριν την χρέωση.
Για όλα αυτά, το Κίνημα Αλλαγής έχει καταθέσει ουσιαστικές προτάσεις, επιμένοντας στις καθαρές κουβέντες και πρεσβεύοντας πως σε καταστάσεις κρίσης τα ηνία πρέπει να αναλαμβάνει η πολιτική κι όχι οι αγορές. Έτσι προτείναμε συγκεκριμένα, α) πλαφόν στην ρήτρα αναπροσαρμογής του ηλεκτρικού ρεύματος, β) άμεση αλλαγή του κώδικα προμήθειας, ώστε τα σταθερά τιμολόγια να παραμένουν σε κάθε περίπτωση σταθερά «χωρίς υποσημειώσεις και αστερίσκους», γ) φορολόγηση των υπερκερδών των ηλεκτροπαραγωγών και δ) μείωση της φορολογίας στα καύσιμα τουλάχιστον για το 1ο εξάμηνο του 2022.
Όπως όμως έχει συμβεί και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η κυβέρνηση βολικά σιωπά σε όποια αντιπρόταση του Κινήματος Αλλαγής δεν την βολεύει, είτε εξαιτίας της ολιγωρίας της, είτε εξαιτίας της ιδεοληψίας της, είτε εξαιτίας και των δύο. Αποτέλεσμα; Πάλι τάσσεται πάλι με τους λίγους κι όχι με τους πολλούς, κι εν προκειμένω με τους παρόχους ενέργειας κι όχι με τους καταναλωτές. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως σε σχετική συζήτηση στην Ολομέλεια (23/3/2022) ο κ. Μητσοτάκης αποκάλεσε τους πρώτους «εκλογική πελατεία» του κόμματός του. Ας μείνει λοιπόν η ΝΔ με τους «πελάτες» της. Γιατί εμείς στο Κίνημα Αλλαγής διαχρονικά επιλέγουμε και θα επιλέγουμε τους πολίτες.
















