«Κουλτούρα βίας της αριστεράς» και άλλα κουραφέξαλα

Κάποιοι προσπαθούν να ξεθάψουν «εμφυλιοπολεμικές» ρητορικές. Ξεχνώντας, βέβαια, να πουν όλη την ιστορία…

Όπως ήταν αναμενόμενο έσπευσε το «Ακραίο Κέντρο» να αρπάξει την ευκαιρία που δόθηκε από κάποια καταδικαστέα περιστατικά εντός πανεπιστημιακών χώρων, για να αρχίσει να απαγγέλλει το γνωστό ποίημα περί «κουλτούρας βίας της αριστεράς».

Η ρητορική αυτή δεν είναι καινούρια. Ακούγεται εδώ και αρκετά χρόνια. Την είχαμε συναντήσει τον Δεκέμβρη του 2008, με τη μεγάλη έκρηξη της νεολαίας, αλλά και αργότερα στη διάρκεια των μεγάλων αντιμνημονιακών κινητοποιήσεων.

Σύμφωνα με αυτή τη ρητορική η Αριστερά εξ ορισμού έχει μια «κουλτούρα βίας» και αυτή εκφράζεται είτε στα πανεπιστήμια, είτε στους δρόμους.

Η «χρησιμότητα» της ρητορικής είναι προφανής: σκοπός της είναι όχι απλώς να συκοφαντήσει μια πολιτική ιδεολογία, αλλά και να διαστρεβλώσει την ίδια την πραγματικότητα σχετικά με μεγάλα κοινωνικά κινήματα παρουσιάζοντάς τα απλώς ως «βία» και ως «ανομία».

Προφανώς και δεν υποτιμώ ότι υπάρχει πρόβλημα με βίαιες πρακτικές και συμπεριφορές που δεν έχουν σχέση με τη λογική του συλλογικού αγώνα και που κάποιες φορές λειτουργούν – για να χρησιμοποιήσω ορολογία κάπως «παλαιάς κοπής» – αντικειμενικά προβοκατόρικα, ανεξαρτήτως προθέσεων.

Όμως, από το σημείο αυτό μέχρι να κατασκευάζουμε την εικόνα ότι τα πανεπιστήμια είναι εμπόλεμη ζώνη, ότι εάν ένας φοιτητής στρατευτεί στην Αριστερά σύντομα θα μεταλλαχθεί σε αιμοβόρο κρανοφόρο ή κουκουλοφόρο, και ότι η Αριστερά, σε όλες τις παραλλαγές, το μόνο που ονειρεύεται είναι το νέο αντάρτικο, υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση. Για να μην αναφερθώ στην ιδιότυπη τυμβωρυχία σε σχέση με τη Marfin που ακόμη και σήμερα επιμένει να υποστηρίζει ότι έφταιγαν γενικά οι «διαδηλωτές» ή η «Αριστερά», όταν όλοι ξέρουμε πολύ καλά ότι οι πρώτοι άνθρωποι που πήγαν να απεγκλωβίσουν τους ανθρώπους μέσα στο φλεγόμενο κτίριο ήταν αριστεροί διαδηλωτές.

Αφήστε που όταν μιλάμε για την Ελλάδα είναι εμφανώς σχηματική κάθε προσπάθεια να παρουσιαστεί μια εικόνα ότι «κουλτούρα βίας» είχε πρωτίστως η Αριστερά. Σε μια χώρα που είχε δύο δικτατορίες, έζησε το μετεμφυλιακό «κράτος των εθνικοφρόνων» με τις εκτελέσεις, τα ξερονήσια και τα κομμένα κεφάλια κρεμασμένα στους φανοστάτες είναι κάπως υποκριτικό να καθαγιάζεται η δεξιά ως παράταξη που δεν είχε σχέση με τη βία.

Όλα αυτά απλώς δείχνουν ότι σε μια συγκυρία που η κοινωνία έστω και αντιφατικά, έστω και ακόμη χωρίς κάποιον να της δίνει προοπτική, λέει ότι η σημερινή πραγματικότητα κάθε άλλο παρά «κανονικότητα» είναι και διεκδικεί μια διέξοδο και από την κρίση κόστους ζωής και από την κρίση θεσμών, κάποιοι απλώς προσπαθούν να συκοφαντήσουν τη διαμαρτυρία και να υποστηρίξουν – για άλλη μια φορά…- ότι «δεν υπάρχει καμία εναλλακτική». Χωρίς να διστάζουν να «ξεθάβουν» σε αυτή την κατεύθυνση ακόμη και εμφυλιοπολεμικές ρητορικές και λογικές.

Μόνο που όλα αυτά έχουν πολύ μικρότερη αποτελεσματικότητα από όσο νομίζουν -ή ελπίζουν- όσοι επιμένουν να επενδύουν σε μια τέτοια ρητορική. Γιατί ξεχνούν ότι οι άνθρωποι ακόμη και εάν σταθούν σε ένα τίτλο ή σε ένα ακόμη εντυπωσιακό «ρεπορτάζ», τελικά θα κάτσουν να σταθμίσουν αυτά που πραγματικά κάνουν τη ζωή τους χειρότερη, αυτά που τους ανησυχούν, αυτά που τους κρατούν ξάγρυπνους τα βράδια. Και σε αυτά δεν περιλαμβάνεται η «κουλτούρα βίας της αριστεράς».